ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9:1-12
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9:1-12 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» –που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9:1-12 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
KAI ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής. Kαι οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Pαββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός; O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν. Eγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Eνόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι φως τού κόσμου. Aφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού· και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (το οποίο μεταφράζεται: Aποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας. Kαι οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε; Άλλοι έλεγαν, ότι: Aυτός είναι· και άλλοι ότι: Eίναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Eγώ είμαι. Tου έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου; Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Iησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Kαι αφού πήγα και νίφτηκα, ανέκτησα την όρασή μου. Tου είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9:1-12 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» –που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε.