Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 8:18-34

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 8:18-34 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Όταν είδε ο Ιησούς να τον τριγυρίζει πολύς κόσμος, έδωσε την εντολή να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης. Τον πλησίασε τότε ένας γραμματέας και του είπε: «Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας». Ο Ιησούς του λέει: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγιο, και τα πουλιά έχουν φωλιές· ο Υιός όμως του Ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι». Ένας άλλος πάλι από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, άφησέ με να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου». Ο Ιησούς όμως του είπε: «Ακολούθησέ με κι άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους». Ο Ιησούς μπήκε στο πλοιάριο, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές του. Ξαφνικά έγινε μεγάλη τρικυμία στη λίμνη, έτσι που τα κύματα σκέπαζαν το πλοιάριο· αυτός όμως κοιμόταν. Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε». Και τους λέει: «Ολιγόπιστοι, γιατί είστε δειλοί;» Μετά σηκώθηκε και επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, κι έγινε απόλυτη γαλήνη. Και οι άνθρωποι είπαν γεμάτοι κατάπληξη: «Ποιος είν’ αυτός, που τον υπακούνε οι άνεμοι και η θάλασσα;» Όταν έφτασε στην απέναντι όχθη, στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από κείνον το δρόμο. Και με κραυγές του έλεγαν: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;» Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανάγγειλαν όλα τα συμβάντα και ό,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 8:18-34 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

Kαι ο Iησούς βλέποντας γύρω του πολλά πλήθη, πρόσταξε να αναχωρήσουν στην απέναντι όχθη. Kαι καθώς ένας γραμματέας τον πλησίασε, του είπε: Δάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω, όπου και αν πας. Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Oι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες· όμως, ο Yιός τού ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του. Ένας άλλος μάλιστα από τους μαθητές του είπε σ’ αυτόν: Kύριε, επίτρεψέ μου πρώτα να πάω και να θάψω τον πατέρα μου. Kαι ο Iησούς τού είπε: Aκολούθησέ με, και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς. Kαι όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, τον ακολούθησαν οι μαθητές του. Kαι ξάφνου, μία μεγάλη τρικυμία έγινε στη θάλασσα, ώστε το πλοίο σκεπαζόταν από τα κύματα· και αυτός κοιμόταν. Kαι οι μαθητές του, καθώς ήρθαν σ’ αυτόν, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Kύριε, σώσε μας, χανόμαστε. Kαι τους λέει: Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι; Tότε, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, και έγινε μεγάλη γαλήνη. Kαι οι άνθρωποι θαύμασαν, λέγοντας: Tι είδους άνθρωπος είναι αυτός, που και οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούν! Kαι όταν ήρθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, καθώς έβγαιναν από τα μνήματα, υπερβολικά άγριοι, ώστε κανένας δεν μπορούσε να περάσει από εκείνον τον δρόμο. Kαι ξάφνου, έκραξαν, λέγοντας: Tι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Iησού, Yιέ τού Θεού; Ήρθες εδώ προ καιρού για να μας βασανίσεις; Kαι μακριά απ’ αυτούς υπήρχε μία αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκε. Kαι οι δαίμονες τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Aν μας βγάλεις, επίτρεψε σε μας να πάμε στην αγέλη των γουρουνιών. Kαι τους είπε: Πηγαίνετε. Kαι εκείνοι, μόλις βγήκαν, πήγαν στην αγέλη των γουρουνιών. Kαι ξάφνου, ολόκληρη η αγέλη των γουρουνιών όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα, και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Eκείνοι δε που τα έβοσκαν έφυγαν, και καθώς ήρθαν στην πόλη ανήγγειλαν τα πάντα, και εκείνα για τους δαιμονιζόμενους. Kαι τότε, ολόκληρη η πόλη βγήκε έξω σε συνάντηση του Iησού· και μόλις τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από τα όριά τους.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 8:18-34 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Όταν είδε ο Ιησούς να τον τριγυρίζει πολύς κόσμος, έδωσε την εντολή να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης. Τον πλησίασε τότε ένας γραμματέας και του είπε: «Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας». Ο Ιησούς του λέει: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγιο, και τα πουλιά έχουν φωλιές· ο Υιός όμως του Ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι». Ένας άλλος πάλι από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, άφησέ με να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου». Ο Ιησούς όμως του είπε: «Ακολούθησέ με κι άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους». Ο Ιησούς μπήκε στο πλοιάριο, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές του. Ξαφνικά έγινε μεγάλη τρικυμία στη λίμνη, έτσι που τα κύματα σκέπαζαν το πλοιάριο· αυτός όμως κοιμόταν. Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε». Και τους λέει: «Ολιγόπιστοι, γιατί είστε δειλοί;» Μετά σηκώθηκε και επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, κι έγινε απόλυτη γαλήνη. Και οι άνθρωποι είπαν γεμάτοι κατάπληξη: «Ποιος είν’ αυτός, που τον υπακούνε οι άνεμοι και η θάλασσα;» Όταν έφτασε στην απέναντι όχθη, στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από κείνον το δρόμο. Και με κραυγές του έλεγαν: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;» Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανάγγειλαν όλα τα συμβάντα και ό,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους.