ΚΡΙΤΑΙ 8:22-35
ΚΡΙΤΑΙ 8:22-35 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ύστερα απ’ αυτά οι Ισραηλίτες είπαν στο Γεδεών: «Γίνε εσύ κυβερνήτης μας, έπειτα ο γιος σου και μετά ο εγγονός σου, γιατί εσύ μας ελευθέρωσες από τους Μαδιανίτες». Ο Γεδεών όμως τους απάντησε: «Δε θα σας κυβερνήσω εγώ, ούτε κι ο γιος μου· ο Κύριος θα σας κυβερνάει». Επίσης τους είπε: «Θα σας ζητήσω μια χάρη: Να μου δώσει ο καθένας ένα σκουλαρίκι από τα λάφυρα που πήρε. Γιατί οι Μαδιανίτες φορούσαν χρυσά σκουλαρίκια, όπως οι νομάδες της ερήμου. Αυτοί απάντησαν: «Ευχαρίστως θα σου τα δώσουμε». Έστρωσαν, λοιπόν, ένα πανωφόρι κι έριχναν εκεί ο καθένας τα σκουλαρίκια από τα λάφυρά του. Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών που ζήτησε ο Γεδεών έφτασε τους χίλιους εφτακόσιους χρυσούς σίκλους, χώρια τα στολίδια και τα κρεμαστά σκουλαρίκια και τα κόκκινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, και χώρια οι πολύτιμες αλυσίδες που είχαν οι καμήλες στο λαιμό τους. Μ’ αυτά ο Γεδεών έφτιαξε ένα είδωλο και το τοποθέτησε στην πόλη του, την Οφρά. Όλοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να το λατρεύουν εκεί, κι έγινε αυτό παγίδα για το Γεδεών και την οικογένειά του. Οι Μαδιανίτες υποδουλώθηκαν στους Ισραηλίτες και δε σήκωσαν πια κεφάλι. Έτσι ησύχασε η χώρα για σαράντα χρόνια, όσο δηλαδή ζούσε ο Γεδεών. Ο Ιερουβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, πήγε τότε να μείνει στο σπίτι του. Είχε εβδομήντα γιους, δικά του παιδιά, επειδή είχε πολλές γυναίκες. Μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ, του γέννησε κι αυτή γιο και τον ονόμασαν Αβιμέλεχ. Ο Γεδεών, πέθανε σε μεγάλη ηλικία και θάφτηκε στον τάφο του Ιωάς, του πατέρα του, στην Οφρά, την πόλη των Αβιεζεριτών. Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν τους Βάαλ κι έκαναν θεό τους το Βάαλ-Βερίθ (Βάαλ της Διαθήκης). Ξέχασαν τον Κύριο, το Θεό τους, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους. Κι ούτε έδειξαν καθόλου ευγνωμοσύνη στην οικογένεια του Ιερουβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, για τα όσα καλά είχε κάνει στο λαό Ισραήλ.
ΚΡΙΤΑΙ 8:22-35 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι oι άνδρες τoύ Iσραήλ είπαν στoν Γεδεών: Γίνε άρχoντας επάνω σε μας, και εσύ και o γιoς σoυ, και o γιoς τoύ γιoυ σoυ, επειδή μάς έσωσες από τo χέρι τoύ Mαδιάμ. Kαι o Γεδεών τoύς είπε: Δεν θα γίνω εγώ άρχoντας επάνω σε σας, αλλ’ oύτε o γιoς μoυ θα γίνει άρχoντας επάνω σε σας· o Kύριoς θα είναι άρχoντας επάνω σας. Kαι o Γεδεών τoύς είπε ακόμα: Θα ζητήσω από σας ένα ζήτημα· δώστε μoυ κάθε ένας σας τα σκoυλαρίκια από τα λάφυρά τoυ· επειδή, oι εχθρoί είχαν χρυσά σκoυλαρίκια, μια πoυ ήσαν Iσμαηλίτες. Kαι εκείνoι απάντησαν: Θα σoυ τα δώσoυμε ευχαρίστως. Kαι άπλωσαν ένα φόρεμα και κάθε ένας έρριχνε εκεί τα σκoυλαρίκια από τα λάφυρά τoυ. Kαι τo βάρoς των χρυσών σκoυλαρικιών, πoυ ζήτησε, ήταν 1.700 χρυσοί σίκλoι· εκτός από τoυς μηνίσκoυς και τα περιδέραια, και τα πoρφυρένια υφάσματα, πoυ ήσαν επάνω στoυς βασιλιάδες τoύ Mαδιάμ, και εκτός από τα περιλαίμια, πoυ ήσαν στoυς λαιμoύς των καμήλων τoυς. Kαι o Γεδεών έκανε απ’ αυτά ένα εφόδ, και τo έβαλε στην πόλη τoυ, στην Oφρά· και πόρνευσε oλόκληρoς o Iσραήλ πίσω απ’ αυτό, εκεί· και έγινε παγίδα στoν Γεδεών και στην oικoγένειά τoυ. Kαι o Mαδιάμ ταπεινώθηκε μπρoστά από τoυς γιoυς Iσραήλ, και δεν σήκωσε πλέoν τo κεφάλι τoυ. Kαι η γη αναπαύθηκε 40 χρόνια στις ημέρες τoύ Γεδεών. Tότε, o Iερoβάαλ, o γιoς τoύ Iωάς, πήγε και κατoίκησε στο σπίτι τoυ. Kαι o Γεδεών είχε 70 γιoυς πoυ βγήκαν από τoν μηρό τoυ· επειδή, είχε πoλλές γυναίκες. Kαι η παλλακή τoυ, πoυ ήταν στη Συχέμ, και αυτή γέννησε σ’ αυτόν έναν γιo, πoυ αυτός τoν oνόμασε Aβιμέλεχ. Kαι o Γεδεών, o γιoς τoύ Iωάς, πέθανε σε καλά γηρατειά, και θάφτηκε στoν τάφo τoύ Iωάς τoύ πατέρα τoυ, στην Oφρά των Aβί-εζεριτών. Kαι όταν o Γεδεών πέθανε, oι γιoι Iσραήλ γύρισαν και πόρνευσαν πίσω από τoυς Bααλείμ, και έστησαν στoν εαυτό τoυς τoν Bάαλ-βερίθ για θεό. Kαι oι γιoι Iσραήλ δεν θυμήθηκαν τoν Kύριo τoν Θεό τoυς, πoυ τoυς έσωσε από τo χέρι όλων των εχθρών τoυς, oλόγυρα. Kαι δεν έκαναν έλεoς στην oικoγένεια τoυ Iερoβάαλ Γεδεών, ανάλoγα πρoς όλα τα αγαθά, πoυ έκανε στoν Iσραήλ.
ΚΡΙΤΑΙ 8:22-35 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Ύστερα απ’ αυτά οι Ισραηλίτες είπαν στο Γεδεών: «Γίνε εσύ κυβερνήτης μας, έπειτα ο γιος σου και μετά ο εγγονός σου, γιατί εσύ μας ελευθέρωσες από τους Μαδιανίτες». Ο Γεδεών όμως τους απάντησε: «Δε θα σας κυβερνήσω εγώ, ούτε κι ο γιος μου· ο Κύριος θα σας κυβερνάει». Επίσης τους είπε: «Θα σας ζητήσω μια χάρη: Να μου δώσει ο καθένας ένα σκουλαρίκι από τα λάφυρα που πήρε. Γιατί οι Μαδιανίτες φορούσαν χρυσά σκουλαρίκια, όπως οι νομάδες της ερήμου. Αυτοί απάντησαν: «Ευχαρίστως θα σου τα δώσουμε». Έστρωσαν, λοιπόν, ένα πανωφόρι κι έριχναν εκεί ο καθένας τα σκουλαρίκια από τα λάφυρά του. Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών που ζήτησε ο Γεδεών έφτασε τους χίλιους εφτακόσιους χρυσούς σίκλους, χώρια τα στολίδια και τα κρεμαστά σκουλαρίκια και τα κόκκινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, και χώρια οι πολύτιμες αλυσίδες που είχαν οι καμήλες στο λαιμό τους. Μ’ αυτά ο Γεδεών έφτιαξε ένα είδωλο και το τοποθέτησε στην πόλη του, την Οφρά. Όλοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να το λατρεύουν εκεί, κι έγινε αυτό παγίδα για το Γεδεών και την οικογένειά του. Οι Μαδιανίτες υποδουλώθηκαν στους Ισραηλίτες και δε σήκωσαν πια κεφάλι. Έτσι ησύχασε η χώρα για σαράντα χρόνια, όσο δηλαδή ζούσε ο Γεδεών. Ο Ιερουβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, πήγε τότε να μείνει στο σπίτι του. Είχε εβδομήντα γιους, δικά του παιδιά, επειδή είχε πολλές γυναίκες. Μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ, του γέννησε κι αυτή γιο και τον ονόμασαν Αβιμέλεχ. Ο Γεδεών, πέθανε σε μεγάλη ηλικία και θάφτηκε στον τάφο του Ιωάς, του πατέρα του, στην Οφρά, την πόλη των Αβιεζεριτών. Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν τους Βάαλ κι έκαναν θεό τους το Βάαλ-Βερίθ (Βάαλ της Διαθήκης). Ξέχασαν τον Κύριο, το Θεό τους, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους. Κι ούτε έδειξαν καθόλου ευγνωμοσύνη στην οικογένεια του Ιερουβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, για τα όσα καλά είχε κάνει στο λαό Ισραήλ.
ΚΡΙΤΑΙ 8:22-35 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ύστερα απ’ αυτά οι Ισραηλίτες είπαν στο Γεδεών: «Γίνε εσύ κυβερνήτης μας, έπειτα ο γιος σου και μετά ο εγγονός σου, γιατί εσύ μας ελευθέρωσες από τους Μαδιανίτες». Ο Γεδεών όμως τους απάντησε: «Δε θα σας κυβερνήσω εγώ, ούτε κι ο γιος μου· ο Κύριος θα σας κυβερνάει». Επίσης τους είπε: «Θα σας ζητήσω μια χάρη: Να μου δώσει ο καθένας ένα σκουλαρίκι από τα λάφυρα που πήρε. Γιατί οι Μαδιανίτες φορούσαν χρυσά σκουλαρίκια, όπως οι νομάδες της ερήμου. Αυτοί απάντησαν: «Ευχαρίστως θα σου τα δώσουμε». Έστρωσαν, λοιπόν, ένα πανωφόρι κι έριχναν εκεί ο καθένας τα σκουλαρίκια από τα λάφυρά του. Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών που ζήτησε ο Γεδεών έφτασε τους χίλιους εφτακόσιους χρυσούς σίκλους, χώρια τα στολίδια και τα κρεμαστά σκουλαρίκια και τα κόκκινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, και χώρια οι πολύτιμες αλυσίδες που είχαν οι καμήλες στο λαιμό τους. Μ’ αυτά ο Γεδεών έφτιαξε ένα είδωλο και το τοποθέτησε στην πόλη του, την Οφρά. Όλοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να το λατρεύουν εκεί, κι έγινε αυτό παγίδα για το Γεδεών και την οικογένειά του. Οι Μαδιανίτες υποδουλώθηκαν στους Ισραηλίτες και δε σήκωσαν πια κεφάλι. Έτσι ησύχασε η χώρα για σαράντα χρόνια, όσο δηλαδή ζούσε ο Γεδεών. Ο Ιερουβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, πήγε τότε να μείνει στο σπίτι του. Είχε εβδομήντα γιους, δικά του παιδιά, επειδή είχε πολλές γυναίκες. Μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ, του γέννησε κι αυτή γιο και τον ονόμασαν Αβιμέλεχ. Ο Γεδεών, πέθανε σε μεγάλη ηλικία και θάφτηκε στον τάφο του Ιωάς, του πατέρα του, στην Οφρά, την πόλη των Αβιεζεριτών. Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν τους Βάαλ κι έκαναν θεό τους το Βάαλ-Βερίθ (Βάαλ της Διαθήκης). Ξέχασαν τον Κύριο, το Θεό τους, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους. Κι ούτε έδειξαν καθόλου ευγνωμοσύνη στην οικογένεια του Ιερουβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, για τα όσα καλά είχε κάνει στο λαό Ισραήλ.