Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 22:1-40

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 22:1-40 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι με παραβολές και τους είπε: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που έκανε το γάμο του γιου του. Έστειλε τους δούλους του να φωνάξουν τους καλεσμένους στο γάμο, εκείνοι όμως δεν ήθελαν να έρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντάς τους: “να πείτε στους καλεσμένους: έχω ετοιμάσει το γεύμα, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα· ελάτε στο γάμο”. Οι καλεσμένοι όμως αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του κι άλλος στο εμπόριό του. Οι υπόλοιποι έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς εκείνος, θύμωσε· έστειλε το στρατό του κι αφάνισε εκείνους τους φονιάδες και πυρπόλησε την πόλη τους. Τότε λέει στους δούλους του: “το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο, μα οι καλεσμένοι δε φάνηκαν άξιοι. Πηγαίνετε, λοιπόν, στα σταυροδρόμια κι όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους”. Βγήκαν τότε οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς. Η αίθουσα του γάμου γέμισε από συνδαιτυμόνες. Μπήκε κι ο βασιλιάς για να δει τους συνδαιτυμόνες, κι εκεί είδε κάποιον που δεν ήταν ντυμένος με τη γαμήλια φορεσιά. “Φίλε”, του λέει, “πώς μπήκες εδώ χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο;” Εκείνος έχασε τη λαλιά του. Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: “δέστε του τα πόδια και τα χέρια και πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι”· εκεί θα κλαίει και θα τρίζει τα δόντια του. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». Τότε πήγαν οι Φαρισαίοι κι έκαναν σύσκεψη πώς να τον παγιδέψουν με ερωτήσεις. Έστειλαν, λοιπόν, τους μαθητές τους μαζί με τους Ηρωδιανούς και του είπαν: «Διδάσκαλε, ξέρουμε πως λες την αλήθεια και διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού, και δε φοβάσαι κανέναν γιατί δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα. Πες μας, λοιπόν, τι γνώμη έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον αυτοκράτορα ή όχι;» Ο Ιησούς κατάλαβε την πονηριά τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε, υποκριτές; Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνουμε για φόρο». Εκείνοι του έφεραν ένα δηνάριο. «Ποιανού είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» τους ρωτάει. «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. «Δώστε, λοιπόν», τους λέει, «στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Όταν το άκουσαν αυτό έμειναν κατάπληκτοι και τον άφησαν κι έφυγαν. Εκείνη την ημέρα πήγαν στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρώτησαν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής είπε: αν κάποιος πεθάνει άτεκνος, ο αδερφός του να παντρευτεί τη χήρα του και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν σ’ εμάς εφτά αδερφοί· ο πρώτος, αφού παντρεύτηκε πέθανε και, επειδή δεν είχε παιδιά, άφησε τη γυναίκα του στον αδερφό του. Το ίδιο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, ως τον έβδομο. Ύστερα απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Όταν λοιπόν θ’ αναστηθούν, σε ποιον από τους εφτά θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού όλοι την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί ούτε τις Γραφές καταλαβαίνετε ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο για την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε τι σας λέει ο ίδιος ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών». Τα πλήθη, όταν τ’ άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του. Όταν έμαθαν οι Φαρισαίοι ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, και ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του έκανε το εξής ερώτημα: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: « Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 22:1-40 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI αποκρινόμενος ξανά ο Iησούς, τους είπε, με παραβολές, λέγοντας: H βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που έκανε γάμους στον γιο του· και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους προσκαλεσμένους στους γάμους· και εκείνοι δεν ήθελαν νάρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους, λέγοντας: Πείτε στους προσκαλεσμένους: Δέστε, ετοίμασα το γεύμα μου· οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια μου είναι σφαγμένα, και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους. Eκείνοι, όμως, δείχνοντας αμέλεια, αναχώρησαν, ο ένας μεν στο χωράφι του, ο άλλος δε στο εμπόριό του· και οι υπόλοιποι, πιάνοντας τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν. Aκούγοντάς το δε ο βασιλιάς οργίστηκε· και στέλνοντας τα στρατεύματά του, εξολόθρευσε εκείνους τούς φονιάδες, και κατέκαψε την πόλη τους. Tότε, λέει στους δούλους του: O γάμος μεν είναι έτοιμος, αλλά οι προσκαλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι· πηγαίνετε, λοιπόν, στις διόδους των δρόμων, και όσους αν βρείτε, καλέστε τους στους γάμους. Kαι καθώς εκείνοι οι δούλοι βγήκαν στους δρόμους, συγκέντρωσαν όλους όσους βρήκαν, και κακούς και καλούς· και ο γάμος γέμισε από καθισμένους στο τραπέζι. Kαι όταν ο βασιλιάς μπήκε μέσα για να θεωρήσει τούς καθισμένους στο τραπέζι, είδε εκεί έναν άνθρωπο να μη είναι ντυμένος με ένδυμα γάμου· και του λέει: Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα, μη έχοντας ένδυμα γάμου; Kαι εκείνος αποστομώθηκε. Tότε, ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: Aφού τον δέσετε χειροπόδαρα, σηκώστε τον, και ρίξτε τον στο σκοτάδι το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Eπειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. TOTE, πήγαν οι Φαρισαίοι και έκαναν συμβούλιο με ποιον τρόπο να τον παγιδεύσουν με λόγο. Kαι στέλνουν σ’ αυτόν τούς μαθητές τους, μαζί με τους Hρωδιανούς, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια, και διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν κοιτάζεις σε πρόσωπο ανθρώπων. Πες μας, λοιπόν: Tι νομίζεις; Eπιτρέπεται να δώσουμε φόρο στον Kαίσαρα ή όχι; Kαι ο Iησούς, επειδή γνώρισε την πονηρία τους, είπε: Yποκριτές, τι με πειράζετε; Δείξτε μου το νόμισμα του φόρου. Kαι εκείνοι τού έφεραν ένα δηνάριο. Kαι τους λέει: H εικόνα αυτή και η επιγραφή τίνος είναι; Tου λένε: Tου Kαίσαρα. Tότε, τους λέει: Aποδώστε, λοιπόν, στον Kαίσαρα αυτά που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό, αυτά που ανήκουν στον Θεό. Kαι όταν το άκουσαν αυτό, θαύμασαν· και αφήνοντάς τον, έφυγαν. Kατά την ημέρα εκείνη τον πλησίασαν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ο Mωυσής είπε: Aν κάποιος πεθάνει, μη έχοντας παιδιά, ο αδελφός του θα νυμφευθεί τη γυναίκα του, και θα φέρει απογόνους στον αδελφό του. Ήσαν, λοιπόν, ανάμεσά μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος, αφού νυμφεύθηκε, πέθανε· και μη έχοντας παιδί, άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του· παρόμοια και ο δεύτερος, και ο τρίτος, μέχρι τούς επτά· ύστερα απ’ όλους, όμως, πέθανε και η γυναίκα· κατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον από τους επτά θα ανήκει η γυναίκα; Eπειδή, όλοι την είχαν πάρει για γυναίκα. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, τους είπε: Πλανιέστε, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού. Δεδομένου ότι, κατά την ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε νυμφεύουν, αλλά είναι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό. Για την ανάσταση, όμως, των νεκρών, δεν διαβάσατε αυτό που ειπώθηκε σε σας από τον Θεό, λέγοντας: «Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ»; O Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Kαι τα πλήθη ακούγοντας, έμεναν έκπληκτοι από τη διδασκαλία του. Aλλά οι Φαρισαίοι, όταν άκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν μαζί. Kαι ένας απ’ αυτούς, νομικός, τον ρώτησε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, ποια εντολή είναι μεγάλη μέσα στον νόμο; Kαι ο Iησούς τού είπε: «Θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου από όλη την καρδιά σου, και από όλη την ψυχή σου, και από όλη τη διάνοιά σου». Aυτή είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δεύτερη, όμως, όμοια μ’ αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Σ’ αυτές τις δύο εντολές κρέμονται ολόκληρος ο νόμος και οι προφήτες.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 22:1-40 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι με παραβολές και τους είπε: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που έκανε το γάμο του γιου του. Έστειλε τους δούλους του να φωνάξουν τους καλεσμένους στο γάμο, εκείνοι όμως δεν ήθελαν να έρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντάς τους: “να πείτε στους καλεσμένους: έχω ετοιμάσει το γεύμα, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα· ελάτε στο γάμο”. Οι καλεσμένοι όμως αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του κι άλλος στο εμπόριό του. Οι υπόλοιποι έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς εκείνος, θύμωσε· έστειλε το στρατό του κι αφάνισε εκείνους τους φονιάδες και πυρπόλησε την πόλη τους. Τότε λέει στους δούλους του: “το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο, μα οι καλεσμένοι δε φάνηκαν άξιοι. Πηγαίνετε, λοιπόν, στα σταυροδρόμια κι όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους”. Βγήκαν τότε οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς. Η αίθουσα του γάμου γέμισε από συνδαιτυμόνες. Μπήκε κι ο βασιλιάς για να δει τους συνδαιτυμόνες, κι εκεί είδε κάποιον που δεν ήταν ντυμένος με τη γαμήλια φορεσιά. “Φίλε”, του λέει, “πώς μπήκες εδώ χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο;” Εκείνος έχασε τη λαλιά του. Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: “δέστε του τα πόδια και τα χέρια και πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι”· εκεί θα κλαίει και θα τρίζει τα δόντια του. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». Τότε πήγαν οι Φαρισαίοι κι έκαναν σύσκεψη πώς να τον παγιδέψουν με ερωτήσεις. Έστειλαν, λοιπόν, τους μαθητές τους μαζί με τους Ηρωδιανούς και του είπαν: «Διδάσκαλε, ξέρουμε πως λες την αλήθεια και διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού, και δε φοβάσαι κανέναν γιατί δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα. Πες μας, λοιπόν, τι γνώμη έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον αυτοκράτορα ή όχι;» Ο Ιησούς κατάλαβε την πονηριά τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε, υποκριτές; Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνουμε για φόρο». Εκείνοι του έφεραν ένα δηνάριο. «Ποιανού είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» τους ρωτάει. «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. «Δώστε, λοιπόν», τους λέει, «στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Όταν το άκουσαν αυτό έμειναν κατάπληκτοι και τον άφησαν κι έφυγαν. Εκείνη την ημέρα πήγαν στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρώτησαν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής είπε: αν κάποιος πεθάνει άτεκνος, ο αδερφός του να παντρευτεί τη χήρα του και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν σ’ εμάς εφτά αδερφοί· ο πρώτος, αφού παντρεύτηκε πέθανε και, επειδή δεν είχε παιδιά, άφησε τη γυναίκα του στον αδερφό του. Το ίδιο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, ως τον έβδομο. Ύστερα απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Όταν λοιπόν θ’ αναστηθούν, σε ποιον από τους εφτά θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού όλοι την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί ούτε τις Γραφές καταλαβαίνετε ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο για την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε τι σας λέει ο ίδιος ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών». Τα πλήθη, όταν τ’ άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του. Όταν έμαθαν οι Φαρισαίοι ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, και ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του έκανε το εξής ερώτημα: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: « Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 22:1-40 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι με παραβολές και τους είπε: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που έκανε το γάμο του γιου του. Έστειλε τους δούλους του να φωνάξουν τους καλεσμένους στο γάμο, εκείνοι όμως δεν ήθελαν να έρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντάς τους: “να πείτε στους καλεσμένους: έχω ετοιμάσει το γεύμα, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα· ελάτε στο γάμο”. Οι καλεσμένοι όμως αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του κι άλλος στο εμπόριό του. Οι υπόλοιποι έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς εκείνος, θύμωσε· έστειλε το στρατό του κι αφάνισε εκείνους τους φονιάδες και πυρπόλησε την πόλη τους. Τότε λέει στους δούλους του: “το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο, μα οι καλεσμένοι δε φάνηκαν άξιοι. Πηγαίνετε, λοιπόν, στα σταυροδρόμια κι όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους”. Βγήκαν τότε οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς. Η αίθουσα του γάμου γέμισε από συνδαιτυμόνες. Μπήκε κι ο βασιλιάς για να δει τους συνδαιτυμόνες, κι εκεί είδε κάποιον που δεν ήταν ντυμένος με τη γαμήλια φορεσιά. “Φίλε”, του λέει, “πώς μπήκες εδώ χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο;” Εκείνος έχασε τη λαλιά του. Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: “δέστε του τα πόδια και τα χέρια και πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι”· εκεί θα κλαίει και θα τρίζει τα δόντια του. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». Τότε πήγαν οι Φαρισαίοι κι έκαναν σύσκεψη πώς να τον παγιδέψουν με ερωτήσεις. Έστειλαν, λοιπόν, τους μαθητές τους μαζί με τους Ηρωδιανούς και του είπαν: «Διδάσκαλε, ξέρουμε πως λες την αλήθεια και διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού, και δε φοβάσαι κανέναν γιατί δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα. Πες μας, λοιπόν, τι γνώμη έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον αυτοκράτορα ή όχι;» Ο Ιησούς κατάλαβε την πονηριά τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε, υποκριτές; Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνουμε για φόρο». Εκείνοι του έφεραν ένα δηνάριο. «Ποιανού είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» τους ρωτάει. «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. «Δώστε, λοιπόν», τους λέει, «στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Όταν το άκουσαν αυτό έμειναν κατάπληκτοι και τον άφησαν κι έφυγαν. Εκείνη την ημέρα πήγαν στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρώτησαν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής είπε: αν κάποιος πεθάνει άτεκνος, ο αδερφός του να παντρευτεί τη χήρα του και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν σ’ εμάς εφτά αδερφοί· ο πρώτος, αφού παντρεύτηκε πέθανε και, επειδή δεν είχε παιδιά, άφησε τη γυναίκα του στον αδερφό του. Το ίδιο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, ως τον έβδομο. Ύστερα απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Όταν λοιπόν θ’ αναστηθούν, σε ποιον από τους εφτά θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού όλοι την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί ούτε τις Γραφές καταλαβαίνετε ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο για την ανάσταση των νεκρών, δε διαβάσατε τι σας λέει ο ίδιος ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών». Τα πλήθη, όταν τ’ άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του. Όταν έμαθαν οι Φαρισαίοι ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, και ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του έκανε το εξής ερώτημα: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: « Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».