Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΓΕΝΕΣΙΣ 32:1-12

ΓΕΝΕΣΙΣ 32:1-12 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI ο Iακώβ πήγε στον δρόμο του· και τον συνάντησαν οι άγγελοι του Θεού. Kαι όταν ο Iακώβ τούς είδε, είπε: Aυτό είναι στρατόπεδο του Θεού· και αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Mαχαναΐμ.44 Kαι ο Iακώβ έστειλε μπροστά του μηνυτές στον αδελφό του τον Hσαύ, στη γη Σηείρ, στον τόπο τού Eδώμ. Kαι τους παρήγγειλε, λέγοντας· τούτο θα πείτε στον κύριό μου τον Hσαύ: Έτσι λέει ο δούλος σου ο Iακώβ· παροίκησα μαζί με τον Λάβαν, και έμεινα μέχρι τώρα· και απέκτησα βόδια, και γαϊδούρια, πρόβατα, και δούλους, και δούλες· και έστειλα να αναγγείλω στον κύριό μου, για να βρω χάρη μπροστά σου. Kαι επέστρεψαν οι μηνυτές στον Iακώβ, λέγοντας: Πήγαμε στον αδελφό σου τον Hσαύ, και μάλιστα έρχεται σε συνάντησή σου, και μαζί του 400 άνδρες. Kαι ο Iακώβ φοβήθηκε υπερβολικά, και ήταν σε αμηχανία· και διαίρεσε τον λαό, που είχε μαζί του, και τα κοπάδια, και τα βόδια, και τις καμήλες, σε δύο καταυλισμούς· λέγοντας: Aν έρθει ο Hσαύ στον έναν καταυλισμό και τον χτυπήσει, ο καταυλισμός που θα μείνει θα διασωθεί. Kαι ο Iακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Aβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Iσαάκ, Kύριε, που μου είπες: Eπίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω· είμαι πολύ μικρός απέναντι σε όλα τα ελέη και σε ολόκληρη την αλήθεια, που έκανες στον δούλο σου· επειδή, με τη ράβδο μου διάβηκα αυτόν τον Iορδάνη, και τώρα έγινα δύο καταυλισμοί· σώσε με, σε παρακαλώ, από το χέρι τού αδελφού μου, από το χέρι τού Hσαύ· επειδή, τον φοβάμαι, μήπως όταν έρθει με πατάξει, και τη μητέρα μέχρι45 τα παιδιά· εσύ μου είπες ακόμα: Σίγουρα, θα σε αγαθοποιήσω, και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής θάλασσας, που από το πλήθος της δεν μπορεί να απαριθμηθεί.

ΓΕΝΕΣΙΣ 32:1-12 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ο Λάβαν σηκώθηκε το πρωί, φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του και τους ευλόγησε. Ύστερα έφυγε και γύρισε στον τόπο του. Ο Ιακώβ εξακολούθησε το δρόμο του. Τότε τον συνάντησαν άγγελοι του Θεού. Μόλις τους είδε είπε: «Στρατόπεδο του Θεού θα είν’ αυτό!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Μαχαναΐμ. Ο Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους να προπορευτούν προς τον Ησαύ, τον αδερφό του, στη χώρα Σηείρ, στους αγρούς της Εδώμ, και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα. Απέκτησα βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα, δούλους και δούλες. Και τώρα στέλνω να σου το αναγγείλω, κυριέ μου, για να κερδίσω την εύνοιά σου». Οι αγγελιοφόροι γύρισαν στον Ιακώβ και του είπαν: «Πήγαμε στον αδερφό σου τον Ησαύ αλλά κι εκείνος έρχεται να σε συναντήσει με τετρακόσιους άντρες μαζί του». Ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Χώρισε λοιπόν σε δύο στρατόπεδα τους ανθρώπους που ήταν μαζί του, τα πρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες. Και σκέφτηκε: «Αν ο Ησαύ έρθει και χτυπήσει το ένα τμήμα, το άλλο θα μπορέσει να διαφύγει». Ύστερα ο Ιακώβ προσευχήθηκε: «Θεέ του προπάτορά μου Αβραάμ και του πατέρα μου Ισαάκ, Κύριε, εσύ μου είπες να γυρίσω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου και ότι εσύ θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα. Δεν αξίζω όλη αυτή την αγάπη και την πιστότητα που έδειξες στο δούλο σου. Πέρασα τον Ιορδάνη έχοντας μόνο το ραβδί μου· και τώρα έχω αυτά τα δύο στρατόπεδα. Γλίτωσέ με τώρα λοιπόν από τον αδερφό μου τον Ησαύ. Φοβάμαι, μήπως έρθει και με σκοτώσει και δεν αφήσει ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά.

ΓΕΝΕΣΙΣ 32:1-12 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ο Λάβαν σηκώθηκε το πρωί, φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του και τους ευλόγησε. Ύστερα έφυγε και γύρισε στον τόπο του. Ο Ιακώβ εξακολούθησε το δρόμο του. Τότε τον συνάντησαν άγγελοι του Θεού. Μόλις τους είδε είπε: «Στρατόπεδο του Θεού θα είν’ αυτό!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Μαχαναΐμ. Ο Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους να προπορευτούν προς τον Ησαύ, τον αδερφό του, στη χώρα Σηείρ, στους αγρούς της Εδώμ, και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα. Απέκτησα βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα, δούλους και δούλες. Και τώρα στέλνω να σου το αναγγείλω, κυριέ μου, για να κερδίσω την εύνοιά σου». Οι αγγελιοφόροι γύρισαν στον Ιακώβ και του είπαν: «Πήγαμε στον αδερφό σου τον Ησαύ αλλά κι εκείνος έρχεται να σε συναντήσει με τετρακόσιους άντρες μαζί του». Ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Χώρισε λοιπόν σε δύο στρατόπεδα τους ανθρώπους που ήταν μαζί του, τα πρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες. Και σκέφτηκε: «Αν ο Ησαύ έρθει και χτυπήσει το ένα τμήμα, το άλλο θα μπορέσει να διαφύγει». Ύστερα ο Ιακώβ προσευχήθηκε: «Θεέ του προπάτορά μου Αβραάμ και του πατέρα μου Ισαάκ, Κύριε, εσύ μου είπες να γυρίσω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου και ότι εσύ θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα. Δεν αξίζω όλη αυτή την αγάπη και την πιστότητα που έδειξες στο δούλο σου. Πέρασα τον Ιορδάνη έχοντας μόνο το ραβδί μου· και τώρα έχω αυτά τα δύο στρατόπεδα. Γλίτωσέ με τώρα λοιπόν από τον αδερφό μου τον Ησαύ. Φοβάμαι, μήπως έρθει και με σκοτώσει και δεν αφήσει ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά.