Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΑΒΒΑΚΟΥΜ 3:7-19

ΑΒΒΑΚΟΥΜ 3:7-19 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Της Κουσάν βλέπω τις σκηνές να χαμηλώνουν από φόβο· και τρέμουν τα σκηνώματα της Μαδιάμ. Κύριε, ενάντια σε ποιον στρέφεται ο θυμός σου; Μήπως ενάντια στους ποταμούς ή στη βαθιά τη θάλασσα, ώστε ν’ ανεβαίνεις πάνω στ’ άλογά σου, στις άμαξές σου που στη νίκη σε οδηγούν; Βγάλε το τόξο σου, βάλε τα βέλη στη χορδή. (Διάψαλμα) Σχίζεις τη γη κι αναπηδούν ποτάμια. Σε βλέπουν τα βουνά και τρέμουνε, κατακλυσμός νερών ποτίζουνε τη γη· η άβυσσος κάτω απ’ τη γη μουγκρίζει τα κύματά της ανεβαίνουνε ψηλά. Ο ήλιος και το φεγγάρι σταθμεύουν στην κατοικία τους. Κρύβονται μπρος στα φωτεινά σου βέλη που σφυρίζουν, μπροστά στις εκτυφλωτικές της λόγχης σου αστραπές. Δρασκελάς με θυμό τη γη, στην οργή σου καταπατείς τα έθνη. Βγήκες για να βοηθήσεις το λαό σου, για να σώσεις τον εκλεκτό σου. Τη στέγη γκρέμισες από το μέγαρο του ασεβή, ξεσκέπασες πλήρως τα θεμέλια. (Διάψαλμα) Οι αρχηγοί του θέλανε να μας διασκορπίσουν· όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, με χαρά πως στο κρυσφύγετό τους θα μας μεταφέρουν, έτοιμοι κρυφά να θυσιάσουνε τα θύματά τους. Εσύ όμως διατρύπησες τα κεφάλια τους με τις ίδιες τους τις λόγχες. Με τ’ άλογά σου ανοίγεις δρόμο να περάσεις μέσα από τ’ αφρισμένα κύματα της θάλασσας. Όταν ο Κύριος μ’ έκανε να τα δω όλα αυτά, με συνεπήρε τρόμος· σαν άκουσα αυτή τη δυνατή φωνή τα χείλη μου άρχισαν να τρεμοπαίζουν· τα γόνατά μου λύγισαν κι όλο το σώμα μου διαλύθηκε. Ακόμα πρέπει να περιμένω ακίνητος τη μέρα που καταστροφή θα φέρει στο λαό που μας επιτίθεται. Κι αν τώρα οι συκιές δεν έχουν πια καρπό, σταφύλια κι αν δεν δίνουνε τ’ αμπέλια, κι αν απομένουν άκαρπες οι ελιές και δε βγαίνουν σοδειές απ’ τα χωράφια, κι αν πρόβατα δεν έχουν τα μαντριά και δεν υπάρχουνε βόδια στους στάβλους, ωστόσο εγώ θ’ αναγαλλιάζω για τον Κύριο, θα χαίρομαι γιατί ο Θεός με βοηθάει. Ο Κύριος είν’ ο Θεός μου, είναι η δύναμή μου! Με κάνει σαν το ελάφι γοργοπόδαρο, φέρνει τα βήματά μου στις κορφές. (Από τη συλλογή του πρωτοψάλτη - με συνοδεία εγχόρδων).

ΑΒΒΑΚΟΥΜ 3:7-19 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

Eίδα τις σκηνές τής Aιθιοπίας με θλίψη· τρόμαξαν τα παραπετάσματα της γης Mαδιάμ. Mήπως οργίστηκε ο Kύριος ενάντια στους ποταμούς; Mήπως ο θυμός σου ήταν ενάντια στους ποταμούς; Ή, η οργή σου ενάντια στη θάλασσα, ώστε ανέβηκες επάνω στα άλογά σου, και επάνω στις άμαξές σου για σωτηρία; Σύρθηκε έξω το τόξο σου, καθώς ανήγγειλες με όρκο στις φυλές. (Διάψαλμα). Eσύ έσχισες τη γη σε ποταμούς. Σε είδαν τα βουνά, και τρόμαξαν· ήρθε κατακλυσμός από νερά· η άβυσσος εξέπεμψε τη φωνή της, ύψωσε τα χέρια της. O ήλιος και το φεγγάρι στάθηκαν στο κατοικητήριό τους· περπατούσαν στο φως των βελών σου, στη λάμψη τής λόγχης σου, που άστραφτε. Mε αγανάκτηση πέρασες μέσα από τη γη, με θυμό καταπάτησες τα έθνη. Bγήκες για σωτηρία τού λαού σου, για σωτηρία τού χρισμένου σου· πάταξες τον αρχηγό τού οίκου των ασεβών, αποκάλυψες τα θεμέλια μέχρι το βάθος. (Διάψαλμα). Mε τις λόγχες του διαπέρασες το κεφάλι των στραταρχών του· όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος για να με διασκορπίσουν· η αγαλλίασή τους ήταν σαν να επρόκειτο να καταφάνε κρυφά τον φτωχό. Πέρασες μέσα από τη θάλασσα μαζί με τα άλογά σου, διαμέσου σωρών από πολλά νερά. Άκουσα, και συνταράχτηκαν τα εντόσθιά μου· τα χείλη μου έτρεμαν στη φωνή· η σαθρότητα μπήκε στα κόκαλά μου, και από κάτω μου πήρα τρόμο· όμως, κατά την ημέρα τής θλίψης θα αναπαυθώ, όταν ανέβει ενάντια στον λαό αυτός που πρόκειται να τον εκπορθήσει. Aκόμα και αν η συκιά δεν βλαστήσει ούτε θα υπάρχει καρπός στις αμπέλους· αν ο κόπος τού ελιόδεντρου ματαιωθεί, και τα χωράφια δεν δώσουν τροφή· το κοπάδι εξολοθρευτεί από τη μάντρα, και δεν υπάρχουν βόδια στους στάβλους· εγώ, όμως, θα ευφραίνομαι στον Kύριο, θα χαίρομαι στον Θεό τής σωτηρίας μου. O Kύριος ο Θεός είναι η δύναμή μου, και θα κάνει τα πόδια μου σαν των ελαφιών· και θα με κάνει να περπατάω επάνω στους ψηλούς τόπους μου. Στον αρχιμουσικό επάνω σε Nεγινώθ.3

ΑΒΒΑΚΟΥΜ 3:7-19 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Της Κουσάν βλέπω τις σκηνές να χαμηλώνουν από φόβο· και τρέμουν τα σκηνώματα της Μαδιάμ. Κύριε, ενάντια σε ποιον στρέφεται ο θυμός σου; Μήπως ενάντια στους ποταμούς ή στη βαθιά τη θάλασσα, ώστε ν’ ανεβαίνεις πάνω στ’ άλογά σου, στις άμαξές σου που στη νίκη σε οδηγούν; Βγάλε το τόξο σου, βάλε τα βέλη στη χορδή. (Διάψαλμα) Σχίζεις τη γη κι αναπηδούν ποτάμια. Σε βλέπουν τα βουνά και τρέμουνε, κατακλυσμός νερών ποτίζουνε τη γη· η άβυσσος κάτω απ’ τη γη μουγκρίζει τα κύματά της ανεβαίνουνε ψηλά. Ο ήλιος και το φεγγάρι σταθμεύουν στην κατοικία τους. Κρύβονται μπρος στα φωτεινά σου βέλη που σφυρίζουν, μπροστά στις εκτυφλωτικές της λόγχης σου αστραπές. Δρασκελάς με θυμό τη γη, στην οργή σου καταπατείς τα έθνη. Βγήκες για να βοηθήσεις το λαό σου, για να σώσεις τον εκλεκτό σου. Τη στέγη γκρέμισες από το μέγαρο του ασεβή, ξεσκέπασες πλήρως τα θεμέλια. (Διάψαλμα) Οι αρχηγοί του θέλανε να μας διασκορπίσουν· όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, με χαρά πως στο κρυσφύγετό τους θα μας μεταφέρουν, έτοιμοι κρυφά να θυσιάσουνε τα θύματά τους. Εσύ όμως διατρύπησες τα κεφάλια τους με τις ίδιες τους τις λόγχες. Με τ’ άλογά σου ανοίγεις δρόμο να περάσεις μέσα από τ’ αφρισμένα κύματα της θάλασσας. Όταν ο Κύριος μ’ έκανε να τα δω όλα αυτά, με συνεπήρε τρόμος· σαν άκουσα αυτή τη δυνατή φωνή τα χείλη μου άρχισαν να τρεμοπαίζουν· τα γόνατά μου λύγισαν κι όλο το σώμα μου διαλύθηκε. Ακόμα πρέπει να περιμένω ακίνητος τη μέρα που καταστροφή θα φέρει στο λαό που μας επιτίθεται. Κι αν τώρα οι συκιές δεν έχουν πια καρπό, σταφύλια κι αν δεν δίνουνε τ’ αμπέλια, κι αν απομένουν άκαρπες οι ελιές και δε βγαίνουν σοδειές απ’ τα χωράφια, κι αν πρόβατα δεν έχουν τα μαντριά και δεν υπάρχουνε βόδια στους στάβλους, ωστόσο εγώ θ’ αναγαλλιάζω για τον Κύριο, θα χαίρομαι γιατί ο Θεός με βοηθάει. Ο Κύριος είν’ ο Θεός μου, είναι η δύναμή μου! Με κάνει σαν το ελάφι γοργοπόδαρο, φέρνει τα βήματά μου στις κορφές. (Από τη συλλογή του πρωτοψάλτη - με συνοδεία εγχόρδων).