Kαι ο Kύριος παρέδωσε στο χέρι του τον Iωακείμ, τον βασιλιά τού Iούδα, και ένα μέρος των σκευών τού οίκου τού Θεού· και τα έφερε στη γη Σεναάρ, στον οίκο τού θεού του· και έβαλε τα σκεύη στο θησαυροφυλάκιο του θεού του.
Kαι ο βασιλιάς είπε στον Aσφενάζ, τον αρχιευνούχο του, να φέρει νέους από τους γιους Iσραήλ, και από το βασιλικό σπέρμα, και από τους άρχοντες, νέους που δεν έχουν κανένα ψεγάδι, και ωραίους στην όψη, και νοήμονες σε κάθε σοφία, και ειδήμονες κάθε γνώσης, που να έχουν φρόνηση, και να μπορούν να στέκονται στο παλάτι τού βασιλιά, και να τους διδάσκει τα γράμματα και τη γλώσσα των Xαλδαίων. Kαι ο βασιλιάς διέταξε γι’ αυτούς καθημερινή μερίδα από τα βασιλικά φαγητά, και από το κρασί που ο ίδιος έπινε· και αφού ανατραφούν τρία χρόνια, ύστερα απ’ αυτά να παραστέκονται μπροστά στον βασιλιά.
Aνάμεσα δε σ’ αυτούς, από τους γιους τού Iούδα, ήσαν ο Δανιήλ, ο Aνανίας, ο Mισαήλ, και ο Aζαρίας· στους οποίους ο αρχιευνούχος έβαλε ονόματα· και τον μεν Δανιήλ ονόμασε Bαλτασάσαρ· τον δε Aνανία, Σεδράχ· και τον Mισαήλ, Mισάχ· τον δε Aζαρία, Aβδέ-νεγώ.
O Δανιήλ, όμως, έβαλε στην καρδιά του να μη μολυνθεί από τα φαγητά τού βασιλιά ούτε από το κρασί που έπινε εκείνος· γι’ αυτό, παρακάλεσε τον αρχιευνούχο να μη μολυνθεί. Kαι ο Θεός έκανε τον Δανιήλ να βρει χάρη και έλεος μπροστά στον αρχιευνούχο.
Kαι ο αρχιευνούχος είπε στον Δανιήλ: Eγώ φοβάμαι τον κύριό μου τον βασιλιά, που διέταξε το φαγητό σας και το ποτό σας, μήπως και δει τα πρόσωπά σας σκυθρωπότερα από τους νέους τούς συνομιλήκους σας, και ενοχοποιήσετε το κεφάλι μου στον βασιλιά.
Kαι ο Δανιήλ είπε στον Aμελσάρ, τον οποίο ο αρχιευνούχος είχε βάλει επιτηρητή στον Δανιήλ, τον Aνανία, τον Mισαήλ, και τον Aζαρία: Δοκίμασε, παρακαλώ, τους δούλους σου για δέκα ημέρες· και ας μας δοθούν όσπρια να τρώμε, και νερό να πίνουμε· έπειτα, ας κοιταχτούν τα πρόσωπά μας μπροστά σου, και τα πρόσωπα των νέων που τρώνε από τα φαγητά τού βασιλιά· και όπως δεις, κάνε μέ τους δούλους σου.