ΨΑΛΜΟΙ 39 [38]
39 [38]
Δώσε μου ανάπαυλα, η ζωή είναι τόσο σύντομη...
1Στον πρωτοψάλτη, τον Ιεδουθούν.#Ιεδουθούν. Αρχιμουσικός της εποχής του Δαβίδ (βλ. Α΄ Χρ 25:1.3.6). Ψαλμός του Δαβίδ.
2Είπα:
«Θα ’μαι προσεκτικός στο πώς πορεύομαι,
ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει κι αμαρτάνω·
θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου
όσο μπροστά μου θα ’ναι ο ασεβής».
3Άφωνος έγινα, βουβός,
–ούτε καλό δεν έλεγα–
κι ο πόνος μου δυνάμωνε.
4Γέμισε αγωνία η καρδιά μου·
καθώς συλλογιζόμουν
φούντωνε η αγωνία μου·
ωσότου λύθηκε η γλώσσα μου και είπα:
5«Φανέρωσέ μου, Κύριε, το τέλος μου,
και πόσες θα ’ναι οι μέρες της ζωής μου·
ώστε να ξέρω πόσο είμαι φθαρτός».
6Τι λίγο που έκανες να διαρκεί η ζωή μου!
Μπροστά σου η ύπαρξή μου ένα τίποτα·
κι αέρα φύσημα η στερεότητα του ανθρώπου.
(Διάψαλμα)
7Και να, σαν τη σκιά ο άνθρωπος πορεύεται,
άνεμος είν’ ο πλούτος που σωρεύει,
χωρίς να ξέρει ποιος θα τον συνάξει.
8Και τώρα τι προσμένω, Κύριε;
σ’ εσένα την ελπίδα μου στηρίζω.
9Λύτρωσέ με απ’ όλες τις ανομίες μου·
στη χλεύη του ανόητου
μη μ’ αφήσεις.
10Σώπασα· το στόμα δεν ανοίγω,
γιατί εσύ μ’ έφερες εδώ που βρίσκομαι.
11Στρέψε μακριά από μένα τα πλήγματά σου·
κάτω απ’ το στιβαρό σου χέρι
εγώ αφανίστηκα.
12Κολάζοντας την ανομία τον άνθρωπο παιδαγωγείς,
και κατατρώς όπως ο σκόρος
ό,τι έχει πιο πολύτιμο.
Πνοή τ’ ανέμου, αλήθεια, αυτό είναι ο κάθε άνθρωπος.
(Διάψαλμα)
13Την προσευχή μου, Κύριε, άκουσε,
πρόσεξε την κραυγή μου·
στα δάκρυά μου μη σωπαίνεις,
γιατί είμαι μόνο ένας φιλοξενούμενός σου,
ξένος, χωρίς δικαιώματα,
σαν όλους τους προγόνους μου.
14Άσε με απ’ το βλέμμα σου κι ευχάριστα θα νιώσω·
πριν φύγω και δεν υπάρχω πια.
Currently Selected:
ΨΑΛΜΟΙ 39 [38]: TGV
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in
Copyrighted by the Hellenic Bible Society, 1997, 2003.