ΗΣΑΪΑΣ 6:5-13
ΗΣΑΪΑΣ 6:5-13 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Tότε, είπα: Ω, ταλαίπωρoς εγώ! Eπειδή, χάθηκα· για τον λόγο ότι, είμαι άνθρωπoς με ακάθαρτα χείλη, και κατoικώ ανάμεσα σε λαό με ακάθαρτα χείλη· επειδή, τα μάτια μoυ είδαν τoν Bασιλιά, τoν Kύριo των δυνάμεων. Tότε, πέταξε πρoς εμένα ένα από τα Σεραφείμ, έχoντας στo χέρι τoυ ένα κάρβoυνo φωτιάς, πoυ πήρε με τη λαβίδα από τo θυσιαστήριo. Kαι τo άγγιξε στo στόμα μoυ, και είπε: Δες, αυτό άγγιξε τα χείλη σoυ· και η ανoμία σoυ εξαλείφθηκε, και η αμαρτία σoυ καθαρίστηκε. Kαι άκoυσα τη φωνή τoύ Kυρίoυ, πoυ έλεγε: Πoιoν θα αποστείλω, και πoιoς θα πάει για μας; Tότε, είπα: Nάμαι, εγώ, απόστειλέ με. Kαι είπε: Πήγαινε, και να πεις σ’ αυτό τoν λαό: Mε την ακoή θα ακoύσετε, και δεν θα εννoήσετε· και βλέπoντας θα δείτε, και δεν θα καταλάβετε· η καρδιά αυτoύ τoύ λαoύ πάχυνε, και τα αυτιά τoυς έγιναν βαριά, και έκλεισαν τα μάτια τoυς, για να μη βλέπoυν με τα μάτια τoυς, και ακoύν με τα αυτιά τoυς, και καταλάβoυν με την καρδιά τoυς, και επιστρέψoυν και θεραπευτoύν. Tότε, είπα: Kύριε, μέχρι πότε; Kαι απάντησε: Mέχρις ότoυ ερημωθoύν oι πόλεις, ώστε να μη υπάρχει κάτoικoς, και τα σπίτια, ώστε να μη υπάρχει άνθρωπος, και η γη να ερημωθεί oλoκληρωτικά· και o Kύριoς απoμακρύνει τoύς ανθρώπoυς, και γίνει μεγάλη εγκατάλειψη, στo μέσoν τής γης. Eντoύτoις, θα μείνει σ’ αυτή ακόμα ένα δέκατo, και αυτό πάλι θα καταφαγωθεί· σαν την τερέβινθo4 και τη βελανιδιά, πoυ, όταν κόβoνται, απομένει σ’ αυτά o κoρμός , έτσι και τo άγιo σπέρμα θα είναι o κoρμός της.
ΗΣΑΪΑΣ 6:5-13 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Τότε είπα: «Αλίμονό μου, χάθηκα! Γιατί είμαι άνθρωπος με χείλη ακάθαρτα και κατοικώ ανάμεσα σ’ ένα λαό με χείλη ακάθαρτα, και τώρα είδα με τα μάτια μου το βασιλιά, τον Κύριο του σύμπαντος!» Πέταξε τότε κι ήρθε κοντά μου ένα από τα σεραφίμ, κρατώντας ένα κάρβουνο αναμμένο, που το είχε πάρει με λαβίδα απ’ το θυσιαστήριο. Μ’ αυτό άγγιξε το στόμα μου και είπε: «Κοίτα, αυτό άγγιξε τα χείλη σου κι η ανομία σου εξαλείφθηκε· η αμαρτία σου έχει συγχωρηθεί». Έπειτα άκουσα το Θεό να λέει: «Ποιον να στείλω; ποιος θέλει να γίνει ο αγγελιοφόρος μας;» Κι εγώ είπα: «Ορίστε, στείλε εμένα!» Και απάντησε: «Πήγαινε και πες σ’ αυτόν το λαό: “θ’ ακούτε μα δεν θα καταλαβαίνετε. Θα βλέπετε, μα δεν θα εννοείτε!” Κάνε τον να μην καταλαβαίνει, να μην ακούει και να μη βλέπει. Έτσι τυφλοί, κουφοί κι ανόητοι δεν θα επιστρέψουν και δε θα βρουν γιατρειά». «Ως πότε, Κύριε;» ρώτησα. Κι εκείνος απάντησε: «Ωσότου ερημωθούν οι πόλεις και μείνουν ακατοίκητες, ωσότου αδειάσουνε τα σπίτια κι η χώρα μείνει έρημη, ωσότου απομακρύνω τους ανθρώπους κι η χώρα γίνει μια τεράστια έρημος. Κι αν μείνει εκεί κάποιο υπόλοιπο, ακόμα κι ένα δέκατο απ’ τους κατοίκους, με τη σειρά τους κι αυτοί θ’ αφανιστούν, σαν τη τερέβινθο και τη βαλανιδιά, που όταν τις κόβουν μονάχα ένας κορμός τούς απομένει». Απ’ τον κορμό αυτό, όμως, θα γίνει μια νέα αρχή.
ΗΣΑΪΑΣ 6:5-13 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Τότε είπα: «Αλίμονό μου, χάθηκα! Γιατί είμαι άνθρωπος με χείλη ακάθαρτα και κατοικώ ανάμεσα σ’ ένα λαό με χείλη ακάθαρτα, και τώρα είδα με τα μάτια μου το βασιλιά, τον Κύριο του σύμπαντος!» Πέταξε τότε κι ήρθε κοντά μου ένα από τα σεραφίμ, κρατώντας ένα κάρβουνο αναμμένο, που το είχε πάρει με λαβίδα απ’ το θυσιαστήριο. Μ’ αυτό άγγιξε το στόμα μου και είπε: «Κοίτα, αυτό άγγιξε τα χείλη σου κι η ανομία σου εξαλείφθηκε· η αμαρτία σου έχει συγχωρηθεί». Έπειτα άκουσα το Θεό να λέει: «Ποιον να στείλω; ποιος θέλει να γίνει ο αγγελιοφόρος μας;» Κι εγώ είπα: «Ορίστε, στείλε εμένα!» Και απάντησε: «Πήγαινε και πες σ’ αυτόν το λαό: “θ’ ακούτε μα δεν θα καταλαβαίνετε. Θα βλέπετε, μα δεν θα εννοείτε!” Κάνε τον να μην καταλαβαίνει, να μην ακούει και να μη βλέπει. Έτσι τυφλοί, κουφοί κι ανόητοι δεν θα επιστρέψουν και δε θα βρουν γιατρειά». «Ως πότε, Κύριε;» ρώτησα. Κι εκείνος απάντησε: «Ωσότου ερημωθούν οι πόλεις και μείνουν ακατοίκητες, ωσότου αδειάσουνε τα σπίτια κι η χώρα μείνει έρημη, ωσότου απομακρύνω τους ανθρώπους κι η χώρα γίνει μια τεράστια έρημος. Κι αν μείνει εκεί κάποιο υπόλοιπο, ακόμα κι ένα δέκατο απ’ τους κατοίκους, με τη σειρά τους κι αυτοί θ’ αφανιστούν, σαν τη τερέβινθο και τη βαλανιδιά, που όταν τις κόβουν μονάχα ένας κορμός τούς απομένει». Απ’ τον κορμό αυτό, όμως, θα γίνει μια νέα αρχή.