ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 5:1-20
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 5:1-20 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Δώσε την προσοχή σου, γιε μου, σ’ αυτά που λέει η σοφία μου, στα λόγια της φρόνησής μου. Τότε θα φέρεσαι στοχαστικά, γνώση τα λόγια σου θα φανερώνουν. Τα χείλη της γυναίκας του άλλου στάζουν μέλι και μαλακά σαν λάδι βγαίνουν τα λόγια από το στόμα της. Στο τέλος όμως γίνεται πικρή σαν αψιθιά και κοφτερή σαν ξίφος δίκοπο. Τα πόδια της φέρνουν στο θάνατο, τα βήματά της οδηγούν στον άδη. Δε βαδίζει στο δρόμο της ζωής· άστατη είν’ η πορεία της, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Και τώρα ακούστε με, παιδιά, και ποτέ μην ξεχνάτε αυτά που σας λέω: Τράβα το δρόμο σου μακριά απ’ αυτήν κι ούτε την πόρτα του σπιτιού της μην πλησιάσεις. Αλλιώς θα χάσεις την υπόληψή σου και τη ζωή σου από τον άσπλαχνο σύζυγό της· άλλοι θα χορτάσουν με τα δικά σου αγαθά και οι κόποι σου θα πάνε σε ξένο σπιτικό· θα στενάζεις όταν θα ’ρθεί το τέλος σου· το σώμα σου κι η σάρκα σου θα διαλύονται, κι εσύ θα λες: «Γιατί δε θέλησα ποτέ να διορθωθώ; Πώς η καρδιά μου περιφρόνησε τον έλεγχο; Πώς και δεν άκουσα των δάσκαλών μου τη φωνή και δεν έδωσα προσοχή σ’ εκείνους που με συμβουλεύαν; Λίγο έλειψε να καταντροπιαστώ δημόσια!» Απ’ τη δική σου στέρνα πίνε το νερό, πίνε νερό που αναβρύζει απ’ το πηγάδι σου. Γιατί να χύνονται έξω οι πηγές σου και τα ρυάκια των νερών σου στις πλατείες; Μόνο δικά σου ας είναι· με τους ξένους μην τα μοιράζεσαι. Συνέχισε να χαίρεσαι με τη γυναίκα που παντρεύτηκες στα νιάτα σου· ευλογημένη να ’ναι και ν’ αποκτήσει πολλά παιδιά. Να ’ναι για σένα σαν ελάφι αγαπητό, ζαρκάδι τρισχαριτωμένο. Ας σε ποτίζουν πάντοτε οι μαστοί της, με την αγάπη της να ευφραίνεσαι. Γιε μου, γιατί να ευχαριστιέσαι με γυναίκα ξένη και ν’ αγκαλιάζεις κόρφο άγνωστης
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 5:1-20 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Δώσε την προσοχή σου, γιε μου, σ’ αυτά που λέει η σοφία μου, στα λόγια της φρόνησής μου. Τότε θα φέρεσαι στοχαστικά, γνώση τα λόγια σου θα φανερώνουν. Τα χείλη της γυναίκας του άλλου στάζουν μέλι και μαλακά σαν λάδι βγαίνουν τα λόγια από το στόμα της. Στο τέλος όμως γίνεται πικρή σαν αψιθιά και κοφτερή σαν ξίφος δίκοπο. Τα πόδια της φέρνουν στο θάνατο, τα βήματά της οδηγούν στον άδη. Δε βαδίζει στο δρόμο της ζωής· άστατη είν’ η πορεία της, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Και τώρα ακούστε με, παιδιά, και ποτέ μην ξεχνάτε αυτά που σας λέω: Τράβα το δρόμο σου μακριά απ’ αυτήν κι ούτε την πόρτα του σπιτιού της μην πλησιάσεις. Αλλιώς θα χάσεις την υπόληψή σου και τη ζωή σου από τον άσπλαχνο σύζυγό της· άλλοι θα χορτάσουν με τα δικά σου αγαθά και οι κόποι σου θα πάνε σε ξένο σπιτικό· θα στενάζεις όταν θα ’ρθεί το τέλος σου· το σώμα σου κι η σάρκα σου θα διαλύονται, κι εσύ θα λες: «Γιατί δε θέλησα ποτέ να διορθωθώ; Πώς η καρδιά μου περιφρόνησε τον έλεγχο; Πώς και δεν άκουσα των δάσκαλών μου τη φωνή και δεν έδωσα προσοχή σ’ εκείνους που με συμβουλεύαν; Λίγο έλειψε να καταντροπιαστώ δημόσια!» Απ’ τη δική σου στέρνα πίνε το νερό, πίνε νερό που αναβρύζει απ’ το πηγάδι σου. Γιατί να χύνονται έξω οι πηγές σου και τα ρυάκια των νερών σου στις πλατείες; Μόνο δικά σου ας είναι· με τους ξένους μην τα μοιράζεσαι. Συνέχισε να χαίρεσαι με τη γυναίκα που παντρεύτηκες στα νιάτα σου· ευλογημένη να ’ναι και ν’ αποκτήσει πολλά παιδιά. Να ’ναι για σένα σαν ελάφι αγαπητό, ζαρκάδι τρισχαριτωμένο. Ας σε ποτίζουν πάντοτε οι μαστοί της, με την αγάπη της να ευφραίνεσαι. Γιε μου, γιατί να ευχαριστιέσαι με γυναίκα ξένη και ν’ αγκαλιάζεις κόρφο άγνωστης