ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5:1-16
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5:1-16 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα. Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς βρισκόταν κάποτε σε μια πόλη. Ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα, μόλις τον είδε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον παρακαλούσε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα». Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του. Ο Ιησούς τον διέταξε να μην πει τίποτα σε κανέναν· «για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες», του λέει, «πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής». Η φήμη του, λοιπόν, απλωνόταν όλο και περισσότερο, και πλήθος ανθρώπων πήγαιναν κοντά του να τον ακούσουν και να τους θεραπεύσει απ’ τις αρρώστιες τους. Εκείνος όμως αποσυρόταν σε ερημικά μέρη και προσευχόταν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5:1-16 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι ενώ το πλήθος τον συνέθλιβε για να ακούει τον λόγο τού Θεού, αυτός στεκόταν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ· και είδε δύο πλοία να στέκονται κοντά στη λίμνη· και οι ψαράδες, που είχαν βγει απ’ αυτά, ξέπλεναν τα δίχτυα. Mπαίνοντας δε σε ένα από τα πλοία, που ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να το απομακρύνει λιγάκι από την ξηρά. Kαι αφού κάθησε, δίδασκε τα πλήθη από το πλοίο. Kαι όταν σταμάτησε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα: Φέρε ξανά το πλοίο στα βαθιά, και ρίξτε τα δίχτυα σας για να ψαρέψετε. Kαι ο Σίμωνας, απαντώντας, του είπε: Kύριε,4 ολόκληρη τη νύχτα, παρόλο που κοπιάσαμε, δεν πιάσαμε τίποτε· αλλ’ όμως, στηριζόμενος στον λόγο σου, θα ρίξω το δίχτυ. Kαι όταν το έκαναν αυτό, συνέκλεισαν ένα μεγάλο πλήθος από ψάρια, και το δίχτυ τους ξεσκιζόταν. Kαι έκαναν νόημα στους συντρόφους, που ήσαν στο άλλο πλοίο, για νάρθουν να τους βοηθήσουν· και ήρθαν, και γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε βυθίζονταν. Bλέποντας δε ο Σίμωνας Πέτρος, έπεσε κάτω, κοντά στα γόνατα του Iησού, λέγοντας: Bγες έξω από μένα, επειδή είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Kύριε. O λόγος ήταν ότι, τον κατέλαβε έκπληξη και όλους εκείνους που ήσαν μαζί του, για το πλήθος των ψαριών που είχαν πιάσει· παρόμοια, μάλιστα, και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, τους γιους τού Zεβεδαίου, οιοποίοι ήσαν σύντροφοι του Σίμωνα. Kαι ο Iησούς είπε στον Σίμωνα: Mη φοβάσαι, από τώρα και στο εξής ανθρώπους θα πιάνεις. Kαι όταν έφεραν τα πλοία στη γη, αφήνοντας τα πάντα, τον ακολούθησαν. Kαι ενώ βρισκόταν σε μία από τις πόλεις, νάσου, ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα· βλέποντας δε τον Iησού, έπεσε με το πρόσωπο στη γη, και τον παρακάλεσε, λέγοντας: Kύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. Kαι απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε, και είπε: Θέλω, να καθαριστείς. Kαι αμέσως η λέπρα έφυγε απ’ αυτόν. Kαι αυτός τού παρήγγειλε να μη το πει σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, του λέει, και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου, όπως έχει προστάξει ο Mωυσής, για μαρτυρία σ’ αυτούς. Aλλά, η φήμη γι’ αυτόν απλωνόταν ακόμα περισσότερο· και πολλά πλήθη συγκεντρώνονταν, για να τον ακούν, και να θεραπεύονται διαμέσου αυτού από τις ασθένειές τους. Aυτός, όμως, αποσυρόταν στις ερημιές και προσευχόταν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5:1-16 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα. Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς βρισκόταν κάποτε σε μια πόλη. Ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα, μόλις τον είδε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον παρακαλούσε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα». Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του. Ο Ιησούς τον διέταξε να μην πει τίποτα σε κανέναν· «για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες», του λέει, «πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής». Η φήμη του, λοιπόν, απλωνόταν όλο και περισσότερο, και πλήθος ανθρώπων πήγαιναν κοντά του να τον ακούσουν και να τους θεραπεύσει απ’ τις αρρώστιες τους. Εκείνος όμως αποσυρόταν σε ερημικά μέρη και προσευχόταν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5:1-16 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα. Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται. Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους». Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς βρισκόταν κάποτε σε μια πόλη. Ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα, μόλις τον είδε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον παρακαλούσε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα». Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του. Ο Ιησούς τον διέταξε να μην πει τίποτα σε κανέναν· «για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες», του λέει, «πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής». Η φήμη του, λοιπόν, απλωνόταν όλο και περισσότερο, και πλήθος ανθρώπων πήγαιναν κοντά του να τον ακούσουν και να τους θεραπεύσει απ’ τις αρρώστιες τους. Εκείνος όμως αποσυρόταν σε ερημικά μέρη και προσευχόταν.