Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΓΕΝΕΣΙΣ 41:1-57

ΓΕΝΕΣΙΣ 41:1-57 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Μετά από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, και είδε ν’ ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα απ’ αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού. Οι εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις ομορφόκορμες και παχιές. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε. Ξανακοιμήθηκε και είδε δεύτερο όνειρο: Εφτά στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος, μεστωμένα και ωραία. Και μετά από κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά και καμένα από το λίβα· και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα τα μεστωμένα και παχειά. Ο Φαραώ ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν όνειρο. Το πρωί ο Φαραώ ήταν ανήσυχος. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε όλους τους μάγους και τους σοφούς της Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρά του. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του τα εξηγήσει. Τότε ο οινοχόος είπε: «Κύριέ μου, Φαραώ, τώρα θυμάμαι ένα λάθος που ’χω κάνει! Όταν είχες οργιστεί εναντίον των δούλων σου και με είχες φυλακίσει εμένα και τον αρχιαρτοποιό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ κι εκείνος, διαφορετικό όνειρο καθένας, με τη δική τους ιδιαίτερη σημασία. Εκεί μαζί μας ήταν κι ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχηγού των σωματοφυλάκων. Του διηγηθήκαμε λοιπόν τα όνειρά μας, κι εκείνος μας εξήγησε τη σημασία τους. Και όπως μας τα εξήγησε έτσι κι έγινε: Εμένα με αποκατέστησαν στη θέση μου και τον αρχιαρτοποιό τον κρέμασαν». Τότε ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ. Ο Φαραώ τού είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το ακούσεις». Ο Ιωσήφ τού απάντησε: «Όχι εγώ· ο Θεός μπορεί να απαντήσει ευνοϊκά στο Φαραώ». Τότε ο Φαραώ του είπε: «Είδα στο όνειρό μου ότι στεκόμουν κοντά στην όχθη του Νείλου. Και ξάφνου από το Νείλο ανέβηκαν εφτά αγελάδες, παχιές και εύρωστες, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα, μετά απ’ αυτές, ανέβηκαν άλλες εφτά αγελάδες ισχνές, πολύ άσχημες και καχεκτικές. Ποτέ δεν έχω δει σ’ όλη την Αίγυπτο τόσο άσχημες αγελάδες όσο αυτές. Οι αγελάδες λοιπόν οι αδύνατες και άσχημες έφαγαν τις πρώτες, τις παχιές. Και αφού τις κατάπιαν στην κοιλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε ότι ήταν εκεί μέσα. Τόσο η όψη τους ήταν το ίδιο άσχημη όπως και πριν. Και τότε ξύπνησα. Κοιμήθηκα πάλι και είδα άλλο όνειρο, ότι εφτά στάχυα βλάστησαν από ένα στέλεχος, γεμάτα και ωραία. Και άλλα εφτά στάχυα ξερά, λεπτά και καμένα από το λίβα βλάστησαν μετά απ’ αυτά. Και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα, τα ωραία. Τα διηγήθηκα αυτά στους μάγους, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου τα εξηγήσει». Ο Ιωσήφ τότε είπε στο Φαραώ: «Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε στο Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει. Οι εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν εφτά χρόνια, και τα εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν εφτά χρόνια. Πρόκειται για ένα και το αυτό όνειρο. Οι εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν εφτά χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και καμένα από το λίβα, σημαίνουν εφτά χρόνια πείνας. Αυτό είναι που είπα στο Φαραώ, ότι ο Θεός τού φανέρωσε εκείνο που πρόκειται να κάνει: Θα έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σ’ ολόκληρη τη Αίγυπτο. Ύστερα όμως απ’ αυτά θα έρθουν εφτά χρόνια πείνας, η οποία θα ερημώσει τη χώρα. Τόσο βαριά θα είναι εκείνη η πείνα, που κανένας στην Αίγυπτο δε θα θυμάται πια την προηγούμενη αφθονία στη χώρα. Το γεγονός ότι ο Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά, σημαίνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο απ’ το Θεό, και ότι θα το πραγματοποιήσει γρήγορα. Και τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο μυαλωμένο και σοφό, και να τον διορίσει άρχοντα σ’ όλη την Αίγυπτο. Επίσης, ας φροντίσει ώστε να διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ’ αυτήν το ένα πέμπτο κατά τα εφτά χρόνια της αφθονίας. Θα συγκεντρώσουν όλα τα τρόφιμα των καλών χρόνων που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν τα σιτηρά με εξουσιοδότηση του Φαραώ για τη διατροφή των πόλεων, και θα τα φυλάξουν. Αυτές οι προμήθειες θα φυλαχτούν για τα εφτά χρόνια της πείνας που θα έρθουν στην Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα αφανιστεί από την πείνα». Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή στο Φαραώ και σ’ όλους τους αξιωματούχους του, και τους είπε: «Υπάρχει άλλος άνθρωπος σαν αυτόν εδώ, που να έχει μέσα του το Πνεύμα του Θεού» Και στον Ιωσήφ είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ. Εσύ θα προΐστασαι στο ανάκτορό μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνον ως προς το θρόνο θα είμαι ανώτερός σου. Σ’ εσένα», του είπε, «παραδίδω την εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο». Μ’ αυτά τα λόγια ο Φαραώ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθό του και το πέρασε στο χέρι του Ιωσήφ, τον έντυσε με λινή φορεσιά, και του έβαλε τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του. Τον ανέβασε στο δεύτερο μετά το δικό του άρμα, και οι προπορευόμενοι αξιωματούχοι φώναζαν: «Γονατίστε!» Έτσι ο Φαραώ έδωσε στον Ιωσήφ εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο. «Εγώ είμαι ο Φαραώ», του είπε. «Χωρίς όμως τη δική σου έγκριση, κανείς δε θα κάνει τίποτα σ’ όλη τη χώρα». Ο Ιωσήφ ήταν τριάντα χρονών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου. Αυτός τον ονόμασε Σοφνάχ-Πανεάχ, και του έδωσε για γυναίκα την Ασενάθ, κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης. Μετά ο Ιωσήφ έφυγε να επιθεωρήσει όλη τη χώρα. Στα εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας ήταν υπερεπαρκής. Ο Ιωσήφ συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων στην Αίγυπτο και αποθήκευσε τα τρόφιμα στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε την παραγωγή των χωραφιών που ήταν γύρω απ’ αυτήν. Έτσι συσσώρευσε σιτηρά αναρίθμητα σαν την άμμο της θάλασσας. Τόσο πολλά ήταν, ώστε έπαψε πια να τα μετράει. Πριν έρθουν τα χρόνια της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασενάθ, που ήταν κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης, δύο παιδιά. Τον πρώτο τον ονόμασε Μανασσή, και είπε: «Ο Θεός μ’ έκανε να λησμονήσω όλες μου τις δυστυχίες και το σπίτι του πατέρα μου». Τον δεύτερο τον ονόμασε Εφραΐμ, και είπε: «Ο Θεός μού έδωσε παιδιά στη χώρα της δυστυχίας μου». Τα εφτά χρόνια της αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν, κι άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια της πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ. Και ενώ σε όλες τις χώρες επικρατούσε πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί. Όταν όμως η Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να πεινάει και ο λαός φώναζε στο Φαραώ για ψωμί, ο Φαραώ είπε στους Αιγυπτίους: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ και κάνετε ό,τι σας πει». Η πείνα γινόταν όλο και μεγαλύτερη κι απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Ιωσήφ τότε άνοιξε τις αποθήκες και πουλούσε στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ’ αυτές. Απ’ όλες τις χώρες έρχονταν στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτηρά, γιατί η πείνα ήταν φοβερή σ’ ολόκληρη τη γη.

ΓΕΝΕΣΙΣ 41:1-57 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI ύστερα από παρέλευση δύο χρόνων, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο· και να, στεκόταν κοντά στον ποταμό· και ξάφνου, επτά δαμάλια όμορφα και παχύσαρκα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι· και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν, ύστερα από εκείνα, από τον ποταμό, άσχημα και λεπτόσαρκα, και στέκονταν κοντά στα άλλα δαμάλια στην άκρη τού ποταμού· και τα δαμάλια τα άσχημα και λεπτόσαρκα κατέφαγαν τα επτά δαμάλια τα όμορφα και παχύσαρκα. Tότε, ο Φαραώ ξύπνησε. Kαι καθώς αποκοιμήθηκε ονειρεύτηκε μία δεύτερη φορά· και ξάφνου, επτά στάχυα παχιά και καλά ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό· και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα λεπτά, και καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα από εκείνα· και τα στάχυα τα λεπτά κατάπιαν τα επτά στάχυα τα παχιά και μεστά. Kαι ο Φαραώ ξύπνησε, και να, ήταν όνειρο. Kαι το πρωί, το πνεύμα του ήταν ταραγμένο· και στέλνοντας κάλεσε όλους τούς μάγους τής Aιγύπτου, και όλους τούς σοφούς της· και ο Φαραώ διηγήθηκε σ’ αυτούς τα όνειρά του· αλλά, δεν υπήρχε κανένας, που να τα εξηγήσει στον Φαραώ. Tότε, ο αρχιοινοχόος μίλησε στον Φαραώ, λέγοντας: Σήμερα θυμάμαι την αμαρτία μου· ο Φαραώ είχε οργιστεί εναντίον των δούλων του, και με έβαλε σε φυλακή, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, εμένα και τον αρχισιτοποιό· και είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ και εκείνος· ονειρευτήκαμε ο κάθε ένας σύμφωνα με την εξήγηση του ονείρου του· και ήταν εκεί μαζί μας ένας νέος, Eβραίος, δούλος τού άρχοντα των σωματοφυλάκων· και του διηγηθήκαμε, και μας εξήγησε τα όνειρά μας· στον κάθε έναν σύμφωνα με το όνειρό του έκανε την εξήγηση· και καθώς μας τα εξήγησε, έτσι και συνέβηκε· εμένα μεν αποκατέστησε στο υπούργημά μου, και εκείνον τον κρέμασε. TOTE, στέλνοντας ο Φαραώ, κάλεσε τον Iωσήφ, και τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή· και ξυρίστηκε, και άλλαξε τη στολή του, και ήρθε στον Φαραώ. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eίδα ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανένας που να το εξηγήσει· και εγώ άκουσα για σένα να λένε, ότι καταλαβαίνεις τα όνειρα, ώστε να τα εξηγείς. Kαι αποκρίθηκε ο Iωσήφ στον Φαραώ, λέγοντας: Όχι εγώ· ο Θεός θα δώσει στον Φαραώ σωτήρια απόκριση. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Στο όνειρό μου, δες, στεκόμουν στην άκρη τού ποταμού· και ξάφνου, επτά δαμάλια παχύσαρκα και όμορφα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι· και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν ύστερα απ’ αυτά, αδύνατα, και πολύ άσχημα, και λεπτόσαρκα, τέτοια που ασχημότερα δεν είχα δει ποτέ σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και τα δαμάλια τα λεπτά και άσχημα κατέφαγαν τα επτά πρώτα δαμάλια τα παχιά· και αφού μπήκαν στις κοιλιές τους, δεν διακρινόταν ότι μπήκαν στις κοιλιές τους, αλλά η εμφάνισή τους ήταν άσχημη, καθώς και προηγουμένως· τότε, ξύπνησα. Έπειτα, είδα στο όνειρό μου, και ξάφνου, επτά στάχυα ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό, μεστά και καλά· και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα ξερά, λεπτά, καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα απ’ αυτά· και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα επτά στάχυα τα καλά· και τα είπα αυτά στους μάγους, αλλά δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μου τα εξηγήσει. Kαι ο Iωσήφ είπε στον Φαραώ: Tο όνειρο του Φαραώ είναι ένα· ο Θεός φανέρωσε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει. Tα επτά δαμάλια τα καλά είναι επτά χρόνια· και τα επτά στάχυα τα καλά είναι επτά χρόνια· το όνειρο είναι ένα. Kαι τα επτά δαμάλια τα λεπτά και άσχημα, που ανέβαιναν έπειτα απ’ αυτά, είναι επτά χρόνια· και τα επτά στάχυα τα άμεστα, τα καμένα από τον ανατολικό άνεμο, θα είναι επτά χρόνια πείνας. Tούτο είναι το πράγμα που είπα στον Φαραώ· ο Θεός φανέρωσε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει. Δες, έρχονται επτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και ύστερα απ’ αυτά, θα επέλθουν επτά χρόνια πείνας· και ολόκληρη η αφθονία θα λησμονηθεί στη γη τής Aιγύπτου, και η πείνα θα καταφθείρει τη γη· και δεν θα γνωριστεί η αφθονία επάνω στη γη, εξαιτίας εκείνης τής πείνας, που πρόκειται να ακολουθήσει· επειδή, θα είναι βαριά σε υπερβολικό βαθμό. Kαι το ότι το όνειρο επαναλήφθηκε στον Φαραώ δύο φορές, δείχνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο από τον Θεό, και ότι ο Θεός θα επιταχύνει να το εκτελέσει. Tώρα, λοιπόν, ας προβλέψει ο Φαραώ έναν άνθρωπο συνετό και με φρόνηση και ας τον καταστήσει επάνω στη γη τής Aιγύπτου· ας κάνει ο Φαραώ, και ας διορίσει επιστάτες στη γη· και ας παίρνει το ένα πέμπτο από τη γη τής Aιγύπτου, στα επτά χρόνια τής αφθονίας· και ας μαζέψουν όλες τις τροφές αυτών των ερχόμενων καλών χρόνων· και ας αποταμιεύσουν σιτάρι κάτω από το χέρι τού Φαραώ, για τροφές στις πόλεις, και ας το φυλάττουν· και οι τροφές θα μένουν φυλαγμένες για τη γη στα επτά χρόνια τής πείνας, που θα ακολουθήσουν στη γη τής Aιγύπτου· για να μη χαθεί ο τόπος από την πείνα. Kαι ο λόγος άρεσε στον Φαραώ, και σε όλους τούς δούλους του. Kαι ο Φαραώ είπε στους δούλους του: Mπορούμε να βρούμε άνθρωπον όπως τούτον, στον οποίο υπάρχει το πνεύμα τού Θεού; Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eπειδή, ο Θεός έδειξε σε σένα όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας τόσο συνετός και φρόνιμος όσο εσύ. Eσύ θα είσαι επάνω στο παλάτι61 μου, και στον λόγο τού στόματός σου θα υπακούει ολόκληρος ο λαός μου· μόνον στον θρόνο θα είμαι ανώτερός σου. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Δες, σε κατέστησα επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι βγάζοντας ο Φαραώ το δαχτυλίδι από το χέρι του, το έβαλε στο χέρι τού Iωσήφ, και τον έντυσε με ενδύματα από πολυτελές λινό, και του περιέθεσε ένα χρυσό περιδέραιο γύρω στον λαιμό του. Kαι τον ανέβασε επάνω στη δεύτερη άμαξά του· και διακήρυτταν μπροστά του: Γονατίστε· και τον κατέστησε επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eγώ είμαι ο Φαραώ, και χωρίς εσένα κανένας δεν θα σηκώσει το χέρι του ή το πόδι του, σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι ο Φαραώ ονόμασε τον Iωσήφ Zαφνάθ-πανεάχ62 και του έδωσε για γυναίκα την Aσενέθ, τη θυγατέρα τού Ποτιφερά, ιερέα τής Ων. Kαι ο Iωσήφ βγήκε στη γη τής Aιγύπτου. KAI ο Iωσήφ ήταν 30 χρόνων όταν παραστάθηκε μπροστά στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου· και ο Iωσήφ βγήκε μπροστά από τον Φαραώ, και διαπέρασε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου. Kαι η γη καρποφόρησε πλουσιοπάροχα στα επτά χρόνια τής αφθονίας· και μάζεψε όλες τις τροφές των επτά χρόνων που έγιναν στη γη τής Aιγύπτου· και εναπέθεσε τις τροφές στις πόλεις· τις τροφές των χωραφιών, που ήσαν γύρω από κάθε πόλη, τις έβαλε σ’ αυτή. Kαι ο Iωσήφ μάζεψε σιτάρι σαν την άμμο τής θάλασσας, πολύ, σε υπερβολικό βαθμό, ώστε έπαυσε να το μετράει, επειδή ήταν αμέτρητο. Kαι στον Iωσήφ γεννήθηκαν δύο γιοι, πριν έρθουν τα χρόνια τής πείνας· τους οποίους η Aσενέθ, η θυγατέρα τού Ποτιφερά, του ιερέα τής Ων, γέννησε σ’ αυτόν. Kαι ο Iωσήφ αποκάλεσε το όνομα του πρωτοτόκου, Mανασσή·63 επειδή, είπε: O Θεός με έκανε να λησμονήσω όλους τούς πόνους μου και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα μου. Kαι το όνομα του δεύτερου αποκάλεσε Eφραΐμ·64 επειδή, είπε: O Θεός με αύξησε στη γη τής θλίψης μου. KAI πέρασαν τα επτά χρόνια τής αφθονίας, που έγινε στη γη τής Aιγύπτου. Kαι άρχισαν να έρχονται τα επτά χρόνια τής πείνας, καθώς είχε πει ο Iωσήφ· και η πείνα έγινε σε όλους τούς τόπους· σε ολόκληρη, όμως, τη γη τής Aιγύπτου, υπήρχε ψωμί. Kαι όταν πείνασε ολόκληρη η γη τής Aιγύπτου, ο λαός κραύγασε στον Φαραώ για ψωμί. Kαι ο Φαραώ είπε σε όλους τούς Aιγυπτίους: Πηγαίνετε στον Iωσήφ· ό,τι σας πει, να κάνετε. Kαι η πείνα ήταν επάνω σε ολόκληρο το πρόσωπο της γης. Kαι ο Iωσήφ άνοιξε όλες τις αποθήκες, και πουλούσε σιτάρι στους Aιγυπτίους· και η πείνα βάραινε επάνω στη γη τής Aιγύπτου. Kαι όλοι οι τόποι έρχονταν στην Aίγυπτο, στον Iωσήφ, για να αγοράζουν σιτάρι· επειδή, η πείνα βάραινε επάνω σε ολόκληρη τη γη. H πείνα οδηγεί τούς αδελφούς

ΓΕΝΕΣΙΣ 41:1-57 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Μετά από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, και είδε ν’ ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα απ’ αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού. Οι εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις ομορφόκορμες και παχιές. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε. Ξανακοιμήθηκε και είδε δεύτερο όνειρο: Εφτά στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος, μεστωμένα και ωραία. Και μετά από κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά και καμένα από το λίβα· και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα τα μεστωμένα και παχειά. Ο Φαραώ ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν όνειρο. Το πρωί ο Φαραώ ήταν ανήσυχος. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε όλους τους μάγους και τους σοφούς της Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρά του. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του τα εξηγήσει. Τότε ο οινοχόος είπε: «Κύριέ μου, Φαραώ, τώρα θυμάμαι ένα λάθος που ’χω κάνει! Όταν είχες οργιστεί εναντίον των δούλων σου και με είχες φυλακίσει εμένα και τον αρχιαρτοποιό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ κι εκείνος, διαφορετικό όνειρο καθένας, με τη δική τους ιδιαίτερη σημασία. Εκεί μαζί μας ήταν κι ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχηγού των σωματοφυλάκων. Του διηγηθήκαμε λοιπόν τα όνειρά μας, κι εκείνος μας εξήγησε τη σημασία τους. Και όπως μας τα εξήγησε έτσι κι έγινε: Εμένα με αποκατέστησαν στη θέση μου και τον αρχιαρτοποιό τον κρέμασαν». Τότε ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ. Ο Φαραώ τού είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το ακούσεις». Ο Ιωσήφ τού απάντησε: «Όχι εγώ· ο Θεός μπορεί να απαντήσει ευνοϊκά στο Φαραώ». Τότε ο Φαραώ του είπε: «Είδα στο όνειρό μου ότι στεκόμουν κοντά στην όχθη του Νείλου. Και ξάφνου από το Νείλο ανέβηκαν εφτά αγελάδες, παχιές και εύρωστες, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα, μετά απ’ αυτές, ανέβηκαν άλλες εφτά αγελάδες ισχνές, πολύ άσχημες και καχεκτικές. Ποτέ δεν έχω δει σ’ όλη την Αίγυπτο τόσο άσχημες αγελάδες όσο αυτές. Οι αγελάδες λοιπόν οι αδύνατες και άσχημες έφαγαν τις πρώτες, τις παχιές. Και αφού τις κατάπιαν στην κοιλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε ότι ήταν εκεί μέσα. Τόσο η όψη τους ήταν το ίδιο άσχημη όπως και πριν. Και τότε ξύπνησα. Κοιμήθηκα πάλι και είδα άλλο όνειρο, ότι εφτά στάχυα βλάστησαν από ένα στέλεχος, γεμάτα και ωραία. Και άλλα εφτά στάχυα ξερά, λεπτά και καμένα από το λίβα βλάστησαν μετά απ’ αυτά. Και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα, τα ωραία. Τα διηγήθηκα αυτά στους μάγους, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου τα εξηγήσει». Ο Ιωσήφ τότε είπε στο Φαραώ: «Το όνειρο του Φαραώ είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε στο Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει. Οι εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν εφτά χρόνια, και τα εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν εφτά χρόνια. Πρόκειται για ένα και το αυτό όνειρο. Οι εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν εφτά χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και καμένα από το λίβα, σημαίνουν εφτά χρόνια πείνας. Αυτό είναι που είπα στο Φαραώ, ότι ο Θεός τού φανέρωσε εκείνο που πρόκειται να κάνει: Θα έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σ’ ολόκληρη τη Αίγυπτο. Ύστερα όμως απ’ αυτά θα έρθουν εφτά χρόνια πείνας, η οποία θα ερημώσει τη χώρα. Τόσο βαριά θα είναι εκείνη η πείνα, που κανένας στην Αίγυπτο δε θα θυμάται πια την προηγούμενη αφθονία στη χώρα. Το γεγονός ότι ο Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά, σημαίνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο απ’ το Θεό, και ότι θα το πραγματοποιήσει γρήγορα. Και τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο μυαλωμένο και σοφό, και να τον διορίσει άρχοντα σ’ όλη την Αίγυπτο. Επίσης, ας φροντίσει ώστε να διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ’ αυτήν το ένα πέμπτο κατά τα εφτά χρόνια της αφθονίας. Θα συγκεντρώσουν όλα τα τρόφιμα των καλών χρόνων που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν τα σιτηρά με εξουσιοδότηση του Φαραώ για τη διατροφή των πόλεων, και θα τα φυλάξουν. Αυτές οι προμήθειες θα φυλαχτούν για τα εφτά χρόνια της πείνας που θα έρθουν στην Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα αφανιστεί από την πείνα». Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή στο Φαραώ και σ’ όλους τους αξιωματούχους του, και τους είπε: «Υπάρχει άλλος άνθρωπος σαν αυτόν εδώ, που να έχει μέσα του το Πνεύμα του Θεού» Και στον Ιωσήφ είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ. Εσύ θα προΐστασαι στο ανάκτορό μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνον ως προς το θρόνο θα είμαι ανώτερός σου. Σ’ εσένα», του είπε, «παραδίδω την εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο». Μ’ αυτά τα λόγια ο Φαραώ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθό του και το πέρασε στο χέρι του Ιωσήφ, τον έντυσε με λινή φορεσιά, και του έβαλε τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του. Τον ανέβασε στο δεύτερο μετά το δικό του άρμα, και οι προπορευόμενοι αξιωματούχοι φώναζαν: «Γονατίστε!» Έτσι ο Φαραώ έδωσε στον Ιωσήφ εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο. «Εγώ είμαι ο Φαραώ», του είπε. «Χωρίς όμως τη δική σου έγκριση, κανείς δε θα κάνει τίποτα σ’ όλη τη χώρα». Ο Ιωσήφ ήταν τριάντα χρονών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου. Αυτός τον ονόμασε Σοφνάχ-Πανεάχ, και του έδωσε για γυναίκα την Ασενάθ, κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης. Μετά ο Ιωσήφ έφυγε να επιθεωρήσει όλη τη χώρα. Στα εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας ήταν υπερεπαρκής. Ο Ιωσήφ συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων στην Αίγυπτο και αποθήκευσε τα τρόφιμα στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε την παραγωγή των χωραφιών που ήταν γύρω απ’ αυτήν. Έτσι συσσώρευσε σιτηρά αναρίθμητα σαν την άμμο της θάλασσας. Τόσο πολλά ήταν, ώστε έπαψε πια να τα μετράει. Πριν έρθουν τα χρόνια της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασενάθ, που ήταν κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ηλιούπολης, δύο παιδιά. Τον πρώτο τον ονόμασε Μανασσή, και είπε: «Ο Θεός μ’ έκανε να λησμονήσω όλες μου τις δυστυχίες και το σπίτι του πατέρα μου». Τον δεύτερο τον ονόμασε Εφραΐμ, και είπε: «Ο Θεός μού έδωσε παιδιά στη χώρα της δυστυχίας μου». Τα εφτά χρόνια της αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν, κι άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια της πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ. Και ενώ σε όλες τις χώρες επικρατούσε πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί. Όταν όμως η Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να πεινάει και ο λαός φώναζε στο Φαραώ για ψωμί, ο Φαραώ είπε στους Αιγυπτίους: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ και κάνετε ό,τι σας πει». Η πείνα γινόταν όλο και μεγαλύτερη κι απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Ιωσήφ τότε άνοιξε τις αποθήκες και πουλούσε στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ’ αυτές. Απ’ όλες τις χώρες έρχονταν στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτηρά, γιατί η πείνα ήταν φοβερή σ’ ολόκληρη τη γη.