Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26:17-51

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26:17-51 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

Kαι την πρώτη ημέρα των αζύμων οι μαθητές πλησίασαν τον Iησού, λέγοντάς του: Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα; Kαι εκείνος είπε: Πηγαίνετε στην πόλη στον τάδε, και πείτε του: O δάσκαλος λέει: Πλησίασε ο καιρός μου· στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου. Kαι οι μαθητές του έκαναν όπως τους παρήγγειλε ο Iησούς· και ετοίμασαν το Πάσχα. Kαι όταν έγινε βράδυ, καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα· και ενώ έτρωγαν, είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει. Kαι λυπούμενοι υπερβολικά, άρχισαν να του λένε, κάθε ένας απ’ αυτούς: Mήπως εγώ είμαι, Kύριε; Kαι εκείνος απαντώντας, είπε: Aυτός που βούτηξε το χέρι του μαζί μου στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. O Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει μεν, όπως είναι γραμμένο γι’ αυτόν· αλλοίμονο, όμως, στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου τού οποίου ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται· καλό ήταν σ’ εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν είχε γεννηθεί. Kαι απαντώντας ο Iούδας, που τον παρέδινε, είπε: Mήπως εγώ είμαι, Pαββί; Λέει προς αυτόν: Eσύ το είπες. Kαι ενώ έτρωγαν, παίρνοντας ο Iησούς τον άρτο, και αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδινε στους μαθητές, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. Kαι παίρνοντας το ποτήρι, και αφού ευχαρίστησε, έδωσε σ’ αυτούς, λέγοντας: Πιείτε απ’ αυτό όλοι· επειδή, τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. Kαι σας λέω ότι, δεν θα πιω στο εξής από τούτο το γέννημα20 της αμπέλου, μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν θα το πίνω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία τού Πατέρα μου. Kαι αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο όρος των ελαιών. Tότε, ο Iησούς τούς λέει: Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα χτυπήσω τον ποιμένα, και τα πρόβατα του ποιμνίου θα διασκορπιστούν»· και όταν αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία. Aπαντώντας δε ο Πέτρος, του είπε: Kαι αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ. O Iησούς τού είπε: Σε διαβεβαιώνω ότι, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. O Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Kαι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ. Tο ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές. Tότε, έρχεται μαζί τους ο Iησούς σε ένα χωριό, που λέγεται Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές: Kαθήστε αυτού, μέχρις ότου πάω και προσευχηθώ εκεί. Kαι καθώς παρέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους τού Zεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί. Tότε, τους λέει: H ψυχή μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου· να μείνετε εδώ και να αγρυπνείτε μαζί μου. Kαι αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, προσευχόμενος και λέγοντας: Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ. Kαι έρχεται προς τους μαθητές, και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει προς τον Πέτρο: Έτσι δεν μπορέσατε μία ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου; Aγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ανίσχυρη. Ξανά, για δεύτερη φορά, πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας: Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν να παρέλθει από μένα τούτο το ποτήρι, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου. Kαι όταν ήρθε τούς βρίσκει πάλι να κοιμούνται· επειδή, τα μάτια τους ήσαν βαριά. Kαι αφήνοντάς τους, πήγε ξανά και προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τον ίδιο λόγο. Tότε, έρχεται στους μαθητές, και τους λέει: Kοιμάστε, λοιπόν, και αναπαύεστε· κοιτάξτε, πλησίασε η ώρα, και ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών· σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει. Kαι ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ο Iούδας, ένας από τους δώδεκα, ήρθε· και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού. Kαι εκείνος που τον παρέδινε, τους έδωσε ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον. Kαι αμέσως, μόλις πλησίασε τον Iησού, είπε: Xαίρε, Pαββί· και τον καταφίλησε. Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Φίλε, γιατί ήρθες; Tότε, καθιώς πλησίασαν, έβαλαν τα χέρια επάνω στον Iησού, και τον έπιασαν. Kαι ξάφνου, ένας, από εκείνους που ήσαν μαζί με τον Iησού, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τη μάχαιρά του, και χτυπώντας τον δούλο τού αρχιερέα, του απέκοψε το αυτί του.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26:17-51 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Την πρώτη μέρα της γιορτής των Αζύμων πήγαν στον Ιησού οι μαθητές και τον ρώτησαν: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το πασχαλινό δείπνο;» Αυτός τους απάντησε: «Να πάτε στην πόλη, στον τάδε, και να του πείτε: “ο Διδάσκαλος λέει: Κοντεύει η ώρα μου· θα γιορτάσω στο σπίτι σου το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου”». Οι μαθητές έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι. Όταν βράδιασε, κάθισε στο τραπέζι με τους δώδεκα. Κι εκεί που έτρωγαν τους είπε: «Αλήθεια σας λέω, ένας από σας θα με προδώσει». Αυτοί λυπήθηκαν κατάκαρδα κι άρχισαν ένας ένας να ρωτούν: «Μήπως εγώ, Κύριε;» Εκείνος τους έδωσε τούτη την απάντηση: «Όποιος βούτηξε μαζί μου το χέρι στην πιατέλα, αυτός θα με παραδώσει. Ο Υιός του Ανθρώπου θα πεθάνει, όπως έχουν πει γι’ αυτόν οι Γραφές. Αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που θα προδώσει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί». Ρώτησε κι ο Ιούδας, που τον πρόδωσε: «Μήπως είμαι εγώ, Διδάσκαλε;» Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Και βέβαια, όπως το είπες». Ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί και αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, το έκοψε κομμάτια και το έδωσε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου». Ύστερα πήρε το ποτήρι και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τους το έδωσε λέγοντας: «Πιείτε από αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη και χύνεται για χάρη όλων, για να τους συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Σας βεβαιώνω πως δεν θα ξαναπιώ από τούτο τον καρπό του αμπελιού ως την ημέρα που θα το πίνω καινούριο μαζί σας στη βασιλεία του Πατέρα μου». Αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν για να πάνε στο όρος των Ελαιών. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Αυτή τη νύχτα όλοι σας θα χάσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα, όπως άλλωστε το λέει η Γραφή: Θα σκοτώσω το βοσκό, και θα σκορπιστούν τα πρόβατα του κοπαδιού. Μετά την ανάστασή μου όμως θα σας περιμένω στη Γαλιλαία, όπου θα πάω πριν από σας». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ ποτέ δε θα τη χάσω». Του είπε κι ο Ιησούς: «Σε βεβαιώνω πως αυτή τη νύχτα, προτού λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Ο Πέτρος όμως του λέει: «Δε θα σε απαρνηθώ, έστω και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι άλλοι μαθητές. Τότε ο Ιησούς πηγαίνει μαζί με τους μαθητές σ’ έναν τόπο που λέγεται Γεθσημανή και τους λέει: «Καθίστε αυτού· εγώ θα πάω λίγο παραπέρα να προσευχηθώ». Κι αφού πήρε μαζί του τον Πέτρο και τους δύο γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αγωνιά. Τότε τους λέει: «Περίλυπη μέχρι θανάτου είναι η ψυχή μου. Περιμένετε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου». Αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατό, ας μην πιω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Μετά έρχεται στους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται· τότε λέει στον Πέτρο: «Ούτε μία ώρα δεν μπορέσατε να μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου; Μένετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός· το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη». Για δεύτερη φορά απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν δεν μπορώ ν’ αποφύγω αυτό το ποτήρι αλλά πρέπει να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου». Μετά ήρθε και τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα. Τους άφησε όπως ήταν και ξανάφυγε για να προσευχηθεί για τρίτη φορά με τα ίδια λόγια. Κατόπιν έρχεται στους μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Να, έφτασε η ώρα και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια ανθρώπων αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε· έφτασε αυτός που θα με προδώσει». Μιλούσε ακόμα ο Ιησούς όταν έφτασε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα. Μαζί του ερχόταν κι ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει τούτο το συνθηματικό σημάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον». Αμέσως, λοιπόν, πλησίασε τον Ιησού, του είπε: «Χαίρε, Διδάσκαλε!» και τον φίλησε. Ο Ιησούς του λέει: «Φίλε, κάνε αυτό για το οποίο ήρθες». Τότε πλησίασαν, συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Ένας όμως απ’ τη συντροφιά του Ιησού έσυρε το μαχαίρι του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αυτί.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26:17-51 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Την πρώτη μέρα της γιορτής των Αζύμων πήγαν στον Ιησού οι μαθητές και τον ρώτησαν: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το πασχαλινό δείπνο;» Αυτός τους απάντησε: «Να πάτε στην πόλη, στον τάδε, και να του πείτε: “ο Διδάσκαλος λέει: Κοντεύει η ώρα μου· θα γιορτάσω στο σπίτι σου το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου”». Οι μαθητές έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι. Όταν βράδιασε, κάθισε στο τραπέζι με τους δώδεκα. Κι εκεί που έτρωγαν τους είπε: «Αλήθεια σας λέω, ένας από σας θα με προδώσει». Αυτοί λυπήθηκαν κατάκαρδα κι άρχισαν ένας ένας να ρωτούν: «Μήπως εγώ, Κύριε;» Εκείνος τους έδωσε τούτη την απάντηση: «Όποιος βούτηξε μαζί μου το χέρι στην πιατέλα, αυτός θα με παραδώσει. Ο Υιός του Ανθρώπου θα πεθάνει, όπως έχουν πει γι’ αυτόν οι Γραφές. Αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που θα προδώσει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί». Ρώτησε κι ο Ιούδας, που τον πρόδωσε: «Μήπως είμαι εγώ, Διδάσκαλε;» Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Και βέβαια, όπως το είπες». Ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί και αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, το έκοψε κομμάτια και το έδωσε στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου». Ύστερα πήρε το ποτήρι και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τους το έδωσε λέγοντας: «Πιείτε από αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη και χύνεται για χάρη όλων, για να τους συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Σας βεβαιώνω πως δεν θα ξαναπιώ από τούτο τον καρπό του αμπελιού ως την ημέρα που θα το πίνω καινούριο μαζί σας στη βασιλεία του Πατέρα μου». Αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν για να πάνε στο όρος των Ελαιών. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Αυτή τη νύχτα όλοι σας θα χάσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα, όπως άλλωστε το λέει η Γραφή: Θα σκοτώσω το βοσκό, και θα σκορπιστούν τα πρόβατα του κοπαδιού. Μετά την ανάστασή μου όμως θα σας περιμένω στη Γαλιλαία, όπου θα πάω πριν από σας». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ ποτέ δε θα τη χάσω». Του είπε κι ο Ιησούς: «Σε βεβαιώνω πως αυτή τη νύχτα, προτού λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Ο Πέτρος όμως του λέει: «Δε θα σε απαρνηθώ, έστω και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι άλλοι μαθητές. Τότε ο Ιησούς πηγαίνει μαζί με τους μαθητές σ’ έναν τόπο που λέγεται Γεθσημανή και τους λέει: «Καθίστε αυτού· εγώ θα πάω λίγο παραπέρα να προσευχηθώ». Κι αφού πήρε μαζί του τον Πέτρο και τους δύο γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αγωνιά. Τότε τους λέει: «Περίλυπη μέχρι θανάτου είναι η ψυχή μου. Περιμένετε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου». Αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατό, ας μην πιω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Μετά έρχεται στους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται· τότε λέει στον Πέτρο: «Ούτε μία ώρα δεν μπορέσατε να μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου; Μένετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός· το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη». Για δεύτερη φορά απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν δεν μπορώ ν’ αποφύγω αυτό το ποτήρι αλλά πρέπει να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου». Μετά ήρθε και τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, γιατί τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα. Τους άφησε όπως ήταν και ξανάφυγε για να προσευχηθεί για τρίτη φορά με τα ίδια λόγια. Κατόπιν έρχεται στους μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Να, έφτασε η ώρα και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια ανθρώπων αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε· έφτασε αυτός που θα με προδώσει». Μιλούσε ακόμα ο Ιησούς όταν έφτασε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα. Μαζί του ερχόταν κι ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει τούτο το συνθηματικό σημάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον». Αμέσως, λοιπόν, πλησίασε τον Ιησού, του είπε: «Χαίρε, Διδάσκαλε!» και τον φίλησε. Ο Ιησούς του λέει: «Φίλε, κάνε αυτό για το οποίο ήρθες». Τότε πλησίασαν, συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Ένας όμως απ’ τη συντροφιά του Ιησού έσυρε το μαχαίρι του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αυτί.

Η YouVersion χρησιμοποιεί cookies για να εξατομικεύσει την εμπειρία σας. Χρησιμοποιώντας τον ιστότοπό μας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies όπως περιγράφεται στην πολιτική απορρήτου