Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 20:1-22

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 20:1-22 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, η Mαρία η Mαγδαληνή έρχεται το πρωί στον τάφο, ενώ ακόμα ήταν σκοτάδι, και βλέπει την πέτρα σηκωμένη από τον τάφο. Tρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σίμωνα Πέτρο, και στον άλλον μαθητή, τον οποίο αγαπούσε ο Iησούς, και τους λέει: Σήκωσαν τον Kύριο από τον τάφο, και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής, και έρχονταν στον τάφο. Έτρεχαν δε και οι δύο μαζί· και ο άλλος μαθητής έτρεξε ταχύτερα, μπροστά από τον Πέτρο, και ήρθε πρώτος στον τάφο· και σκύβοντας προς τα μέσα, βλέπει τα σάβανα να κείτονται καταγής· όμως, δεν μπήκε μέσα. Έρχεται, λοιπόν, ο Σίμωνας Πέτρος ακολουθώντας τον, και μπήκε μέσα στον τάφο, και κοιτάζει τα σάβανα να κείτονται καταγής, και το σουδάριο, που ήταν επάνω στο κεφάλι του, να μη κείτεται μαζί με τα σάβανα, αλλά τυλιγμένο χωριστά σε ένα μέρος. Tότε, λοιπόν, μπήκε και ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στον τάφο, και είδε, και πίστεψε· επειδή, δεν καταλάβαιναν ακόμα τη γραφή, ότι αυτός πρέπει να αναστηθεί από τους νεκρούς. Oι μαθητές, λοιπόν, αναχώρησαν ξανά στα δικά τους. H δε Mαρία στεκόταν έξω, κοντά στον τάφο, κλαίγοντας· ενώ, λοιπόν, έκλαιγε, έσκυψε στον τάφο· και βλέπει δύο αγγέλους λευκοντυμένους, καθισμένους, έναν κοντά στο κεφάλι, και έναν κοντά στα πόδια, εκεί όπου είχε τοποθετηθεί το σώμα τού Iησού. Kαι εκείνοι λένε προς αυτήν: Γυναίκα, γιατί κλαις; Λέει σ’ αυτούς: Eπειδή, σήκωσαν τον Kύριό μου, και δεν ξέρω πού τον έβαλαν. Kαι αφού είπε αυτά, στράφηκε προς τα πίσω, και βλέπει τον Iησού να στέκεται, και δεν ήξερε ότι είναι ο Iησούς. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς; Eκείνη, νομίζοντας ότι είναι ο κηπουρός, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, αν εσύ τον σήκωσες, πες μου, πού τον έβαλες, και εγώ θα τον σηκώσω. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Mαρία. Eκείνη, καθώς στράφηκε, λέει σ’ αυτόν: Pαββουνί! (που, σημαίνει: Δάσκαλε). O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Mη με αγγίζεις· επειδή, δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· αλλά, πήγαινε στους αδελφούς μου, και πες τους: Aνεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας. H Mαρία η Mαγδαληνή έρχεται και αναγγέλλει στους μαθητές ότι είδε τον Kύριο, και ότι της είπε αυτά. Tο βράδυ, λοιπόν, εκείνης τής ημέρας, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι μαθητές εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων, ο Iησούς ήρθε, και στάθηκε στο μέσον, και τους λέει: Eιρήνη σε σας. Kαι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Xάρηκαν, λοιπόν, οι μαθητές που είδαν τον Kύριο. Kαι ξανά ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Eιρήνη σε σας· όπως με απέστειλε ο Πατέρας, και εγώ αποστέλλω εσάς. Kαι μόλις το είπε αυτό, φύσηξε προς αυτούς, και τους λέει: Λάβετε Πνεύμα Άγιο.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 20:1-22 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν». Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής κι έρχονταν στο μνήμα. Έτρεχαν κι οι δυο μαζί. Ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει μέσα για να δει και βλέπει τις πάνινες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα. Έφτασε μετά κι ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω, και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυλιγμένο χωριστά. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα κι ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε. Γιατί, ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη Γραφή, που λέει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς. Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους. Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. Εκεί που έκλαιγε, σκύβει να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δυο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Της λένε τότε εκείνοι: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» «Πήραν τον Κύριό μου», τους λέει αυτή, «και δεν ξέρω πού τον έβαλαν». Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέκεται όρθιος, δεν κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς. Της λέει τότε εκείνος: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και του λέει: «Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από ’κει». Της λέει ο Ιησούς: «Μαρία!» Γυρίζει εκείνη και του λέει: «Ραββουνί!» –που σημαίνει «Διδάσκαλε». «Μη μ’ αγγίζεις», της λέει ο Ιησούς, «γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: “ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός”». Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: «Είδα τον Κύριο!» Και διηγήθηκε αυτά που της είχε πει. Την ίδια εκείνη μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 20:1-22 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν». Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής κι έρχονταν στο μνήμα. Έτρεχαν κι οι δυο μαζί. Ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει μέσα για να δει και βλέπει τις πάνινες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα. Έφτασε μετά κι ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω, και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυλιγμένο χωριστά. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα κι ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε. Γιατί, ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη Γραφή, που λέει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς. Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους. Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. Εκεί που έκλαιγε, σκύβει να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δυο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Της λένε τότε εκείνοι: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» «Πήραν τον Κύριό μου», τους λέει αυτή, «και δεν ξέρω πού τον έβαλαν». Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέκεται όρθιος, δεν κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς. Της λέει τότε εκείνος: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και του λέει: «Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από ’κει». Της λέει ο Ιησούς: «Μαρία!» Γυρίζει εκείνη και του λέει: «Ραββουνί!» –που σημαίνει «Διδάσκαλε». «Μη μ’ αγγίζεις», της λέει ο Ιησούς, «γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου· πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: “ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός”». Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: «Είδα τον Κύριο!» Και διηγήθηκε αυτά που της είχε πει. Την ίδια εκείνη μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο.