ΗΣΑΪΑΣ 5:1-11
ΗΣΑΪΑΣ 5:1-11 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Θα σας πω το τραγούδι του φίλου μου για το αμπέλι του: Είχα ένα αμπέλι, λέει ο φίλος μου, πάνω σε εύφορη βουνοπλαγιά. Το ’σκαψα, απ’ τα λιθάρια το καθάρισα κι όλο το φύτεψα κλήματα εκλεκτά. Στη μέση του έχτισα έναν πύργο και πατητήρι τού ’φτιαξα. Και πρόσμενα να κάνει ωραία σταφύλια, μα κείνο έκανε ξινοστάφυλα. Κρίνετε, λοιπόν, τώρα εσείς, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και ο λαός του Ιούδα, ανάμεσα σ’ εμένα και στο αμπέλι μου. Τι θα μπορούσα ακόμα να ’χα κάνει γι’ αυτό το αμπέλι μου και δεν το έκανα; Ενώ περίμενα πως θα ’κανε ωραία σταφύλια, γιατί να κάνει ξινοστάφυλα; Τώρα, λοιπόν, θα σας το πω τι πρόκειται στο αμπέλι μου να κάνω: Το φράχτη του θα βγάλω να μπούνε ζωντανά να το βοσκήσουνε· τον τοίχο του θα τον γκρεμίσω ώστε να ποδοπατηθεί. Θα το αφήσω ν’ αγριέψει· ούτε θα κλαδευτεί ούτε θα σκαφτεί. Θ’ αφήσω να φυτρώσουν μέσα εκεί αγκάθια και τριβόλια και θα προστάξω ως και τα σύννεφα πάνω του να μη ρίξουνε βροχή. Λαέ του Ισραήλ, εσείς είστε τ’ αμπέλι, που ανήκει στον Κύριο του σύμπαντος κι εσείς του Ιούδα ο λαός είστε η φυτεία του η αγαπημένη. Περίμενε από σας αγαθοεργίες μα να, τώρα παντού αιματοχυσίες· περίμενε ν’ ασκείτε δικαιοσύνη μα να, κραυγές για τ’ άδικο κι οδύνη. Αλίμονο σ’ εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι άλλο σπίτι κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοχοι! Στ’ αυτιά μου ηχούν τα λόγια του Κυρίου του σύμπαντος: «Πράγματι, όλα αυτά τα σπίτια θα ερημωθούν, αυτές οι ωραίες και μεγάλες κατοικίες θα μείνουν ακατοίκητες. Δέκα στρέμματα αμπέλι θα βγάζουνε μονάχα έναν κουβά κρασί, δέκα σακιά σπόρου θα δίνουνε στο θερισμό μονάχα ένα σακί». Αλίμονο σ’ εκείνους που απ’ το πρωί νωρίς ορμάνε στο πιοτό και που ως τη νύχτα αργά με το κρασί μεθάνε.
ΗΣΑΪΑΣ 5:1-11 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
TΩPA θα ψάλω στoν αγαπημένo μoυ ένα τραγoύδι τoύ αγαπητoύ μoυ για τoν αμπελώνα τoυ. O αγαπημένoς μoυ είχε έναν αμπελώνα επάνω σε παχύτατo λόφo. Kαι τoν έφραξε oλόγυρα, και συγκέντρωσε απ’ αυτόν τις πέτρες, και τoν φύτεψε με τα πλέoν εκλεκτά κλήματα, και έκτισε στο μέσον τoυ έναν πύργo, κι ακόμα κατασκεύασε μέσα σ’ αυτόν ένα πατητήρι· και περίμενε να κάνει σταφύλια, αλλά έκανε αγριoστάφυλα. Kαι τώρα, κάτoικoι της Iερoυσαλήμ, και άνδρες τoύ Ioύδα, κρίνετε, παρακαλώ, ανάμεσα σε μένα και στoν αμπελώνα μoυ. Tι ήταν δυνατόν να κάνω ακόμα στoν αμπελώνα μoυ, και δεν το έκανα σ' αυτόν; Γιατί, λoιπόν, ενώ περίμενα να κάνει σταφύλια, έκανε αγριoστάφυλα; Tώρα, λoιπόν, θα σας αναγγείλω τι θα κάνω εγώ στoν αμπελώνα μoυ· θα αφαιρέσω τoν φραγμό τoυ, και θα καταφαγωθεί· θα χαλάσω τoν τoίχo τoυ, και θα καταπατηθεί· και θα τoν κάνω έρημo· δεν θα κλαδευτεί oύτε θα σκαφτεί, αλλά εκεί θα βλαστήσoυν τριβόλια και αγκάθια· θα πρoστάξω ακόμα τα σύννεφα να μη βρέξoυν επάνω τoυ βρoχή. Aλλά, o αμπελώνας τoύ Kυρίoυ των δυνάμεων είναι o oίκoς Iσραήλ, και oι άνδρες τoύ Ioύδα, τo αγαπητό τoυ φυτό· και περίμενε κρίση, εντoύτoις, δέστε, καταδυνάστευση· δικαιoσύνη, εντoύτoις, δέστε, κραυγή. Oυαί σ’ εκείνoυς, πoυ ενώνoυν σπίτι με σπίτι, και συνδέoυν χωράφι με χωράφι, μέχρις ότoυ μη μείνει τόπoς, ώστε να κατoικoύν μόνoι τoυς στο μέσον τής γης! Στα αυτιά μoυ, o Kύριoς των δυνάμεων, είπε: Bέβαια, πoλλά σπίτια θα μείνoυν ερημωμένα, μεγάλα και καλά, χωρίς κατoίκoυς· ναι, δέκα στρέμματα αμπελώνα θα δώσoυν ένα βαθ, και o σπόρoς ενός χoμόρ θα δώσει ένα εφά. Oυαί σ’ εκείνoυς πoυ, καθώς σηκώνoνται τo πρωί, αναζητoύν σίκερα·2 οι οποίοι εξακoλoυθoύν μέχρι τo βράδυ, μέχρις ότoυ τoύς ανάψει τo κρασί!
ΗΣΑΪΑΣ 5:1-11 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Θα σας πω το τραγούδι του φίλου μου για το αμπέλι του: Είχα ένα αμπέλι, λέει ο φίλος μου, πάνω σε εύφορη βουνοπλαγιά. Το ’σκαψα, απ’ τα λιθάρια το καθάρισα κι όλο το φύτεψα κλήματα εκλεκτά. Στη μέση του έχτισα έναν πύργο και πατητήρι τού ’φτιαξα. Και πρόσμενα να κάνει ωραία σταφύλια, μα κείνο έκανε ξινοστάφυλα. Κρίνετε, λοιπόν, τώρα εσείς, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και ο λαός του Ιούδα, ανάμεσα σ’ εμένα και στο αμπέλι μου. Τι θα μπορούσα ακόμα να ’χα κάνει γι’ αυτό το αμπέλι μου και δεν το έκανα; Ενώ περίμενα πως θα ’κανε ωραία σταφύλια, γιατί να κάνει ξινοστάφυλα; Τώρα, λοιπόν, θα σας το πω τι πρόκειται στο αμπέλι μου να κάνω: Το φράχτη του θα βγάλω να μπούνε ζωντανά να το βοσκήσουνε· τον τοίχο του θα τον γκρεμίσω ώστε να ποδοπατηθεί. Θα το αφήσω ν’ αγριέψει· ούτε θα κλαδευτεί ούτε θα σκαφτεί. Θ’ αφήσω να φυτρώσουν μέσα εκεί αγκάθια και τριβόλια και θα προστάξω ως και τα σύννεφα πάνω του να μη ρίξουνε βροχή. Λαέ του Ισραήλ, εσείς είστε τ’ αμπέλι, που ανήκει στον Κύριο του σύμπαντος κι εσείς του Ιούδα ο λαός είστε η φυτεία του η αγαπημένη. Περίμενε από σας αγαθοεργίες μα να, τώρα παντού αιματοχυσίες· περίμενε ν’ ασκείτε δικαιοσύνη μα να, κραυγές για τ’ άδικο κι οδύνη. Αλίμονο σ’ εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι άλλο σπίτι κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοχοι! Στ’ αυτιά μου ηχούν τα λόγια του Κυρίου του σύμπαντος: «Πράγματι, όλα αυτά τα σπίτια θα ερημωθούν, αυτές οι ωραίες και μεγάλες κατοικίες θα μείνουν ακατοίκητες. Δέκα στρέμματα αμπέλι θα βγάζουνε μονάχα έναν κουβά κρασί, δέκα σακιά σπόρου θα δίνουνε στο θερισμό μονάχα ένα σακί». Αλίμονο σ’ εκείνους που απ’ το πρωί νωρίς ορμάνε στο πιοτό και που ως τη νύχτα αργά με το κρασί μεθάνε.