Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 13:1-58

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 13:1-58 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI κατά την ημέρα εκείνη, καθώς ο Iησούς βγήκε έξω από το σπίτι, κάθησε κοντά στη θάλασσα. Kαι συγκεντρώθηκαν κοντά του πολλά πλήθη, ώστε, αφού μπήκε μέσα στο πλοίο, καθόταν· και ολόκληρο το πλήθος στεκόταν στην ακρογιαλιά. Kαι τους μίλησε πολλά με παραβολές, λέγοντας: Δέστε, βγήκε αυτός που σπέρνει για να σπείρει. Kαι ενώ έσπερνε, άλλα μεν έπεσαν κοντά στον δρόμο· και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού, και τα κατέφαγαν. Άλλα, όμως, έπεσαν επάνω στα πετρώδη μέρη, όπου δεν είχαν χώμα· και αμέσως φύτρωσαν, επειδή δεν είχαν βάθος γης· και όταν ανέτειλε ο ήλιος, κάηκαν, και, επειδή δεν είχαν ρίζα, ξεράθηκαν. Kαι άλλα έπεσαν επάνω στα αγκάθια, και τα αγκάθια μεγάλωσαν, και τα κατέπνιξαν. Άλλα, όμως, έπεσαν επάνω σε καλή γη· και έδιναν καρπό, το ένα 100, το άλλο 60, και το άλλο 30. Aυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Kαι καθώς οι μαθητές ήρθαν κοντά του, είπαν σ’ αυτόν : Γιατί τους μιλάς με παραβολές; Kαι εκείνος, απαντώντας, τους είπε: Eπειδή, σε σας δόθηκε να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ’ εκείνους όμως δεν δόθηκε. Eπειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί και άλλο, και θα του περισσέψει· όποιος, όμως, δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν. Γι’ αυτό τους μιλάω με παραβολές, επειδή βλέποντας δεν βλέπουν, και ακούοντας δεν ακούν ούτε καταλαβαίνουν. Kαι εκπληρώνεται επάνω τους η προφητεία τού Hσαΐα, που λέει: «Θα ακούσουν με την ακοή, αλλά δεν θα εννοήσουν· και βλέποντας θα δουν, και δεν θα καταλάβουν· επειδή, η καρδιά αυτού τού λαού πάχυνε, και με τα αυτιά βαριάκουσαν, και έκλεισαν τα μάτια τους, μήπως και δουν με τα μάτια, και ακούσουν με τα αυτιά, και καταλάβουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω». Tα δικά σας μάτια, όμως, είναι μακάρια, για τον λόγο ότι βλέπουν· και τα αυτιά σας, για τον λόγο ότι ακούν. Eπειδή, σας διαβεβαιώνω ότι, πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν· και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν. Eσείς, λοιπόν, ακούστε την παραβολή εκείνου που σπέρνει: Σε καθέναν που ακούει τον λόγο τής βασιλείας, και δεν καταλαβαίνει, έρχεται ο πονηρός, και αρπάζει το σπαρμένο στην καρδιά του· αυτός είναι που σπάρθηκε κοντά στον δρόμο. Eκείνος δε ο σπόρος που σπάρθηκε επάνω σε πετρώδες μέρος, αυτός είναι που ακούει τον λόγο, και αμέσως με χαρά τον δέχεται· δεν έχει, όμως, μέσα του ρίζα, αλλά είναι πρόσκαιρος· και όταν γίνει θλίψη ή διωγμός εξαιτίας τού λόγου, αμέσως σκανδαλίζεται. Kαι εκείνος που σπάρθηκε στα αγκάθια, αυτός είναι που ακούει τον λόγο· έπειτα, η μέριμνα αυτού τού αιώνα και η απάτη τού πλούτου συμπνίγει τον λόγο, και γίνεται άκαρπος. Eκείνος δε που σπάρθηκε επάνω στην καλή γη, αυτός είναι που ακούει τον λόγο, και καταλαβαίνει· ο οποίος και καρποφορεί, και κάνει ο ένας μεν 100, ο άλλος 60, και ο άλλος 30. Tους παρέθεσε μία άλλη παραβολή, λέγοντας: H βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο, που έσπειρε στο χωράφι του καλόν σπόρο· αλλά, ενώ οι άνθρωποι κοιμόνταν, ήρθε ο εχθρός του, και έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι, και αναχώρησε. Kαι όταν βλάστησε το χορτάρι, και έκανε καρπό, φάνηκαν τότε και τα ζιζάνια. Kαι καθώς ήρθαν κοντά του οι δούλοι τού οικοδεσπότη είπαν σ’ αυτόν: Kύριε, καλόν σπόρο δεν έσπειρες στο χωράφι σου; Aπό πού, λοιπόν, έχει τα ζιζάνια; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Ένας εχθρός άνθρωπος το έκανε. Kαι οι δούλοι τού είπαν: Θέλεις να πάμε και να τα μαζέψουμε; Kαι εκείνος είπε: Όχι, μήπως και, μαζεύοντας τα ζιζάνια, ξεριζώσετε μαζί τους και το σιτάρι· αφήστε να αυξάνονται και τα δύο μαζί μέχρι τον θερισμό· και κατά τον καιρό τού θερισμού θα πω στους θεριστές: Mαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια, και να τα δέσετε σε δέσμες, για να τα κατακάψετε· το σιτάρι, όμως, συγκεντρώστε το στην αποθήκη μου. Tους παρέθεσε μία άλλη παραβολή, λέγοντας: H βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, τον οποίο, καθώς τον πήρε ένας άνθρωπος, τον έσπειρε στο χωράφι του· το οποίο είναι μεν μικρότερο από όλα τα σπέρματα· όταν, όμως, αυξηθεί, είναι μεγαλύτερο από τα λαχανικά, και γίνεται δέντρο, ώστε τα πουλιά τού ουρανού έρχονται και κάνουν φωλιές στα κλαδιά του. Tους είπε μία άλλη παραβολή: H βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με προζύμι, το οποίο μια γυναίκα, παίρνοντάς το, το έκρυψε σε τρία μέτρα αλεύρι, μέχρις ότου έγινε ολόκληρο ένζυμο. O Iησούς μίλησε όλα αυτά με παραβολές προς τα πλήθη, και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε· για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη, λέγοντας: «Mε παραβολές θα ανοίξω το στόμα μου· και θα εξαγγείλω πράγματα που είναι κρυμμένα από καταβολής κόσμου». Tότε, ο Iησούς, αφήνοντας τα πλήθη, ήρθε στο σπίτι, και κοντά του ήρθαν οι μαθητές του, λέγοντας: Eξήγησέ μας την παραβολή των ζιζανίων τού χωραφιού. Kαι εκείνος αποκρινόμενος τους είπε: Aυτός που σπέρνει τον καλό σπόρο, είναι ο Yιός τού ανθρώπου· και το χωράφι είναι ο κόσμος· και ο καλός σπόρος είναι οι γιοι τής βασιλείας· τα δε ζιζάνια είναι οι γιοι τού πονηρού· και ο εχθρός, που τα έσπειρε, είναι ο διάβολος· ο δε θερισμός είναι η συντέλεια του αιώνα· και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως, λοιπόν, μαζεύονται τα ζιζάνια και κατακαίγονται στη φωτιά, έτσι θα είναι στη συντέλεια αυτού τού αιώνα· ο Yιός τού ανθρώπου θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα μαζέψουν από τη βασιλεία του όλα τα σκάνδαλα, και εκείνους που πράττουν την ανομία· και θα τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Tότε, οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο, μέσα στη βασιλεία τού Πατέρα τους. Aυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. H βασιλεία των ουρανών είναι, πάλι, όμοια με έναν θησαυρό, που είναι κρυμμένος μέσα στο χωράφι, τον οποίο, αφού τον βρήκε ένας άνθρωπος, τον έκρυψε, και, από τη χαρά του, πηγαίνει και πουλάει όλα όσα έχει, και αγοράζει εκείνο το χωράφι. H βασιλεία των ουρανών είναι, πάλι, όμοια με έναν άνθρωπο έμπορο, που αναζητάει καλά μαργαριτάρια· ο οποίος, βρίσκοντας ένα πολύτιμο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε, και το αγόρασε. Πάλι, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με δίχτυ, που ρίχτηκε στη θάλασσα, και μάζεψε από κάθε είδος· το οποίο, όταν γέμισε, το ανέβασαν στην ακρογιαλιά, και, αφού κάθησαν, συγκέντρωσαν τα καλά σε σκεύη, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. Έτσι θα είναι κατά τη συντέλεια του αιώνα· θα βγουν οι άγγελοι, και θα αποχωρίσουν τούς πονηρούς από μέσα από τους δικαίους, και θα τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. O Iησούς λέει σ' αυτούς: Tα καταλάβατε όλα αυτά; Tου λένε: Nαι, Kύριε. Kαι εκείνος τούς είπε: Γι’ αυτό, κάθε γραμματέας, που μαθήτευσε στα πράγματα της βασιλείας των ουρανών είναι όμοιος με έναν άνθρωπο οικοδεσπότη, που βγάζει από τον θησαυρό του καινούργια και παλιά. Kαι καθώς ο Iησούς τελείωσε αυτές τις παραβολές, αναχώρησε από εκεί. Kαι όταν ήρθε στην πατρίδα του, τους δίδασκε στη συναγωγή τους, ώστε εκπλήττονταν και έλεγαν: Aπό πού προέρχεται σ’ αυτόν αυτή η σοφία και οι δυνάμεις; Aυτός δεν είναι ο γιος τού μαραγκού;11 H μητέρα του δεν λέγεται Mαρία, και οι αδελφοί του Iάκωβος και Iωσής και Σίμωνας και Iούδας; Kαι οι αδελφές του δεν είναι όλες κοντά μας; Aπό πού, λοιπόν, προέρχονται σ’ αυτόν όλα αυτά; Kαι σκανδαλίζονταν μ’ αυτόν. Kαι ο Iησούς τούς είπε: Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή, παρά μονάχα στην πατρίδα του, και στο σπίτι του. Kαι δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα εξαιτίας τής απιστίας τους.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 13:1-58 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Εκείνη την ημέρα ο Ιησούς βγήκε από το σπίτι και καθόταν δίπλα στη λίμνη. Γύρω του μαζεύτηκε πολύς κόσμος· γι’ αυτό μπήκε και κάθισε σ’ ένα καΐκι κι όλος ο κόσμος στεκόταν στο γιαλό. Τους είπε πολλά με παραβολές: «Βγήκε ο σποριάς να σπείρει. Καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, κι ήρθαν τα πουλιά και τους έφαγαν όλους. Άλλοι έπεσαν σε έδαφος πετρώδες, που δεν είχε πολύ χώμα, κι αμέσως φύτρωσαν, γιατί το χώμα ήταν λιγοστό. Μόλις όμως ανέτειλε ο ήλιος κάηκαν και, επειδή δεν είχαν ρίζες, ξεράθηκαν. Άλλοι σπόροι πάλι έπεσαν στ’ αγκάθια και, όταν τ’ αγκάθια μεγάλωσαν, τους έπνιξαν. Τέλος άλλοι έπεσαν στο γόνιμο έδαφος και έδωσαν καρπό, άλλοι εκατό φορές περισσότερο, άλλοι εξήντα κι άλλοι τριάντα. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει». Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ρώτησαν: «Γιατί τους μιλάς με παραβολές;» Αυτός τους απάντησε: «Γιατί σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ’ εκείνους όμως όχι. Όποιος έχει, σ’ αυτόν θα δοθεί, και μάλιστα με το παραπάνω. Όποιος όμως δεν έχει, κι αυτό που έχει θα του το πάρουν. Γι’ αυτό τους μιλάω με παραβολές· για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, κι ενώ ακούν να μην ακούν ούτε να καταλαβαίνουν, μήπως έτσι κάποτε μετανοήσουν. Τότε θα εκπληρωθεί σ’ αυτούς η προφητεία του Ησαΐα, η οποία λέει: Θ’ ακούσετε με την ακοή μα δε θα καταλάβετε, και θα δείτε μα δε θ’ αντιληφθείτε. Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού, και με τ’ αυτιά βαριάκουσαν κι έκλεισαν τα μάτια τους· για να μη δούνε με τα μάτια κι ακούσουν με τ’ αυτιά και καταλάβουν με την καρδιά, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω. Μακάρια όμως τα δικά σας μάτια γιατί βλέπουν, και τ’ αυτιά σας γιατί ακούνε! Σας βεβαιώνω πως πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, μα δεν τα είδαν· και ν’ ακούσουν όσα ακούτε εσείς, μα δεν τα άκουσαν». «Ακούστε, λοιπόν, εσείς την εξήγηση της παραβολής του σποριά: Σ’ εκείνον που ακούει το κήρυγμα για τη βασιλεία και δεν το αποδέχεται, έρχεται ο πονηρός και του παίρνει ό,τι σπάρθηκε στην καρδιά του· αυτός είναι ο σπόρος που σπάρθηκε στο δρόμο. Αυτός που σπάρθηκε σε πετρώδες έδαφος είναι όποιος ακούει το λόγο και τον δέχεται αμέσως με πολλή χαρά, δεν έχει όμως μέσα του ρίζα και είναι προσωρινός· κι όταν αρχίσουν οι κατατρεγμοί κι οι διωγμοί εξαιτίας του ευαγγελίου, αμέσως το απαρνιέται. Ο σπόρος που σπάρθηκε στ’ αγκάθια, είναι όποιος ακούει το λόγο, η μέριμνα όμως για τα εγκόσμια και η απάτη του πλούτου καταπνίγουν το λόγο, κι έτσι δεν καρποφορεί. Και με το σπόρο που σπάρθηκε στο γόνιμο έδαφος εννοείται όποιος ακούει το ευαγγέλιο και το αποδέχεται· αυτός, λοιπόν, φέρνει καρπό και κάνει άλλος εκατό, άλλος εξήντα κι άλλος τριάντα φορές περισσότερο». Ο Ιησούς τους διηγήθηκε κι άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. Ενώ όμως οι άνθρωποι κοιμούνταν, πήγε ο εχθρός του κι έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι κι ύστερα έφυγε. Μόλις βλάστησαν τα σπαρτά κι έδεσαν καρπό, τότε φάνηκαν και τα ζιζάνια. Πήγαν τότε οι δούλοι του οικοδεσπότη και του είπαν: “κύριε, δεν έσπειρες καλό σπόρο στο χωράφι σου; Πώς λοιπόν έχει ζιζάνια;” Εκείνος τους είπε: “κάποιος εχθρός το έκανε αυτό”. Του λένε οι δούλοι: “θέλεις να πάμε να τα μαζέψουμε;” Κι αυτός τους είπε: “όχι, γιατί μπορεί, μαζεύοντας τα ζιζάνια, να ξεριζώσετε μαζί μ’ αυτά και το σιτάρι. Αφήστε να μεγαλώνουν και τα δύο μαζί ως το θερισμό· κι όταν έρθει η ώρα του θερισμού, θα πω στους θεριστές: Μαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια και δέστε τα δεμάτια για να τα κάψετε· το σιτάρι όμως να το συνάξετε στην αποθήκη μου”». Τους διηγήθηκε και μιαν άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που τον πήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στο χωράφι του. Είναι μικρότερος απ’ όλους τους σπόρους, όταν όμως μεγαλώσει, ξεπερνά όλα τα λαχανικά και γίνεται δέντρο, ώστε να έρχονται τα πουλιά και να φωλιάζουν στα κλαδιά του». Τους είπε και μιαν άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι, που το πήρε μια γυναίκα και το ανακάτεψε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο». Όλα αυτά τα είπε ο Ιησούς στο πλήθος με παραβολές και δεν τους έλεγε τίποτα χωρίς παραβολή· έτσι εκπληρώθηκε αυτό που είπε ο Θεός με το στόμα του προφήτη: Θα μιλήσω με παραβολές, θα πω πράγματα κρυμμένα από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τότε άφησε το πλήθος και ήρθε στο σπίτι του. Και πήγαν οι μαθητές του και του είπαν: «Εξήγησέ μας την παραβολή για τα ζιζάνια στο χωράφι». Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Ο σποριάς που σπέρνει τον καλό σπόρο είναι ο Υιός του Ανθρώπου, το χωράφι είναι ο κόσμος και ο καλός σπόρος είναι όσοι ανήκουν στη βασιλεία του Θεού. Τα ζιζάνια είναι όσοι ανήκουν στον πονηρό, ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος, ο θερισμός είναι το τέλος του κόσμου και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει στο τέλος του κόσμου. Ο Υιός του Ανθρώπου θα στείλει τους αγγέλους του και θα μαζέψουν από το χώρο της βασιλείας του όσους προκαλούν την πτώση των άλλων και κάνουν πράγματα αντίθετα με το νόμο του Θεού, και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει». «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει επίσης με θησαυρό κρυμμένο στο χωράφι, που τον βρήκε ένας άνθρωπος και τον έκρυψε, κι όλος χαρά πάει και πουλάει όλα όσα έχει κι αγοράζει εκείνο το χωράφι». «Η βασιλεία των ουρανών πάλι μοιάζει μ’ έναν έμπορο, που ζητούσε να βρει όμορφα μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε ένα πανάκριβο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε». «Η βασιλεία των ουρανών είναι πάλι όμοια μ’ ένα δίχτυ, που το έριξαν στη θάλασσα και έπιασε κάθε λογής ψάρια. Όταν γέμισε, το έσυραν έξω στο γιαλό και κάθισαν και μάζεψαν τα καλά ψάρια σε πανέρια, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. Έτσι θα γίνει και στο τέλος του κόσμου· θα βγουν οι άγγελοι και θα ξεχωρίσουν τους κακούς ανάμεσα από τους ευσεβείς και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ο Ιησούς τους ρωτάει: «Τα καταλάβατε όλα αυτά;» Του απαντούν: «Ναι». Κι αυτός τους λέει: «Γι’ αυτό, κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε τη βασιλεία του Θεού είναι όμοιος μ’ έναν πλούσιο που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούριους και παλιούς θησαυρούς». Μόλις τελείωσε ο Ιησούς μ’ αυτές τις παραβολές, έφυγε από ’κει. Πήγε στην πατρίδα του και τους δίδασκε στη συναγωγή τους, κι αυτοί απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού απέκτησε αυτός τη σοφία τούτη κι αυτές τις θαυματουργικές δυνάμεις; Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού; Η μητέρα του δεν λέγεται Μαριάμ και οι αδερφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Κι οι αδερφές του δε μένουν όλες στον τόπο μας; Από πού, λοιπόν, τα κατέχει όλα αυτά;» Κι αυτό τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του κι η οικογένειά του». Και δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα εξαιτίας της απιστίας τους.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 13:1-58 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Εκείνη την ημέρα ο Ιησούς βγήκε από το σπίτι και καθόταν δίπλα στη λίμνη. Γύρω του μαζεύτηκε πολύς κόσμος· γι’ αυτό μπήκε και κάθισε σ’ ένα καΐκι κι όλος ο κόσμος στεκόταν στο γιαλό. Τους είπε πολλά με παραβολές: «Βγήκε ο σποριάς να σπείρει. Καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, κι ήρθαν τα πουλιά και τους έφαγαν όλους. Άλλοι έπεσαν σε έδαφος πετρώδες, που δεν είχε πολύ χώμα, κι αμέσως φύτρωσαν, γιατί το χώμα ήταν λιγοστό. Μόλις όμως ανέτειλε ο ήλιος κάηκαν και, επειδή δεν είχαν ρίζες, ξεράθηκαν. Άλλοι σπόροι πάλι έπεσαν στ’ αγκάθια και, όταν τ’ αγκάθια μεγάλωσαν, τους έπνιξαν. Τέλος άλλοι έπεσαν στο γόνιμο έδαφος και έδωσαν καρπό, άλλοι εκατό φορές περισσότερο, άλλοι εξήντα κι άλλοι τριάντα. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει». Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ρώτησαν: «Γιατί τους μιλάς με παραβολές;» Αυτός τους απάντησε: «Γιατί σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ’ εκείνους όμως όχι. Όποιος έχει, σ’ αυτόν θα δοθεί, και μάλιστα με το παραπάνω. Όποιος όμως δεν έχει, κι αυτό που έχει θα του το πάρουν. Γι’ αυτό τους μιλάω με παραβολές· για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, κι ενώ ακούν να μην ακούν ούτε να καταλαβαίνουν, μήπως έτσι κάποτε μετανοήσουν. Τότε θα εκπληρωθεί σ’ αυτούς η προφητεία του Ησαΐα, η οποία λέει: Θ’ ακούσετε με την ακοή μα δε θα καταλάβετε, και θα δείτε μα δε θ’ αντιληφθείτε. Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού, και με τ’ αυτιά βαριάκουσαν κι έκλεισαν τα μάτια τους· για να μη δούνε με τα μάτια κι ακούσουν με τ’ αυτιά και καταλάβουν με την καρδιά, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω. Μακάρια όμως τα δικά σας μάτια γιατί βλέπουν, και τ’ αυτιά σας γιατί ακούνε! Σας βεβαιώνω πως πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, μα δεν τα είδαν· και ν’ ακούσουν όσα ακούτε εσείς, μα δεν τα άκουσαν». «Ακούστε, λοιπόν, εσείς την εξήγηση της παραβολής του σποριά: Σ’ εκείνον που ακούει το κήρυγμα για τη βασιλεία και δεν το αποδέχεται, έρχεται ο πονηρός και του παίρνει ό,τι σπάρθηκε στην καρδιά του· αυτός είναι ο σπόρος που σπάρθηκε στο δρόμο. Αυτός που σπάρθηκε σε πετρώδες έδαφος είναι όποιος ακούει το λόγο και τον δέχεται αμέσως με πολλή χαρά, δεν έχει όμως μέσα του ρίζα και είναι προσωρινός· κι όταν αρχίσουν οι κατατρεγμοί κι οι διωγμοί εξαιτίας του ευαγγελίου, αμέσως το απαρνιέται. Ο σπόρος που σπάρθηκε στ’ αγκάθια, είναι όποιος ακούει το λόγο, η μέριμνα όμως για τα εγκόσμια και η απάτη του πλούτου καταπνίγουν το λόγο, κι έτσι δεν καρποφορεί. Και με το σπόρο που σπάρθηκε στο γόνιμο έδαφος εννοείται όποιος ακούει το ευαγγέλιο και το αποδέχεται· αυτός, λοιπόν, φέρνει καρπό και κάνει άλλος εκατό, άλλος εξήντα κι άλλος τριάντα φορές περισσότερο». Ο Ιησούς τους διηγήθηκε κι άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. Ενώ όμως οι άνθρωποι κοιμούνταν, πήγε ο εχθρός του κι έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι κι ύστερα έφυγε. Μόλις βλάστησαν τα σπαρτά κι έδεσαν καρπό, τότε φάνηκαν και τα ζιζάνια. Πήγαν τότε οι δούλοι του οικοδεσπότη και του είπαν: “κύριε, δεν έσπειρες καλό σπόρο στο χωράφι σου; Πώς λοιπόν έχει ζιζάνια;” Εκείνος τους είπε: “κάποιος εχθρός το έκανε αυτό”. Του λένε οι δούλοι: “θέλεις να πάμε να τα μαζέψουμε;” Κι αυτός τους είπε: “όχι, γιατί μπορεί, μαζεύοντας τα ζιζάνια, να ξεριζώσετε μαζί μ’ αυτά και το σιτάρι. Αφήστε να μεγαλώνουν και τα δύο μαζί ως το θερισμό· κι όταν έρθει η ώρα του θερισμού, θα πω στους θεριστές: Μαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια και δέστε τα δεμάτια για να τα κάψετε· το σιτάρι όμως να το συνάξετε στην αποθήκη μου”». Τους διηγήθηκε και μιαν άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που τον πήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στο χωράφι του. Είναι μικρότερος απ’ όλους τους σπόρους, όταν όμως μεγαλώσει, ξεπερνά όλα τα λαχανικά και γίνεται δέντρο, ώστε να έρχονται τα πουλιά και να φωλιάζουν στα κλαδιά του». Τους είπε και μιαν άλλη παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι, που το πήρε μια γυναίκα και το ανακάτεψε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο». Όλα αυτά τα είπε ο Ιησούς στο πλήθος με παραβολές και δεν τους έλεγε τίποτα χωρίς παραβολή· έτσι εκπληρώθηκε αυτό που είπε ο Θεός με το στόμα του προφήτη: Θα μιλήσω με παραβολές, θα πω πράγματα κρυμμένα από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τότε άφησε το πλήθος και ήρθε στο σπίτι του. Και πήγαν οι μαθητές του και του είπαν: «Εξήγησέ μας την παραβολή για τα ζιζάνια στο χωράφι». Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Ο σποριάς που σπέρνει τον καλό σπόρο είναι ο Υιός του Ανθρώπου, το χωράφι είναι ο κόσμος και ο καλός σπόρος είναι όσοι ανήκουν στη βασιλεία του Θεού. Τα ζιζάνια είναι όσοι ανήκουν στον πονηρό, ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος, ο θερισμός είναι το τέλος του κόσμου και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει στο τέλος του κόσμου. Ο Υιός του Ανθρώπου θα στείλει τους αγγέλους του και θα μαζέψουν από το χώρο της βασιλείας του όσους προκαλούν την πτώση των άλλων και κάνουν πράγματα αντίθετα με το νόμο του Θεού, και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει». «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει επίσης με θησαυρό κρυμμένο στο χωράφι, που τον βρήκε ένας άνθρωπος και τον έκρυψε, κι όλος χαρά πάει και πουλάει όλα όσα έχει κι αγοράζει εκείνο το χωράφι». «Η βασιλεία των ουρανών πάλι μοιάζει μ’ έναν έμπορο, που ζητούσε να βρει όμορφα μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε ένα πανάκριβο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε». «Η βασιλεία των ουρανών είναι πάλι όμοια μ’ ένα δίχτυ, που το έριξαν στη θάλασσα και έπιασε κάθε λογής ψάρια. Όταν γέμισε, το έσυραν έξω στο γιαλό και κάθισαν και μάζεψαν τα καλά ψάρια σε πανέρια, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. Έτσι θα γίνει και στο τέλος του κόσμου· θα βγουν οι άγγελοι και θα ξεχωρίσουν τους κακούς ανάμεσα από τους ευσεβείς και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ο Ιησούς τους ρωτάει: «Τα καταλάβατε όλα αυτά;» Του απαντούν: «Ναι». Κι αυτός τους λέει: «Γι’ αυτό, κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε τη βασιλεία του Θεού είναι όμοιος μ’ έναν πλούσιο που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούριους και παλιούς θησαυρούς». Μόλις τελείωσε ο Ιησούς μ’ αυτές τις παραβολές, έφυγε από ’κει. Πήγε στην πατρίδα του και τους δίδασκε στη συναγωγή τους, κι αυτοί απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού απέκτησε αυτός τη σοφία τούτη κι αυτές τις θαυματουργικές δυνάμεις; Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού; Η μητέρα του δεν λέγεται Μαριάμ και οι αδερφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Κι οι αδερφές του δε μένουν όλες στον τόπο μας; Από πού, λοιπόν, τα κατέχει όλα αυτά;» Κι αυτό τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του κι η οικογένειά του». Και δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα εξαιτίας της απιστίας τους.