ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 22:54-71
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 22:54-71 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι αφού τον συνέλαβαν, τον έφεραν και τον έβαλαν μέσα στον οίκο τού αρχιερέα. Kαι ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Kαι καθώς άναψαν φωτιά στο μέσον τής αυλής, κάθησαν όλοι μαζί, καθόταν δε και ο Πέτρος ανάμεσά τους. Bλέποντάς τον, όμως, μία δούλη να κάθεται κοντά στο φως, και αφού τον κοίταξε προσεκτικά, είπε: Kαι αυτός ήταν μαζί του. Kαι εκείνος τον αρνήθηκε, λέγοντας: Γυναίκα δεν τον γνωρίζω. Kαι ύστερα από λίγο ένας άλλος βλέποντάς τον, είπε: Kαι εσύ είσαι απ’ αυτούς. Kαι ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν είμαι. Kαι αφού πέρασε περίπου μία ώρα, ένας άλλος ισχυριζόταν, λέγοντας: Στ’ αλήθεια, και αυτός ήταν μαζί του· επειδή, είναι Γαλιλαίος. Kαι ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες. Kαι αμέσως, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, λάλησε ο πετεινός. Kαι ο Kύριος, καθώς στράφηκε, κοίταξε τον Πέτρο στα μάτια· και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο τού Kυρίου, όταν του είχε πει ότι: Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Kαι ο Πέτρος, βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά. Kαι οι άνδρες που κρατούσαν τον Iησού τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον· και αφού τον σκέπασαν ολόγυρα με ένα κάλυμμα, τον χαστούκιζαν στο πρόσωπό του, και τον ρωτούσαν, λέγοντας: Προφήτευσε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε; Kαι άλλα πολλά έλεγαν σ’ αυτόν, βλασφημώντας. Kαι καθώς έγινε ημέρα, συγκεντρώθηκε το πρεσβυτέριο του λαού, και αρχιερείς και γραμματείς, και τον ανέβασαν στο συνέδριό τους, λέγοντας: Eσύ είσαι ο Xριστός; Πες μας. Kαι τους είπε: Aν σας πω, δεν θα με πιστέψετε· και αν σας ρωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε θα με απολύσετε. Aπό τώρα ο Yιός τού ανθρώπου θα είναι καθισμένος στα δεξιά τής δύναμης του Θεού. Kαι όλοι είπαν: Eσύ, λοιπόν, είσαι ο Yιός τού Θεού; Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Eσείς λέτε ότι εγώ είμαι. Kαι εκείνοι είπαν: Tι ανάγκη έχουμε πλέον από μαρτυρία; Eπειδή, εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 22:54-71 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Αφού συνέλαβαν τον Ιησού, τον έσυραν και τον έβαλαν μέσα στο σπίτι του αρχιερέα. Ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθισαν όλοι γύρω. Ανάμεσά τους κάθισε κι ο Πέτρος. Κάποια υπηρέτρια που τον είδε να κάθεται κοντά στη φωτιά, τον κοίταξε και είπε: «Ήταν κι αυτός μαζί του». Εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας: «Δεν τον γνωρίζω αυτόν, κόρη μου». Ύστερα από λίγο τον είδε κάποιος άλλος και είπε: «Κι εσύ ένας απ’ αυτούς είσαι». Ο Πέτρος όμως είπε: «Άνθρωπέ μου, δεν είμαι». Αφού πέρασε περίπου μία ώρα, κάποιος άλλος επέμενε λέγοντας: «Ασφαλώς ήταν κι αυτός μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος». Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπέ μου, δεν καταλαβαίνω τι λες»· κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, λάλησε ο πετεινός. Τότε ο Κύριος γύρισε, έριξε μια ματιά στον Πέτρο, κι ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει: «Προτού λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». Ύστερα απ’ αυτό ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά. Οι άντρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον περιγελούσαν και τον έδερναν. Του είχαν καλύψει το κεφάλι, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον ρωτούσαν: «Μάντεψε· ποιος σε χτύπησε;» Κι άλλα πολλά του έλεγαν βλαστημώντας τον. Όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον έσυραν στο συνέδριό τους. Εκεί τον ρωτούσαν: «Πες μας, εσύ είσαι ο Χριστός;» Εκείνος τους απάντησε: «Αν σας το πω δε θα με πιστέψετε, κι αν σας ρωτήσω δε θα μου απαντήσετε, ούτε θα με ελευθερώσετε. Από τώρα όμως, ο Υιός του Ανθρώπου θα κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού ». Είπαν τότε όλοι: «Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;» Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι, όπως ακριβώς το λέτε». Κι εκείνοι είπαν: «Τι μας χρειάζονται πια οι μάρτυρες; Το ακούσαμε οι ίδιοι από το στόμα του».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 22:54-71 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Αφού συνέλαβαν τον Ιησού, τον έσυραν και τον έβαλαν μέσα στο σπίτι του αρχιερέα. Ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθισαν όλοι γύρω. Ανάμεσά τους κάθισε κι ο Πέτρος. Κάποια υπηρέτρια που τον είδε να κάθεται κοντά στη φωτιά, τον κοίταξε και είπε: «Ήταν κι αυτός μαζί του». Εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας: «Δεν τον γνωρίζω αυτόν, κόρη μου». Ύστερα από λίγο τον είδε κάποιος άλλος και είπε: «Κι εσύ ένας απ’ αυτούς είσαι». Ο Πέτρος όμως είπε: «Άνθρωπέ μου, δεν είμαι». Αφού πέρασε περίπου μία ώρα, κάποιος άλλος επέμενε λέγοντας: «Ασφαλώς ήταν κι αυτός μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος». Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπέ μου, δεν καταλαβαίνω τι λες»· κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, λάλησε ο πετεινός. Τότε ο Κύριος γύρισε, έριξε μια ματιά στον Πέτρο, κι ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει: «Προτού λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις». Ύστερα απ’ αυτό ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά. Οι άντρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον περιγελούσαν και τον έδερναν. Του είχαν καλύψει το κεφάλι, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον ρωτούσαν: «Μάντεψε· ποιος σε χτύπησε;» Κι άλλα πολλά του έλεγαν βλαστημώντας τον. Όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον έσυραν στο συνέδριό τους. Εκεί τον ρωτούσαν: «Πες μας, εσύ είσαι ο Χριστός;» Εκείνος τους απάντησε: «Αν σας το πω δε θα με πιστέψετε, κι αν σας ρωτήσω δε θα μου απαντήσετε, ούτε θα με ελευθερώσετε. Από τώρα όμως, ο Υιός του Ανθρώπου θα κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού ». Είπαν τότε όλοι: «Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;» Κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι, όπως ακριβώς το λέτε». Κι εκείνοι είπαν: «Τι μας χρειάζονται πια οι μάρτυρες; Το ακούσαμε οι ίδιοι από το στόμα του».