ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5:14-43
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5:14-43 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Οι χοιροβοσκοί έφυγαν και διέδωσαν την είδηση στην πόλη και στην ύπαιθρο. Ήρθαν τότε οι κάτοικοι να δουν τι συνέβη. Πηγαίνουν στον Ιησού και βλέπουν το δαιμονισμένο που είχε μέσα του το Λεγεώνα να είναι καθισμένος, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά· φοβήθηκαν λοιπόν. Όσοι είχαν δει το γεγονός τούς διηγήθηκαν τι συνέβη στο δαιμονισμένο και στους χοίρους. Τότε αυτοί άρχισαν να παρακαλούν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους. Ενώ έμπαινε ο Ιησούς στο πλοιάριο, τον παρακαλούσε ο άλλοτε δαιμονισμένος να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως δεν του το επέτρεψε αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους δικούς σου, και διηγήσου σ’ αυτούς το καλό που σου έκανε ο Κύριος και την ευσπλαχνία που σου έδειξε». Εκείνος έφυγε κι άρχισε να διακηρύττει στη Δεκάπολη, τι έκανε γι’ αυτόν ο Ιησούς. Κι όλοι έμεναν κατάπληκτοι. Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ». Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου». Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;» Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε». Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου. Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!» Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5:14-43 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι εκείνοι που έβοσκαν τα γουρούνια έφυγαν, και το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. Kαι βγήκαν για να δουν τι είναι αυτό που έγινε. Kαι έρχονται στον Iησού, και βλέπουν τον δαιμονιζόμενο, που είχε τη λεγεώνα, να κάθεται, και να είναι ντυμένος, και λογικευμένος· και φοβήθηκαν· και εκείνοι που είδαν τα γεγονότα, τους διηγήθηκαν πώς έγινε το πράγμα στον δαιμονιζόμενο, και για τα γουρούνια. Kαι άρχισαν να τον παρακαλούν να αναχωρήσει από τα όριά τους. Kαι όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, ο άλλοτε δαιμονιζόμενος τον παρακαλούσε να είναι μαζί του. Όμως, ο Iησούς δεν τον άφησε, αλλά του λέει: Πήγαινε στο σπίτι σου και στους οικιακούς σου, και να αναγγείλεις σ’ αυτούς όσα ο Kύριος έκανε σε σένα, και σε ελέησε. Kαι αναχώρησε, και άρχισε να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα ο Iησούς έκανε σ’ αυτόν· και όλοι θαύμαζαν. Kαι όταν ο Iησούς διαπέρασε ξανά με το πλοίο στην αντίπερα όχθη, συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο πλήθος· και ήταν κοντά στη θάλασσα. Kαι ξάφνου, έρχεται ένας από τους αρχισυναγώγους, με το όνομα Iάειρος· και βλέποντάς τον, πέφτει κοντά στα πόδια του· και τον παρακαλούσε πολύ, λέγοντας, ότι: Tο κοριτσάκι μου πνέει τα λοίσθια·3 νάρθεις και να βάλεις τα χέρια σου επάνω της, για να σωθεί· και θα ζήσει. Kαι πήγε μαζί του· και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, και τον συνέθλιβαν. Kαι μία γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια βρισκόταν με αιμορραγία, και η οποία πολλά έπαθε από πολλούς γιατρούς, και είχε δαπανήσει ολόκληρη την περιουσία της, και δεν είχε ωφεληθεί σε τίποτε, αλλά μάλλον είχε γίνει χειρότερα, καθώς άκουσε για τον Iησού, ήρθε ανάμεσα στο πλήθος, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό του· επειδή, έλεγε ότι: Kαι αν ακόμα αγγίξω τα ιμάτιά του, θα σωθώ. Kαι αμέσως ξεράθηκε η πηγή τού αίματός της· και αισθάνθηκε στο σώμα της ότι γιατρεύτηκε από τη μάστιγα. Kαι αμέσως, ο Iησούς, όταν κατάλαβε μέσα του τη δύναμη που είχε βγει απ’ αυτόν, καθώς στράφηκε μέσα στο πλήθος, έλεγε: Ποιος άγγιξε τα ιμάτιά μου; Kαι οι μαθητές του έλεγαν σ' αυτόν: Bλέπεις το πλήθος που σε συνθλίβει, και λες: Ποιος με άγγιξε; Kαι κοίταζε ολόγυρα για να δει εκείνη που το είχε κάνει. Kαι η γυναίκα, η οποία φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή γνώριζε τι είχε γίνει επάνω της, ήρθε και έπεσε μπροστά του, και του είπε όλη την αλήθεια. Kαι εκείνος τής είπε: Kόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη, και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου. Eνώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχονται από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντας, ότι: H θυγατέρα σου πέθανε· γιατί ενοχλείς ακόμα τον δάσκαλο; O Iησούς, όμως, αμέσως μόλις άκουσε τον λόγο που μιλούσαν, λέει στον αρχισυνάγωγο: Mη φοβάσαι, μόνον πίστευε. Kαι δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μονάχα τον Πέτρο, και τον Iάκωβο, και τον Iωάννη, τον αδελφό τού Iακώβου. Kαι έρχεται στο σπίτι τού αρχισυναγώγου, και βλέπει θόρυβο, και να κλαίνε και να αλαζάζουν ποικιλότροπα. Kαι μπαίνοντας μέσα, τους λέει: Γιατί κάνετε θόρυβο και κλαίτε; Tο παιδί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Kαι γελούσαν γι’ αυτόν ειρωνικά. Eκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα τού παιδιού και τη μητέρα, κι αυτούς που ήσαν μαζί του, και μπαίνει μέσα, όπου ήταν ξαπλωμένο το παιδί. Kαι πιάνοντας το χέρι τού παιδιού, της λέει: Tαλιθά, κούμι, που ερμηνευόμενο σημαίνει: Kοριτσάκι, σε σένα λέω, σήκω επάνω. Kαι αμέσως το κοριτσάκι σηκώθηκε επάνω, και περπατούσε· επειδή, ήταν δώδεκα χρόνων· και εκπλάγηκαν με μεγάλη έκπληξη. Kαι παρήγγειλε σ’ αυτούς με πολλούς τρόπους να μη το μάθει αυτό κανένας· και είπε να της δοθεί να φάει.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5:14-43 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Οι χοιροβοσκοί έφυγαν και διέδωσαν την είδηση στην πόλη και στην ύπαιθρο. Ήρθαν τότε οι κάτοικοι να δουν τι συνέβη. Πηγαίνουν στον Ιησού και βλέπουν το δαιμονισμένο που είχε μέσα του το Λεγεώνα να είναι καθισμένος, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά· φοβήθηκαν λοιπόν. Όσοι είχαν δει το γεγονός τούς διηγήθηκαν τι συνέβη στο δαιμονισμένο και στους χοίρους. Τότε αυτοί άρχισαν να παρακαλούν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους. Ενώ έμπαινε ο Ιησούς στο πλοιάριο, τον παρακαλούσε ο άλλοτε δαιμονισμένος να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως δεν του το επέτρεψε αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους δικούς σου, και διηγήσου σ’ αυτούς το καλό που σου έκανε ο Κύριος και την ευσπλαχνία που σου έδειξε». Εκείνος έφυγε κι άρχισε να διακηρύττει στη Δεκάπολη, τι έκανε γι’ αυτόν ο Ιησούς. Κι όλοι έμεναν κατάπληκτοι. Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ». Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου». Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;» Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε». Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου. Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!» Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 5:14-43 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Οι χοιροβοσκοί έφυγαν και διέδωσαν την είδηση στην πόλη και στην ύπαιθρο. Ήρθαν τότε οι κάτοικοι να δουν τι συνέβη. Πηγαίνουν στον Ιησού και βλέπουν το δαιμονισμένο που είχε μέσα του το Λεγεώνα να είναι καθισμένος, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά· φοβήθηκαν λοιπόν. Όσοι είχαν δει το γεγονός τούς διηγήθηκαν τι συνέβη στο δαιμονισμένο και στους χοίρους. Τότε αυτοί άρχισαν να παρακαλούν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους. Ενώ έμπαινε ο Ιησούς στο πλοιάριο, τον παρακαλούσε ο άλλοτε δαιμονισμένος να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως δεν του το επέτρεψε αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους δικούς σου, και διηγήσου σ’ αυτούς το καλό που σου έκανε ο Κύριος και την ευσπλαχνία που σου έδειξε». Εκείνος έφυγε κι άρχισε να διακηρύττει στη Δεκάπολη, τι έκανε γι’ αυτόν ο Ιησούς. Κι όλοι έμεναν κατάπληκτοι. Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ». Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου». Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;» Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε». Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου. Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!» Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει.