ΝΕΕΜΙΑΣ 9
9
Ο λαός ομολογεί τα αμαρτήματά του
1Την εικοστή τέταρτη μέρα του ίδιου μήνα, οι Ισραηλίτες άρχισαν νηστεία. Φορούσαν πένθιμα ρούχα και έριχναν χώμα στο κεφάλι τους.#χώμα στο κεφάλι τους. Εθιμική εκδήλωση πένθους. Δυνατόν όμως να σήμαινε (όπως εδώ) και εκδήλωση εκούσιας ταπείνωσης (πρβλ. Εσδ 9:3). 2Αυτοί είχαν χωριστεί από όλους τους μη Ιουδαίους που υπήρχαν στην περιοχή τους και είχαν συγκεντρωθεί για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τις δικές τους και των προγόνων τους. 3Επί τρεις ώρες στέκονταν όρθιοι στις θέσεις τους κι άκουγαν την ανάγνωση από το βιβλίο του νόμου του Κυρίου, του Θεού τους· και για άλλες τρεις ώρες έμεναν γονατιστοί ενώπιον του Κυρίου του Θεού τους για να του ζητήσουν συγχώρηση.
4Στο βήμα των λευιτών στάθηκαν ο Ιησούς, ο Βανί, ο Καδμιήλ, ο Σεβανίας, ο Βουννί, ο Σερεβίας, ο Βανί και ο Χενανί και ζήτησαν με δυνατή φωνή τη βοήθεια του Κυρίου, του Θεού τους. 5Έπειτα οι λευίτες Ιησούς, Καδμιήλ, Βανί, Χασαβνίας, Σερεβίας, Ωδίας, Σεβανίας και Πεθαχίας είπαν:
«Σηκωθείτε και δοξολογήστε τον Κύριο, το Θεό σας, ασταμάτητα! Ας είναι ευλογημένο το ένδοξο όνομά σου, Κύριε, αν κι οποιαδήποτε ανθρώπινη ευλογία και έπαινος είναι φτωχά για σένα!»
6Μετά όλος ο λαός προσευχήθηκε:
«Εσύ ’σαι ο μόνος Κύριος!
Εσύ έκανες τον απέραντο ουρανό
κι όλα τ’ αστέρια του·
τη γη και ό,τι είναι πάνω της,
τις θάλασσες και ό,τι βρίσκεται σ’ αυτές·
κι εσύ δίνεις στα πάντα τη ζωή.
Τ’ αστέρια του ουρανού εσένα προσκυνούν.
7»Εσύ είσαι ο Κύριος, ο Θεός,
που διάλεξες τον Άβραμ
κι από την Ούρ, την πόλη των Χαλδαίων,
τον έβγαλες
κι όνομα του ’δωσες Αβραάμ.
8Κι όταν διαπίστωσες πως σου ήτανε πιστός
διαθήκη σύναψες μαζί του,
για να του δώσεις τη χώρα των Χαναναίων,
των Χετταίων, των Αμορραίων,
των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων,
για να ζήσουν οι απόγονοί του εκεί·
και τήρησες τους λόγους σου,
γιατ’ είσαι δίκαιος εσύ.
9»Είδες τη θλίψη των προγόνων μας στην Αίγυπτο
κι άκουσες την κραυγή τους
στη Θάλασσα την Ερυθρά.
10Πράγματα θαυμαστά έκανες και σημεία
ενάντια στο Φαραώ
και σ’ όλους τους ανθρώπους του,
ενάντια σ’ όλον το λαό της χώρας του·
γιατ’ ήξερες εσύ πως είχαν
αλαζονικά στους προγόνους μας φερθεί.
Έτσι έγινε το όνομά σου ξακουστό
και τέτοιο είναι μέχρι σήμερα.
11Εσύ τους άνοιξες τη θάλασσα μπροστά τους
και πέρασαν μέσ’ απ’ αυτήν
σαν να ’τανε στεριά.
Κι εκείνους που τους καταδίωκαν
τους έριξες σαν πέτρα
μες στα βαθιά, τα ορμητικά νερά.
12Με στήλη νεφέλης τη μέρα τους οδηγούσες
και με στήλη φωτιάς τους φώτιζες
το δρόμο μες στη νύχτα.
13Κατέβηκες από τον ουρανό, στ’ όρος Σινά
και μίλησες μαζί τους·
τους έδωσες σωστά προστάγματα
και διδαχές αληθινές,
και τέλειους νόμους κι εντολές.
14Τους έμαθες με το Μωυσή, το δούλο σου,
το άγιο σου το Σάββατο
κι όλες τις άλλες εντολές,
τους θεσμούς και το νόμο.
15Ψωμί τους έδωσες από τον ουρανό
για να χορτάσουνε την πείνα τους,
κι από το βράχο έβγαλες νερό να ξεδιψάσουν·
τους έστειλες να πάν’ να κατακτήσουνε τη χώρα
που τους είχες τάξει να τους δώσεις.
16»Οι πρόγονοί μας όμως φέρθηκαν
μ’ αλαζονία και σκληρότητα·
δε θέλησαν τις εντολές σου να τηρήσουν.
17Αρνήθηκαν να υπακούσουν
και λησμόνησαν τα θαυμαστά σου έργα,
αυτά που έκανες εσύ ανάμεσά τους.
Επαναστατημένοι αποφάσισαν
στην Αίγυπτο και στη δουλεία τους να επιστρέψουν.
Εσύ ωστόσο είσαι Θεός που συγχωρείς,
σπλαχνίζεσαι, δείχνεις υπομονή,
είσαι γεμάτος απεριόριστη αγάπη,
και δεν τους εγκατέλειψες.
18-19Χυτό μοσχάρι κατασκεύασαν
για να το προσκυνάνε,
κι είπαν: “αυτός είν’ ο Θεός μας
που απ’ την Αίγυπτο μας έβγαλε!”
Τόση έδειξαν ασέβεια μεγάλη.
Μα εσύ, απ’ την πολλή την ευσπλαχία σου,
και τότε ακόμα,
στην έρημο δεν τους εγκατέλειψες.
Στήλη νεφέλης τους οδηγεί στο δρόμο τους τη μέρα,
κι από κοντά τους δεν απομακρύνεται·
το ίδιο και η στήλη της φωτιάς,
που φώτιζε το δρόμο τους τη νύχτα.
20Το Πνεύμα σου τους έδωσες το αγαθό,
για να τους συμβουλεύει·
το μάννα δεν τους στέρησες να τρώνε,
στη δίψα τους τούς έδωσες νερό.
21Σαράντα χρόνια μες στην έρημο τους φρόντισες·
τίποτα δε στερήθηκαν·
τα ρούχα τους δεν έλιωσαν
ούτε τα πόδια τους πριστήκαν.
22»Στην εξουσία τους παρέδωσες
βασίλεια και λαούς,
χώρες που συνορεύανε με τη δική τους.
Κυρίεψαν τη χώρα του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών,
και τη χώρα του Ωγ, βασιλιά της Βασάν.
23Τους έδωσες παιδιά πολλά
σαν τ’ άστρα του ουρανού
και τα οδήγησες στη Χαναάν,
που ’χες προστάξει τους πατεράδες τους
να πάνε να την κατακτήσουν.
24Οι γιοι τους μπήκαν και την πήρανε δική τους.
Της χώρας τους κατοίκους, τους Χαναναίους,
τους υποχρέωσες σ’ αυτούς να υποταχθούν
και τους παρέδωσες στην εξουσία τους
τους βασιλιάδες τους και τους λαούς της χώρας,
για να τους μεταχειριστούνε όπως
ήθελαν.
25Κατέλαβαν οχυρωμένες πόλεις,
εδάφη εύφορα.
Σπίτια αποκτήσανε γεμάτα πλούτη,
με έτοιμα πηγάδια ανοιγμένα,
αμπέλια και λιοστάσια κι άφθονα δέντρα καρποφόρα.
Φάγανε και χορτάσανε,
παχύνανε και ζήσαν’ πλουσιοπάροχα
απ’ την πολλή σου καλοσύνη.
26»Και μ’ όλα αυτά απείθησαν
και σήκωσαν παντιέρα εναντίον σου!
Αγνόησαν το νόμο σου και τους προφήτες σου,
που τους συμβούλευαν να επιστρέψουνε σ’ εσένα.
»Αυτοί τους σκότωσαν.
Τέτοια σού έδειξαν μεγάλη ασέβεια!
27Τότε στην εξουσία των εχθρών τους τούς παρέδωσες,
κι αυτοί τους καταδυναστέψανε.
Στον καιρό της θλίψης τους
σ’ εσένα κράξαν’ για βοήθεια
κι εσύ τους άκουσες εκεί στον ουρανό.
Κι απ’ τη μεγάλη σου ευσπλαχνία ελευθερωτές τούς έστειλες,
που τους γλιτώσαν απ’ την εξουσία των εχθρών τους.
28Αλλά μόλις ησύχασαν από την καταπίεση,
έπραξαν πάλι ό,τι σε δυσαρεστεί.
Τότε τους εγκατέλειψες στην εξουσία των εχθρών τους,
κι εκείνοι τους υπέταξαν.
Και όταν πάλι φώναξαν σ’ εσένα για βοήθεια,
εσύ τους άκουσες από τον ουρανό
και με το έλεός σου πολλές φορές τους ελευθέρωσες.
29Τους παρακίνησες στο νόμο σου
ν’ αρχίσουν πάλι να υπακούν.
»Αυτοί όμως αλαζονεύτηκαν.
Δεν άκουσαν τις εντολές σου και παραβήκαν τα προστάγματά σου,
που ωστόσο δίνουνε ζωή σ’ αυτόν που τα εκτελεί.
Αδιαφόρησαν·
πάντα ισχυρογνώμονες αρνήθηκαν να σε υπακούσουν.
30Εσύ για πολλά χρόνια τους ανέχθηκες
και τους συμβούλεψες με τους προφήτες σου,
που τους μιλούσε το δικό σου Πνεύμα.
Και πάλι όμως αυτοί δεν άκουσαν·
γι’ αυτό και τους παρέδωσες στην εξουσία ξένων λαών.
31Μα απ’ τη μεγάλη σου αγάπη
δεν άφησες τελείως να αφανιστούν
και δεν τους εγκατέλειψες·
γιατί είσαι σπλαχνικός Θεός,
γεμάτος καλοσύνη.
32»Και τώρα, Θεέ μας, Θεέ μεγάλε,
Θεέ ισχυρέ και φοβερέ,
εσύ που αξιόπιστα τηρείς τη διαθήκη σου
και εκδηλώνεις την αγάπη σου,
μην παραβλέψεις σαν ασήμαντες
όλες εκείνες τις ταλαιπωρίες
που βρήκανε εμάς, τους βασιλιάδες μας,
τους άρχοντές μας, τους ιερείς μας,
τους προφήτες μας, τους προγόνους μας,
όλο το λαό σου,
από την εποχή που μας καταπίεζαν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας
μέχρι και σήμερα.
33Με όλα, βέβαια, αυτά που μας βρήκανε,
εσύ δίκαια μας τιμώρησες·
αποδείχτηκες αξιόπιστος,
ενώ εμείς αμαρτήσαμε.
34Οι βασιλιάδες μας, οι άρχοντές μας,
οι ιερείς μας και οι πρόγονοί μας
δεν τήρησαν το νόμο σου,
κι αδιαφορήσαν για τις εντολές σου
και για τις νουθεσίες σου.
35Ακόμα κι όταν έγιναν βασίλειο,
παρ’ όλη τη μεγάλη καλοσύνη που τους έδειξες,
και την ευρύχωρη κι εύφορη χώρα που τους παραχώρησες,
αυτοί δεν σε λατρέψανε
ούτε παράτησαν τα έργα τους τα φαύλα.
36Έτσι σήμερα εμείς είμαστε δούλοι·
δούλοι μέσα στην ίδια τούτη χώρα,
που είχες δώσει στους προγόνους μας
για ν’ απολαύσουν τους καρπούς και τ’ αγαθά της.
37Τώρα η άφθονη παραγωγή της πάει στους βασιλιάδες,
που σ’ αυτούς μας υπέταξες εσύ,
γιατί αμαρτήσαμε.
Αυτοί εξουσιάζουνε κι εμάς τους ίδιους
το ίδιο με τα κτήνη μας
κατά πώς αυτοί θέλουν.
Και σε βαθιά βρισκόμαστε απόγνωση».
Currently Selected:
ΝΕΕΜΙΑΣ 9: TGVD
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in
Copyrighted by the Hellenic Bible Society, 1997, 2003.