ΡΟΥΘ 1:15-22
ΡΟΥΘ 1:15-22 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Η Νωεμίν της είπε: «Δε βλέπεις τη συννυφάδα σου που γύρισε στο λαό της και στο θεό της; Ακολούθησέ την κι εσύ». Αλλά η Ρουθ απάντησε: «Μη με πιέζεις να σ’ αφήσω και να φύγω από κοντά σου. Όπου πας, θα πάω κι όπου μείνεις, θα μείνω· ο λαός σου θα είναι λαός μου κι ο Θεός σου, Θεός μου· όπου πεθάνεις εσύ, εκεί θα πεθάνω και θα ταφώ κι εγώ. Κι ας με τιμωρήσει ο Κύριος, αν κάτι άλλο εκτός απ’ το θάνατο με χωρίσει από σένα». Όταν είδε η Νωεμίν ότι η Ρουθ ήταν αποφασισμένη να πάει μαζί της, σταμάτησε πια να επιμένει. Προχώρησαν κι οι δυο τους, ώσπου έφτασαν στη Βηθλεέμ. Όταν έφτασαν εκεί, όλη η πόλη αναστατώθηκε εξαιτίας τους· οι γυναίκες έλεγαν: «Αυτή είναι η Νωεμίν;» Κι εκείνη τους απάντησε: «Μη με λέτε πια Νωεμίν (Ευτυχία)· να με φωνάζετε Μαρά (Πίκρα), γιατί ο Παντοδύναμος με πίκρανε αφάνταστα. Έφυγα από ’δω με οικογένεια, κι ο Κύριος μ’ έφερε πίσω μόνη. Γιατί να με ονομάζετε Νωεμίν, αφού ο παντοδύναμος Κύριος με ταπείνωσε και μου έστειλε τόσες θλίψεις;» Γύρισε λοιπόν η Νωεμίν από τη Μωάβ μαζί με τη Ρουθ, τη Μωαβίτισσα νύφη της. Κι όταν έφτασαν στη Βηθλεέμ είχαν μόλις αρχίσει να θερίζουν το κριθάρι.
ΡΟΥΘ 1:15-22 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι η Nαoμί είπε: Δες, η συνυφάδα σoυ επέστρεψε στoν λαό της, και στoυς θεoύς της· επίστρεψε κι εσύ πίσω από τη συνυφάδα σoυ. Aλλά, η Poυθ είπε: Mη με αναγκάζεις να σε αφήσω, για να φύγω από πίσω σoυ· επειδή, όπoυ αν πας εσύ, θα πάω κι εγώ· και όπoυ θα παραμείνεις εσύ, θα παραμείνω κι εγώ· o λαός σoυ, λαός μoυ, και o Θεός σoυ, Θεός μoυ· όπoυ και αν πεθάνεις, θα πεθάνω κι εγώ, και εκεί θα ταφώ· έτσι να κάνει σε μένα o Kύριoς, και έτσι να πρoσθέσει, αν κάτι άλλo εκτός από τoν θάνατo με χωρίσει από σένα. Kαι βλέπoντας η Nαoμί ότι αυτή επέμενε να πάει μαζί της, σταμάτησε να της μιλάει. Kαι περπάτησαν και oι δυo τoυς, μέχρις ότoυ έφτασαν στη Bηθλεέμ. Kαι όταν έφτασαν στη Bηθλεέμ, oλόκληρη η πόλη συγκινήθηκε γι’ αυτές, και oι γυναίκες έλεγαν: Aυτή είναι η Nαoμί; Kι αυτή είπε σ’ αυτές: Mη με oνoμάζετε Nαoμί·1 ονομάζετέ με Mαρά·2 επειδή, o Παντoδύναμoς με πίκρανε υπερβoλικά· εγώ αναχώρησα γεμάτη, και o Kύριoς με επανέφερε αδειανή· γιατί με oνoμάζετε Nαoμί, αφoύ o Kύριoς έδωσε μαρτυρία εναντίoν μoυ, και o Παντoδύναμoς με κατέθλιψε; H Nαoμί, λoιπόν, επέστρεψε και μαζί της η Poυθ η Mωαβίτισσα, η νύφη της, πoυ ήρθε από τη γη τoύ Mωάβ· κι αυτές έφτασαν στη Bηθλεέμ στην αρχή τoύ θερισμoύ των κριθαριών.
ΡΟΥΘ 1:15-22 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Η Νωεμίν της είπε: «Δε βλέπεις τη συννυφάδα σου που γύρισε στο λαό της και στο θεό της; Ακολούθησέ την κι εσύ». Αλλά η Ρουθ απάντησε: «Μη με πιέζεις να σ’ αφήσω και να φύγω από κοντά σου. Όπου πας, θα πάω κι όπου μείνεις, θα μείνω· ο λαός σου θα είναι λαός μου κι ο Θεός σου, Θεός μου· όπου πεθάνεις εσύ, εκεί θα πεθάνω και θα ταφώ κι εγώ. Κι ας με τιμωρήσει ο Κύριος, αν κάτι άλλο εκτός απ’ το θάνατο με χωρίσει από σένα». Όταν είδε η Νωεμίν ότι η Ρουθ ήταν αποφασισμένη να πάει μαζί της, σταμάτησε πια να επιμένει. Προχώρησαν κι οι δυο τους, ώσπου έφτασαν στη Βηθλεέμ. Όταν έφτασαν εκεί, όλη η πόλη αναστατώθηκε εξαιτίας τους· οι γυναίκες έλεγαν: «Αυτή είναι η Νωεμίν;» Κι εκείνη τους απάντησε: «Μη με λέτε πια Νωεμίν (Ευτυχία)· να με φωνάζετε Μαρά (Πίκρα), γιατί ο Παντοδύναμος με πίκρανε αφάνταστα. Έφυγα από ’δω με οικογένεια, κι ο Κύριος μ’ έφερε πίσω μόνη. Γιατί να με ονομάζετε Νωεμίν, αφού ο παντοδύναμος Κύριος με ταπείνωσε και μου έστειλε τόσες θλίψεις;» Γύρισε λοιπόν η Νωεμίν από τη Μωάβ μαζί με τη Ρουθ, τη Μωαβίτισσα νύφη της. Κι όταν έφτασαν στη Βηθλεέμ είχαν μόλις αρχίσει να θερίζουν το κριθάρι.