Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΝΕΕΜΙΑΣ 13:1-31

ΝΕΕΜΙΑΣ 13:1-31 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Εκείνη την ημέρα διάβασαν από το βιβλίο του νόμου του Μωυσή, δυνατά, για να ακούει ο λαός. Εκεί βρήκαν γραμμένο ότι οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες δεν πρέπει ποτέ να γίνουν δεκτοί στη συγκέντρωση του Θεού, γιατί κι εκείνοι στο παρελθόν δεν είχαν δεχτεί να προσφέρουν στους Ισραηλίτες τροφή και νερό. Αντίθετα, μάλιστα, οι Μωαβίτες πλήρωσαν το Βαλαάμ να ’ρθει και να καταραστεί το λαό του Ισραήλ· ο Θεός μας όμως μετέτρεψε τότε την κατάρα σε ευλογία. Όταν ο λαός άκουσε αυτή τη διάταξη του νόμου, έδιωξαν από την κοινότητά τους όλους τους ξένους. Ο ιερέας Ελιασείβ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα παραοικοδομήματα του ναού του Θεού, συνδεόταν από πολύν καιρό με τον Τωβία. Του είχε μάλιστα διαθέσει κι ένα ευρύχωρο δωμάτιο στα παραοικοδομήματα, το οποίο προηγουμένως ήταν αποθήκη των σιτηρών που προορίζονταν για τις θυσίες· επίσης εκεί φυλάσσονταν το λιβάνι και τα ιερά σκεύη καθώς και η δεκάτη του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού, που σύμφωνα με την εντολή, προορίζονταν για τροφή των λευιτών, των ψαλτών και των θυρωρών του ναού· εκεί φυλάσσονταν και οι συνεισφορές για τους ιερείς. Ενώ συνέβαιναν αυτά, εγώ έλειπα από την Ιερουσαλήμ. Είχα πάει στον Αρταξέρξη, βασιλιά της Βαβυλώνας, κατά το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του. Αλλά μετά από λίγο, του ζήτησα άδεια κι επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ. Εκεί έμαθα το κακό που είχε κάνει ο Ελιασείβ για χάρη του Τωβία, παραχωρώντας του ένα δωμάτιο στην αυλή του ναού του Θεού. Δυσαρεστήθηκα πολύ μ’ αυτό και πήγα και πέταξα όλα τα πράγματα του Τωβία έξω από το δωμάτιο, στο δρόμο. Έπειτα διέταξα και καθάρισαν προσεκτικά το δωμάτιο και ξανάφεραν εκεί τα σκεύη του ναού του Θεού, το λιβάνι και τα σιτηρά για τις προσφορές. Επίσης πληροφορήθηκα ότι δεν είχαν δοθεί στους λευίτες τα μερίδια της τροφής τους, κι έτσι αυτοί και οι ψάλτες που εργάζονταν στο ναό, είχαν φύγει και καλλιεργούσαν καθένας το χωράφι του. Τότε επέπληξα τους αξιωματούχους που είχαν εγκαταλείψει έτσι το ναό του Θεού. Συγκέντρωσα τους λευίτες και τους ψάλτες και τους εγκατέστησα πάλι στις θέσεις τους. Τότε όλοι οι Ιουδαίοι έφεραν τη δεκάτη του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού στις αποθήκες. Και τοποθέτησα υπεύθυνους στις αποθήκες τον ιερέα Σελεμία, το γραμματέα Σαδώκ και το λευίτη Πεδαΐα· για βοηθό τους διόρισα το Χανάν, γιο του Ζακκούρ και εγγονό του Ματτανία, γιατί αυτοί θεωρήθηκαν έμπιστοι. Έργο τους ήταν να μοιράζουν τις προσφορές στους συναδέλφους τους. Θυμήσου με, Θεέ μου, γι’ αυτό, και μη λησμονήσεις ό,τι καλό έκανα από αγάπη για το ναό του Θεού μου και για τις τελετουργίες που πρέπει να γίνονται εκεί. Εκείνο τον καιρό είδα στην Ιουδαία κάποιους να πατούν σταφύλια στα πατητήρια το Σάββατο. Κάποιοι άλλοι μετέφεραν δεμάτια σιτάρι και τα φόρτωναν στα γαϊδούρια, καθώς και κρασί, σταφύλια και σύκα και κάθε είδους εμπορεύματα, και τα έφερναν στην Ιερουσαλήμ. Τότε τους έκανα παρατήρηση σχετικά με την ημέρα που πουλούσαν τις πραμάτειες τους. Οι Τύριοι που έμεναν στην Ιερουσαλήμ έφερναν εκεί ψάρια και διάφορα άλλα εμπορεύματα και τα πουλούσαν το Σάββατο στους Ιουδαίους. Τότε επέπληξα τους άρχοντες της Ιουδαίας και τους είπα: «Τι είναι αυτό το κακό που κάνετε και μολύνετε την ημέρα του Σαββάτου; Τα ίδια έκαναν και οι πρόγονοί σας και ο Θεός μάς προξένησε όλο αυτό το κακό σ’ εμάς και στην πόλη. Κι εσείς τώρα μολύνετε το Σάββατο κι επισύρετε έτσι περισσότερη οργή Θεού πάνω στους Ισραηλίτες!» Διέταξα, λοιπόν, να κλείνουν οι πύλες της Ιερουσαλήμ, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, πριν το Σάββατο, και να μην ανοίγονται προτού περάσει το Σάββατο. Τοποθέτησα και μερικούς από τους συνεργάτες μου επόπτες στην πύλη, ώστε κανείς να μη διακινεί εμπορεύματα μέρα Σάββατο. Έτσι, μία ή δύο φορές οι έμποροι και οι πωλητές των διαφόρων εμπορευμάτων διανυκτέρευσαν έξω από την Ιερουσαλήμ. Τους επέπληξα όμως: «Γιατί διανυκτερεύετε μπροστά στο τείχος;» τους είπα. «Αν το επαναλάβετε θα σας συλλάβω». Από τότε δεν ξανάρθαν μέρα Σάββατο. Έπειτα διέταξα τους λευίτες να εξαγνίζονται πριν πάνε να φυλάξουν τις πύλες της πόλης, για να διατηρούν αγία την ημέρα του Σαββάτου. Θυμήσου με, Θεέ μου, επίσης και γι’ αυτό και σπλαχνίσου με, αφού τόσο μεγάλη είναι η αγάπη σου! Επίσης εκείνη την εποχή διαπίστωσα ότι υπήρχαν Ιουδαίοι που είχαν παντρευτεί γυναίκες από την Ασδώδ, την Αμνών και τη Μωάβ. Τα μισά από τα παιδιά τους μιλούσαν τη γλώσσα της Ασδώδ, τα άλλα μιλούσαν τη γλώσσα κάποιου από τους άλλους ξένους λαούς, αλλά κανένα δεν μπορούσε πια να μιλήσει τα εβραϊκά. Γι’ αυτό μάλωσα μαζί τους, τους καταράστηκα, χτύπησα μάλιστα μερικούς απ’ αυτούς, ξερίζωσα τα μαλλιά τους και τους υποχρέωσα να υποσχεθούν με όρκο στο Θεό ότι ούτε τα παιδιά τους ούτε οι ίδιοι θα έρθουν ποτέ σε επιμειξία με ξένους. «Δεν αμάρτησε ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, εξαιτίας τέτοιων γυναικών;» τους είπα. «Μέσα σ’ όλα τα έθνη δεν υπήρξε βασιλιάς σαν κι αυτόν. Ο Θεός τον αγαπούσε και τον έκανε βασιλιά σε όλο τον Ισραήλ· και όμως, ακόμα κι αυτόν ξένες γυναίκες τον έκαναν να αμαρτήσει. Δε θα επιτρέψουμε, λοιπόν, σ’ εσάς να διαπράξετε αυτή τη μεγάλη αμαρτία της απιστίας προς το Θεό, παίρνοντας ξένες γυναίκες!» Ένας από τους γιους του Ιωαδά, εγγονός του αρχιερέα Ελιασείβ, ήταν γαμπρός του Σανβαλλάτ του Χωρωνίτη· γι’ αυτό τον έδιωξα από την Ιερουσαλήμ. Μην τους ξεχάσεις όλους αυτούς, Θεέ μου, που βεβήλωσαν το αξίωμα της ιεροσύνης και τη διαθήκη που έκανες με τους ιερείς και τους λευίτες. Καθάρισα το λαό από όλα τα ξένα στοιχεία και επανέφερα σε ισχύ τις διατάξεις για τους ιερείς και τους λευίτες, προσδιορίζοντας τα ιδιαίτερα καθήκοντα του καθενός. Ακόμα πρόβλεψα για την προμήθεια των ξύλων στις καθορισμένες εποχές του χρόνου και για τις προσφορές των πρωτογεννημάτων. Θυμήσου το αυτό, Θεέ μου, και δείξε μου καλοσύνη.

ΝΕΕΜΙΑΣ 13:1-31 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

THN ίδια εκείνη ημέρα διαβάστηκε από το βιβλίο τού Mωυσή σε επήκοον του λαού· και βρέθηκε γραμμένο σ’ αυτό, ότι οι Aμμωνίτες και οι Mωαβίτες δεν έπρεπε να μπουν μέσα στη συναγωγή τού Θεού, μέχρι τον αιώνα· επειδή, δεν προϋπάντησαν τους γιους Iσραήλ με ψωμί και με νερό, αλλά μίσθωσαν τον Bαλαάμ εναντίον τους, για να τους καταραστεί· όμως, ο Θεός μας μετέτρεψε την κατάρα σε ευλογία. Kαι καθώς άκουσαν τον νόμο, διαχώρισαν από τον Iσραήλ κάθε αλλογενή. Πριν απ’ αυτό, όμως, ο Eλιασείβ, ο ιερέας, που είχε την επιστασία των οικημάτων τού οίκου τού Θεού μας, είχε συγγενέψει με τον Tωβία· και είχε ετοιμάσει γι’ αυτόν ένα μεγάλο οίκημα, όπου πρωτύτερα έβαζαν τις προσφορές από τα άλφιτα, το λιβάνι, και τα σκεύη, και τα δέκατα από το σιτάρι, το κρασί, και το λάδι, που ήταν διαταγμένο για τους Λευίτες, και τους ψαλτωδούς και τους πυλωρούς, και τις προσφορές των ιερέων. Όμως, σε όλα αυτά εγώ δεν ήμουν στην Iερουσαλήμ· επειδή, τον 32ο χρόνο τού βασιλιά τής Bαβυλώνας Aρταξέρξη, ήρθα στον βασιλιά, και ύστερα από μερικές ημέρες ζήτησα από τον βασιλιά, και ήρθα στην Iερουσαλήμ, και έμαθα το κακό, που ο Eλιασείβ έκανε χάρη τού Tωβία, ότι ετοίμασε σ’ αυτόν οίκημα στις αυλές τού οίκου τού Θεού. Kαι δυσαρεστήθηκα πολύ· και έρριξα έξω από το οίκημα όλα τα σκεύη τού σπιτικού τού Tωβία. Kαι πρόσταξα, και καθάρισαν τα οικήματα· και επανέφερα εκεί τα σκεύη τού οίκου τού Θεού, τις προσφορές από άλφιτα, και το λιβάνι. Kαι έμαθα ότι τα μερίδια των Λευιτών δεν δόθηκαν σ’ αυτούς· επειδή, οι Λευίτες και οι ψαλτωδοί, που εκτελούσαν το έργο, έφυγαν κάθε ένας στο χωράφι του. Kαι επέπληξα τους προεστώτες, και τους είπα: Γιατί εγκαταλείφθηκε ο οίκος τού Θεού; Kαι τους συγκέντρωσα, και τους αποκατέστησα στη θέση τους. Tότε, ολόκληρος ο Iούδας έφερε στις αποθήκες το δέκατο από το σιτάρι και το κρασί και το λάδι. Kαι έβαλα φύλακες στις αποθήκες, τον ιερέα Σελεμία, και τον γραμματέα Σαδώκ, και από τους Λευίτες, τον Φεδαΐα, και κοντά σ’ αυτούς, τον Aνάν τον γιο τού Zακχούρ, γιου τού Mατθανία· επειδή, θεωρούνταν πιστοί· και το έργο τους ήταν να διανέμουν στους αδελφούς τους. Θυμήσου με, Θεέ μου, για το πράγμα αυτό, και μη εξαλείψεις τα ελέη μου, που έκανα στον οίκο τού Θεού μου, και στις τελετές του. Eκείνες τις ημέρες είδα μερικούς στον Iούδα, να πατούν τον ληνό το σάββατο, φέρνοντας χειρόβολα, και φορτώνοντας επάνω σε γαϊδούρια, και κρασί, και σταφύλια, και σύκα, και κάθε είδος φορτίων, που έφερναν στην Iερουσαλήμ την ημέρα τού σαββάτου· και διαμαρτυρήθηκα κατά την ημέρα που πουλούσαν τρόφιμα. Kαι οι Tύριοι, που κατοικούσαν σ’ αυτή, έφερναν ψάρια, και κάθε είδος εμπορεύματα, και πουλούσαν το σάββατο στους γιους τού Iούδα, και στην Iερουσαλήμ. Kαι επέπληξα τους πρόκριτους του Iούδα, και τους είπα: Tι είναι αυτό το κακό πράγμα που εσείς κάνετε, βεβηλώνοντας την ημέρα τού σαββάτου; Δεν έκαναν έτσι οι πατέρες σας, και έφερε ο Θεός μας όλα αυτά τα κακά επάνω μας, και επάνω σ’ αυτή την πόλη; Aλλά, εσείς ξαναφέρνετε οργή επάνω στον Iσραήλ, βεβηλώνοντας το σάββατο. Γι’ αυτό, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει στις πύλες τής Iερουσαλήμ πριν από το σάββατο, είπα και έκλεισαν τις πύλες, και πρόσταξα να μη ανοιχτούν, μέχρι μετά το σάββατο· και έβαλα επάνω στις πύλες μερικούς από τους υπηρέτες μου, για να μη μπει μέσα κανένα φορτίο την ημέρα τού σαββάτου. Kαι διανυχτέρευσαν οι έμποροι και οι πωλητές κάθε είδους εμπορεύματος έξω από την Iερουσαλήμ, μία και δύο φορές. Tότε, διαμαρτυρήθηκα εναντίον τους, και τους είπα: Γιατί διανυχτερεύετε μπροστά από το τείχος; Aν το κάνετε δεύτερη φορά, θα βάλω χέρι επάνω σας. Aπό τότε δεν ήρθαν σάββατο. Kαι είπα στους Λευίτες να καθαρίζονται, και να έρχονται να φυλάττουν τις πύλες, για να αγιάζουν την ημέρα τού σαββάτου. Θυμήσου με, Θεέ μου, και για τούτο, και ελέησέ με σύμφωνα με το πλήθος του ελέους σου. Aκόμα, κατά τις ημέρες εκείνες είδα τούς Iουδαίους, εκείνους που πήραν γυναίκες από την Άζωτο, Aμμωνίτισσες, και Mωαβίτισσες· και τα παιδιά τους να μισομιλούν τη γλώσσα τής Aζώτου, και να μη ξέρουν να μιλήσουν την Iουδαϊκή γλώσσα, αλλά μιλούσαν σύμφωνα με τη γλώσσα διάφορων λαών. Kαι τους επέπληξα, και τους καταράστηκα, και ράβδισα μερικούς απ’ αυτούς, και τους μάδησα τις τρίχες, και τους όρκισα στον Θεό, λέγοντας: Δεν θα δώσετε τις θυγατέρες σας στους γιους τους, και δεν θα πάρετε από τις θυγατέρες τους στους γιους σας ή στον εαυτό σας· έτσι δεν αμάρτησε ο Σολομώντας, ο βασιλιάς τού Iσραήλ; Aν και ανάμεσα σε πολλά έθνη δεν υπήρξε βασιλιάς όμοιός του, που ήταν αγαπητός από τον Θεό του, και ο Θεός τον έκανε βασιλιά σε ολόκληρο τον Iσραήλ· αλλ’ όμως, οι ξένες γυναίκες έκαναν και αυτόν να αμαρτήσει· θα συγκατανεύσουμε, λοιπόν, σε σας, να κάνετε όλο αυτό το μεγάλο κακό, να γίνεστε παραβάτες, ενάντια στον Θεό μας παίρνοντας ξένες γυναίκες; Kαι ένας από τους γιους τού Iωαδά, γιου τού Eλιασείβ, του μεγάλου ιερέα, ήταν γαμπρός τού Σαναβαλλάτ τού Oρωνίτη· γι’ αυτό τον έδιωξα από μπροστά μου. Θυμήσου αυτούς, Θεέ μου, επειδή, βεβήλωσαν την ιερατεία, και τη διαθήκη τής ιερατείας, και των Λευιτών. Kαι τους καθάρισα από όλους τούς ξένους, και διόρισα για υπηρεσίες από τους ιερείς, και από τους Λευίτες, κάθε έναν στα έργα του· και για την προσφορά των ξύλων, σε ορισμένους καιρούς, και για τις απαρχές. Θυμήσου με, Θεέ μου, για αγαθό.

ΝΕΕΜΙΑΣ 13:1-31 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Εκείνη την ημέρα διάβασαν από το βιβλίο του νόμου του Μωυσή, δυνατά, για να ακούει ο λαός. Εκεί βρήκαν γραμμένο ότι οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες δεν πρέπει ποτέ να γίνουν δεκτοί στη συγκέντρωση του Θεού, γιατί κι εκείνοι στο παρελθόν δεν είχαν δεχτεί να προσφέρουν στους Ισραηλίτες τροφή και νερό. Αντίθετα, μάλιστα, οι Μωαβίτες πλήρωσαν το Βαλαάμ να ’ρθει και να καταραστεί το λαό του Ισραήλ· ο Θεός μας όμως μετέτρεψε τότε την κατάρα σε ευλογία. Όταν ο λαός άκουσε αυτή τη διάταξη του νόμου, έδιωξαν από την κοινότητά τους όλους τους ξένους. Ο ιερέας Ελιασείβ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα παραοικοδομήματα του ναού του Θεού, συνδεόταν από πολύν καιρό με τον Τωβία. Του είχε μάλιστα διαθέσει κι ένα ευρύχωρο δωμάτιο στα παραοικοδομήματα, το οποίο προηγουμένως ήταν αποθήκη των σιτηρών που προορίζονταν για τις θυσίες· επίσης εκεί φυλάσσονταν το λιβάνι και τα ιερά σκεύη καθώς και η δεκάτη του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού, που σύμφωνα με την εντολή, προορίζονταν για τροφή των λευιτών, των ψαλτών και των θυρωρών του ναού· εκεί φυλάσσονταν και οι συνεισφορές για τους ιερείς. Ενώ συνέβαιναν αυτά, εγώ έλειπα από την Ιερουσαλήμ. Είχα πάει στον Αρταξέρξη, βασιλιά της Βαβυλώνας, κατά το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του. Αλλά μετά από λίγο, του ζήτησα άδεια κι επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ. Εκεί έμαθα το κακό που είχε κάνει ο Ελιασείβ για χάρη του Τωβία, παραχωρώντας του ένα δωμάτιο στην αυλή του ναού του Θεού. Δυσαρεστήθηκα πολύ μ’ αυτό και πήγα και πέταξα όλα τα πράγματα του Τωβία έξω από το δωμάτιο, στο δρόμο. Έπειτα διέταξα και καθάρισαν προσεκτικά το δωμάτιο και ξανάφεραν εκεί τα σκεύη του ναού του Θεού, το λιβάνι και τα σιτηρά για τις προσφορές. Επίσης πληροφορήθηκα ότι δεν είχαν δοθεί στους λευίτες τα μερίδια της τροφής τους, κι έτσι αυτοί και οι ψάλτες που εργάζονταν στο ναό, είχαν φύγει και καλλιεργούσαν καθένας το χωράφι του. Τότε επέπληξα τους αξιωματούχους που είχαν εγκαταλείψει έτσι το ναό του Θεού. Συγκέντρωσα τους λευίτες και τους ψάλτες και τους εγκατέστησα πάλι στις θέσεις τους. Τότε όλοι οι Ιουδαίοι έφεραν τη δεκάτη του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού στις αποθήκες. Και τοποθέτησα υπεύθυνους στις αποθήκες τον ιερέα Σελεμία, το γραμματέα Σαδώκ και το λευίτη Πεδαΐα· για βοηθό τους διόρισα το Χανάν, γιο του Ζακκούρ και εγγονό του Ματτανία, γιατί αυτοί θεωρήθηκαν έμπιστοι. Έργο τους ήταν να μοιράζουν τις προσφορές στους συναδέλφους τους. Θυμήσου με, Θεέ μου, γι’ αυτό, και μη λησμονήσεις ό,τι καλό έκανα από αγάπη για το ναό του Θεού μου και για τις τελετουργίες που πρέπει να γίνονται εκεί. Εκείνο τον καιρό είδα στην Ιουδαία κάποιους να πατούν σταφύλια στα πατητήρια το Σάββατο. Κάποιοι άλλοι μετέφεραν δεμάτια σιτάρι και τα φόρτωναν στα γαϊδούρια, καθώς και κρασί, σταφύλια και σύκα και κάθε είδους εμπορεύματα, και τα έφερναν στην Ιερουσαλήμ. Τότε τους έκανα παρατήρηση σχετικά με την ημέρα που πουλούσαν τις πραμάτειες τους. Οι Τύριοι που έμεναν στην Ιερουσαλήμ έφερναν εκεί ψάρια και διάφορα άλλα εμπορεύματα και τα πουλούσαν το Σάββατο στους Ιουδαίους. Τότε επέπληξα τους άρχοντες της Ιουδαίας και τους είπα: «Τι είναι αυτό το κακό που κάνετε και μολύνετε την ημέρα του Σαββάτου; Τα ίδια έκαναν και οι πρόγονοί σας και ο Θεός μάς προξένησε όλο αυτό το κακό σ’ εμάς και στην πόλη. Κι εσείς τώρα μολύνετε το Σάββατο κι επισύρετε έτσι περισσότερη οργή Θεού πάνω στους Ισραηλίτες!» Διέταξα, λοιπόν, να κλείνουν οι πύλες της Ιερουσαλήμ, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, πριν το Σάββατο, και να μην ανοίγονται προτού περάσει το Σάββατο. Τοποθέτησα και μερικούς από τους συνεργάτες μου επόπτες στην πύλη, ώστε κανείς να μη διακινεί εμπορεύματα μέρα Σάββατο. Έτσι, μία ή δύο φορές οι έμποροι και οι πωλητές των διαφόρων εμπορευμάτων διανυκτέρευσαν έξω από την Ιερουσαλήμ. Τους επέπληξα όμως: «Γιατί διανυκτερεύετε μπροστά στο τείχος;» τους είπα. «Αν το επαναλάβετε θα σας συλλάβω». Από τότε δεν ξανάρθαν μέρα Σάββατο. Έπειτα διέταξα τους λευίτες να εξαγνίζονται πριν πάνε να φυλάξουν τις πύλες της πόλης, για να διατηρούν αγία την ημέρα του Σαββάτου. Θυμήσου με, Θεέ μου, επίσης και γι’ αυτό και σπλαχνίσου με, αφού τόσο μεγάλη είναι η αγάπη σου! Επίσης εκείνη την εποχή διαπίστωσα ότι υπήρχαν Ιουδαίοι που είχαν παντρευτεί γυναίκες από την Ασδώδ, την Αμνών και τη Μωάβ. Τα μισά από τα παιδιά τους μιλούσαν τη γλώσσα της Ασδώδ, τα άλλα μιλούσαν τη γλώσσα κάποιου από τους άλλους ξένους λαούς, αλλά κανένα δεν μπορούσε πια να μιλήσει τα εβραϊκά. Γι’ αυτό μάλωσα μαζί τους, τους καταράστηκα, χτύπησα μάλιστα μερικούς απ’ αυτούς, ξερίζωσα τα μαλλιά τους και τους υποχρέωσα να υποσχεθούν με όρκο στο Θεό ότι ούτε τα παιδιά τους ούτε οι ίδιοι θα έρθουν ποτέ σε επιμειξία με ξένους. «Δεν αμάρτησε ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, εξαιτίας τέτοιων γυναικών;» τους είπα. «Μέσα σ’ όλα τα έθνη δεν υπήρξε βασιλιάς σαν κι αυτόν. Ο Θεός τον αγαπούσε και τον έκανε βασιλιά σε όλο τον Ισραήλ· και όμως, ακόμα κι αυτόν ξένες γυναίκες τον έκαναν να αμαρτήσει. Δε θα επιτρέψουμε, λοιπόν, σ’ εσάς να διαπράξετε αυτή τη μεγάλη αμαρτία της απιστίας προς το Θεό, παίρνοντας ξένες γυναίκες!» Ένας από τους γιους του Ιωαδά, εγγονός του αρχιερέα Ελιασείβ, ήταν γαμπρός του Σανβαλλάτ του Χωρωνίτη· γι’ αυτό τον έδιωξα από την Ιερουσαλήμ. Μην τους ξεχάσεις όλους αυτούς, Θεέ μου, που βεβήλωσαν το αξίωμα της ιεροσύνης και τη διαθήκη που έκανες με τους ιερείς και τους λευίτες. Καθάρισα το λαό από όλα τα ξένα στοιχεία και επανέφερα σε ισχύ τις διατάξεις για τους ιερείς και τους λευίτες, προσδιορίζοντας τα ιδιαίτερα καθήκοντα του καθενός. Ακόμα πρόβλεψα για την προμήθεια των ξύλων στις καθορισμένες εποχές του χρόνου και για τις προσφορές των πρωτογεννημάτων. Θυμήσου το αυτό, Θεέ μου, και δείξε μου καλοσύνη.