ΖΑΧΑΡΙΑΣ 11:7-17
ΖΑΧΑΡΙΑΣ 11:7-17 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι ποίμανα το ποίμνιο της σφαγής, το πραγματικά ταλαιπωρημένο ποίμνιο. Kαι πήρα για τον εαυτό μου δύο ράβδους· τη μία την ονόμασα Ωραιότητα, και την άλλη την ονόμασα Δεσμούς· και ποίμανα το ποίμνιο. Kαι εξολόθρευσα τρεις βοσκούς σε έναν μήνα· και η ψυχή μου τους βαρέθηκε, και η ψυχή τους με αποστράφηκε. Tότε, είπα: Δεν θα σας ποιμαίνω· αυτό που πεθαίνει, ας πεθαίνει· και το χαμένο, ας χάνεται, και αυτά που έχουν εναπομείνει, ας τρώνε κάθε ένα τη σάρκα τού πλησίον του. Kαι πήρα τη ράβδο μου, την Ωραιότητα, και την κατέκοψα, για να ακυρώσω τη διαθήκη μου, που είχα κάνει σε όλους αυτούς τούς λαούς. Kαι ακυρώθηκε κατά την ημέρα εκείνη· και έτσι το ταλαιπωρημένο ποίμνιο, που απέβλεπε σε μένα, γνώρισε ότι αυτός ήταν ο λόγος τού Kυρίου. Kαι τους είπα: Aν σας φαίνεται καλό, δώστε μου τον μισθό μου· ειδάλλως, αρνηθείτε τον. Kαι έστησαν τον μισθό μου 30 αργύρια. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Nα τα ρίξεις στον κεραμέα, την πολύτιμη τιμή, με την οποία τιμήθηκα απ’ αυτούς. Kαι πήρα τα 30 αργύρια και τα έρριξα στον οίκο τού Kυρίου, στον κεραμέα. Kαι κατέκοψα την άλλη ράβδο μου, τους Δεσμούς, για να ακυρώσω την αδελφότητα ανάμεσα στον Iούδα και τον Iσραήλ. Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Πάρε ακόμα για τον εαυτό σου τα εργαλεία τού ασύνετου ποιμένα. Eπειδή, δες, εγώ θα σηκώσω έναν ποιμένα επάνω στη γη, ο οποίος δεν θα επισκέπτεται τα χαμένα, και δεν θα αναζητάει το διασκορπισμένο, και δεν θα γιατρεύει το συντριμμένο ούτε θα ποιμαίνει το υγιές· αλλά, θα τρώει τη σάρκα από το παχύ, και θα κατακόβει τα νύχια τους. Aλλοίμονο στον μάταιο ποιμένα, αυτόν που εγκαταλείπει το κοπάδι! Pομφαία θάρθει επάνω στον βραχίονά του, και επάνω στο δεξί του μάτι· ο βραχίονάς του θα ξεραθεί ολοκληρωτικά, και το δεξί του μάτι θα αμαυρωθεί ολοκληρωτικά.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ 11:7-17 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Ανέλαβα, λοιπόν, τη φροντίδα των προβάτων που οι ζωέμποροι τα είχανε για σφάξιμο. Πήρα δυο γκλίτσες: τη μία την ονόμασα, «καλοσύνη» και την άλλη «ομόνοια», και φρόντισα μ’ αυτές τα πρόβατα. Εξαφάνισα τους τρεις κακούς βοσκούς τους σ’ ένα μήνα. Βαρέθηκα όμως τα πρόβατα, γιατί αυτά αδιαφορούσαν για μένα. Τότε είπα: «Δε σας φροντίζω πια! Όποιο είναι να πεθάνει ας πεθάνει· όποιο θέλει να χαθεί ας χαθεί· και τα υπόλοιπα ας φάει το ένα το άλλο». Μετά πήρα τη γκλίτσα μου την «καλοσύνη» και την έσπασα, για να ακυρώσω την ανακωχή που ο Κύριος είχε κάνει για χάρη του Ισραήλ με όλους τους λαούς. Έτσι διαλύθηκε η ανακωχή εκείνη την ημέρα, και οι ζωέμποροι που με παρατηρούσαν κατάλαβαν ότι είχα ενεργήσει έτσι με εντολή του Κυρίου. Τότε τους είπα: «Αν σας φαίνεται καλό, δώστε μου το μισθό μου· αν όμως όχι, κρατήστε τον». Μου μέτρησαν λοιπόν το μισθό μου, τριάντα αργύρια. Και μου είπε ο Κύριος: «Εύγε! Ρίξ’ τα στο χυτήριο· τόσο με εκτίμησαν». Πήγα λοιπόν στο ναό και πέταξα τα τριάντα αργύρια στον άνθρωπο που λιώνει στο χυτήριο το χρυσάφι και το ασήμι του ναού. Μετά έσπασα και την άλλη γκλίτσα μου, την «ομόνοια», για να διαλύσω τον αδερφικό δεσμό ανάμεσα στο λαό του Ιούδα και στο λαό του Ισραήλ. Επίσης ο Κύριος μου είπε: «Προετοιμάσου πάλι να υποδυθείς τώρα τον κακό βοσκό. Πράγματι, εγώ θ’ αναδείξω έναν άλλο βοσκό στη χώρα. Αυτός το χαμένο πρόβατο δεν θα το φροντίζει· το παραπλανημένο δεν θα το αναζητεί· το τραυματισμένο δεν θα το γιατρεύει και το άρρωστο δεν θα το φροντίζει. Θα σκίζει μάλιστα το δίχειλο νύχι τους, για να μην μπορούν να φύγουν· και τα καλύτερα απ’ αυτά θα τα τρώει ο ίδιος. Αλίμονο στον άχρηστο αυτό βοσκό, που εγκαταλείπει το κοπάδι! Να του κοπεί το χέρι με το ξίφος και να του βγει το μάτι το δεξί! Το χέρι του να ξεραθεί τελείως και το μάτι του να σβήσει!»
ΖΑΧΑΡΙΑΣ 11:7-17 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ανέλαβα, λοιπόν, τη φροντίδα των προβάτων που οι ζωέμποροι τα είχανε για σφάξιμο. Πήρα δυο γκλίτσες: τη μία την ονόμασα, «καλοσύνη» και την άλλη «ομόνοια», και φρόντισα μ’ αυτές τα πρόβατα. Εξαφάνισα τους τρεις κακούς βοσκούς τους σ’ ένα μήνα. Βαρέθηκα όμως τα πρόβατα, γιατί αυτά αδιαφορούσαν για μένα. Τότε είπα: «Δε σας φροντίζω πια! Όποιο είναι να πεθάνει ας πεθάνει· όποιο θέλει να χαθεί ας χαθεί· και τα υπόλοιπα ας φάει το ένα το άλλο». Μετά πήρα τη γκλίτσα μου την «καλοσύνη» και την έσπασα, για να ακυρώσω την ανακωχή που ο Κύριος είχε κάνει για χάρη του Ισραήλ με όλους τους λαούς. Έτσι διαλύθηκε η ανακωχή εκείνη την ημέρα, και οι ζωέμποροι που με παρατηρούσαν κατάλαβαν ότι είχα ενεργήσει έτσι με εντολή του Κυρίου. Τότε τους είπα: «Αν σας φαίνεται καλό, δώστε μου το μισθό μου· αν όμως όχι, κρατήστε τον». Μου μέτρησαν λοιπόν το μισθό μου, τριάντα αργύρια. Και μου είπε ο Κύριος: «Εύγε! Ρίξ’ τα στο χυτήριο· τόσο με εκτίμησαν». Πήγα λοιπόν στο ναό και πέταξα τα τριάντα αργύρια στον άνθρωπο που λιώνει στο χυτήριο το χρυσάφι και το ασήμι του ναού. Μετά έσπασα και την άλλη γκλίτσα μου, την «ομόνοια», για να διαλύσω τον αδερφικό δεσμό ανάμεσα στο λαό του Ιούδα και στο λαό του Ισραήλ. Επίσης ο Κύριος μου είπε: «Προετοιμάσου πάλι να υποδυθείς τώρα τον κακό βοσκό. Πράγματι, εγώ θ’ αναδείξω έναν άλλο βοσκό στη χώρα. Αυτός το χαμένο πρόβατο δεν θα το φροντίζει· το παραπλανημένο δεν θα το αναζητεί· το τραυματισμένο δεν θα το γιατρεύει και το άρρωστο δεν θα το φροντίζει. Θα σκίζει μάλιστα το δίχειλο νύχι τους, για να μην μπορούν να φύγουν· και τα καλύτερα απ’ αυτά θα τα τρώει ο ίδιος. Αλίμονο στον άχρηστο αυτό βοσκό, που εγκαταλείπει το κοπάδι! Να του κοπεί το χέρι με το ξίφος και να του βγει το μάτι το δεξί! Το χέρι του να ξεραθεί τελείως και το μάτι του να σβήσει!»