ΕΣΘΗΡ G Δ
Δ
2[1] Έτσι όπως ήταν λαμπροντυμένη, αφού πρώτα προσευχήθηκε στον πανεπόπτη Θεό και σωτήρα, πήρε μαζί της τις δύο δούλες της. Στη μία στήριζε με δυσκολία το αδύναμο σώμα της και η άλλη ακολουθούσε και κρατούσε το βαρύ φόρεμά της. 3[2] Η ίδια έλαμπε από ομορφιά και το πρόσωπό της έδειχνε αταραξία αλλά η καρδιά της ήταν σφιγμένη από το φόβο.
4[3] Πέρασε όλες τις πύλες και παρουσιάστηκε στο βασιλιά. Αυτός καθόταν στο θρόνο και φορούσε την επίσημη στολή του. Ήταν στολισμένος ολόκληρος με χρυσά διαδήματα και πολύτιμα πετράδια κι η όψη του προκαλούσε μεγάλο φόβο. 5[4] Σήκωσε το πρόσωπό του, γεμάτο απεριόριστη αξιοπρέπεια, και της έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα θυμού. Τότε η βασίλισσα χλόμιασε και κατέρρευσε· κόντεψε να λιποθυμήσει και χρειάστηκε ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο της δούλης της που προπορευόταν.
6[5] Ο Θεός όμως μετέτρεψε την οργή του βασιλιά σε πραότητα. Αναπήδησε με αγωνία από το θρόνο του και την πήρε στην αγκαλιά του, μέχρις ότου εκείνη συνήλθε. Με λόγια κατευναστικά την παρακαλούσε και της έλεγε: 7[6] «Τι συμβαίνει, Εσθήρ; Εγώ είμαι, ο άντρας σου. Μη φοβάσαι, εσύ δεν πρόκειται να πεθάνεις· οι διαταγές μας είναι για τους κοινούς θνητούς. Πλησίασε».
Currently Selected:
ΕΣΘΗΡ G Δ: TGVD
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in
Copyrighted by the Hellenic Bible Society, 1997, 2003.