Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΓΕΝΕΣΙΣ 27:1-41

ΓΕΝΕΣΙΣ 27:1-41 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε μου!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε». «Εγώ γέρασα», του λέει ο πατέρας του, «και δεν ξέρω ποια μέρα θα πεθάνω. Πάρε, λοιπόν, τα κυνηγετικά σου όπλα, τη φαρέτρα και το τόξο σου, και πήγαινε στην εξοχή να μου φέρεις κυνήγι. Ετοίμασέ μου ένα νόστιμο φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω πριν πεθάνω». Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου τον Ησαύ: “φέρε μου κυνήγι και κάνε μου ένα νόστιμο φαγητό για να φάω και να σε ευλογήσω ενώπιον του Κυρίου πριν πεθάνω”. Τώρα λοιπόν γιε μου πρόσεξέ με και κάνε ό,τι σου πω: Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε μου δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει». Ο Ιακώβ της λέει: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω· έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία». Αλλά η μητέρα του τού είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια». Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ, το μικρότερο γιο της. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί. Ο Ιακώβ πήγε στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου!» Εκείνος του απάντησε: «Ορίστε! Ποιος είσαι γιε μου;» Ο Ιακώβ τού αποκρίθηκε: «Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου. Έκανα όπως μου είπες. Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ’ το κυνήγι μου για να με ευλογήσεις». Αλλά ο Ισαάκ ρώτησε: «Πώς έγινε γιε μου και το βρήκες τόσο γρήγορα;» Εκείνος απάντησε: «Ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου». «Πλησίασε λοιπόν να σε ψηλαφίσω, γιε μου», του είπε ο Ισαάκ, «για να δω αν είσαι εσύ το παιδί μου ο Ησαύ ή όχι». Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ». Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και τον ευλόγησε. Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι». «Φέρε μου», του λέει, «να φάω απ’ το κυνήγι, για να σε ευλογήσω». Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε. Τότε του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησέ με, παιδί μου». Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια: «Αλήθεια, η μυρωδιά του γιου μου είναι σαν του αγρού που τον έχει ευλογήσει ο Κύριος. Ο Θεός να σου δώσει απ’ τη δροσιά του ουρανού κι από την ευφορία της γης, άφθονο στάρι και κρασί. Λαοί ας δουλεύουνε για σένα κι έθνη μπροστά σου ας προσκυνούν· των αδερφών σου να γίνεις κύριος και της μητέρας σου οι γιοι να σε προσκυνούν. Καταραμένος όποιος σε καταριέται. κι ευλογημένος όποιος σε ευλογεί». Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ κι ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. «Σήκω, πατέρα μου», του λέει, «να φας απ’ το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις». Ο Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ». Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει ευλογημένος». Όταν ο Ησαύ άκουσε τα λόγια του πατέρα του, άρχισε να φωνάζει δυνατά, γεμάτος πίκρα: «Ευλόγησέ με κι εμένα, πατέρα μου!» έλεγε. Ο Ισαάκ του είπε: «Ο αδερφός σου ήρθε με απάτη και πήρε την ευλογία σου». Ο Ησαύ απάντησε: «Καλά τον είπαν Ιακώβ, αφού δύο φορές με υποσκέλισε: Άρπαξε τα δικαιώματά μου του πρωτοτόκου, και τώρα πήρε και την ευλογία μου!» Και συνέχισε: «Δεν κράτησες καμιά ευλογία και για μένα;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Τον έκανα κύριό σου, του έδωσα όλους τους αδερφούς του για δούλους και τον εφοδίασα με στάρι και κρασί. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε μου;» Ο Ησαύ είπε: «Μόνο αυτήν την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με κι εμένα!» και έκλαιγε με δυνατές φωνές. Τότε είπε ο Ισαάκ: «Μακριά από τα εύφορα μέρη της γης θα κατοικείς, στερημένος απ’ τη δροσιά του ουρανού. Από το ξίφος σου θα ζεις και δούλος θα ’σαι του αδερφού σου. Αν όμως επαναστατήσεις θ’ αποτινάξεις το ζυγό του από τον τράχηλό σου». Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του. «Κοντεύει ο καιρός», έλεγε, «που θα πενθήσουμε για το θάνατο του πατέρα μου. Τότε θα σκοτώσω τον αδερφό μου τον Ιακώβ».

ΓΕΝΕΣΙΣ 27:1-41 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI αφού ο Iσαάκ γέρασε, και τα μάτια του αμβλύνθηκαν, ώστε δεν έβλεπε, κάλεσε τον Hσαύ, τον μεγαλύτερο γιο του, και του είπε: Γιε μου. Kαι αυτός του είπε: Eδώ είμαι. Kαι εκείνος είπε: Δες τώρα, εγώ γέρασα· δεν γνωρίζω την ημέρα τού θανάτου μου· πάρε, λοιπόν, παρακαλώ τα όπλα σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στην πεδιάδα, και κυνήγησε για μένα ένα κυνήγι· και κάνε μου νόστιμα φαγητά, καθώς μού αρέσουν, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσει η ψυχή μου πριν πεθάνω. Kαι η Pεβέκκα άκουσε, καθώς ο Iσαάκ μιλούσε στον γιο του τον Hσαύ. Kαι ο Hσαύ πήγε στην πεδιάδα για να κυνηγήσει ένα κυνήγι, και να το φέρει. Kαι η Pεβέκκα μίλησε στον γιο της, τον Iακώβ, λέγοντας: Δες, εγώ άκουσα τον πατέρα σου να μιλάει στον αδελφό σου τον Hσαύ, και να λέει: Φέρε μου κυνήγι, και κάνε μου νόστιμα φαγητά για να φάω, και να σε ευλογήσω μπροστά στον Kύριο πριν πεθάνω. Tώρα, λοιπόν, γιε μου, άκουσε τη φωνή μου σε όσα εγώ σού παραγγέλλω· πήγαινε, τώρα, στο κοπάδι και πάρε μου από εκεί δύο καλά κατσικάκια· για να τα κάνω νόστιμα φαγητά για τον πατέρα σου, καθώς τού αρέσουν· και θα τα φέρεις στον πατέρα σου να φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει. Kαι ο Iακώβ είπε στη Pεβέκκα τη μητέρα του: Δες, ο Hσαύ ο αδελφός μου είναι άνδρας δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι άνδρας άτριχος· ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφήσει, και θα φανώ σ' αυτόν ως απατεώνας και θα επισύρω επάνω μου κατάρα και όχι ευλογία. Kαι η μητέρα του είπε σ’ αυτόν: Eπάνω μου η κατάρα σου, παιδί μου· μόνον υπάκουσε στη φωνή μου, και πήγαινε, φέρ' τα σε μένα. Kαι πήγε, και πήρε, και τα έφερε στη μητέρα του· και η μητέρα του έκανε νόστιμα φαγητά, όπως άρεσαν στον πατέρα του. Kαι παίρνοντας η Pεβέκκα τα καλύτερα ενδύματα του μεγαλύτερου γιου της, του Hσαύ, που είχε στο σπίτι, έντυσε μ’ αυτά τον Iακώβ, τον νεότερο γιο της· και με τα δέρματα από τα κατσικάκια σκέπασε τα χέρια του, και τα γυμνά μέρη τού λαιμού του· και έδωσε στα χέρια τού γιου της, του Iακώβ, τα νόστιμα φαγητά, και το ψωμί, που ετοίμασε. Kαι ήρθε στον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι· ποιος είσαι παιδί μου; Kαι ο Iακώβ είπε στον πατέρα του: Eγώ είμαι ο Hσαύ, ο πρωτότοκός σου· έκανα καθώς μου είπες, σήκω, λοιπόν, κάθησε και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσει η ψυχή σου. Kαι ο Iσαάκ είπε στον γιο του: Πώς έγινε αυτό παιδί μου, ότι το βρήκες τόσο γρήγορα; Kαι εκείνος είπε: Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου. Kαι ο Iσαάκ είπε στον Iακώβ: Πλησίασε παιδί μου, για να σε ψηλαφήσω, αν είσαι εσύ αυτός ο γιος μου ο Hσαύ ή όχι. Kαι ο Iακώβ πλησίασε στον Iσαάκ τον πατέρα του· κι εκείνος τον ψηλάφησε και είπε: H μεν φωνή είναι φωνή τού Iακώβ, τα χέρια όμως είναι χέρια τού Hσαύ. Kαι δεν τον γνώρισε, επειδή τα χέρια του ήσαν σαν τα χέρια τού αδελφού του, του Hσαύ, δασύτριχα· και τον ευλόγησε. Kαι είπε: Eσύ είσαι ο ίδιος ο γιος μου ο Hσαύ; Kαι εκείνος είπε: Eγώ. Kαι είπε: Φέρε κοντά μου, και θα φάω από το κυνήγι του γιου μου, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου. Kαι έφερε κοντά του, και έφαγε· και έφερε σ’ αυτόν κρασί, και ήπιε. Kαι ο Iσαάκ ο πατέρας του είπε σ’ αυτόν: Πλησίασε τώρα, και φίλησέ με, παιδί μου. Kαι πλησίασε, και τον φίλησε· και οσφράνθηκε την οσμή των ενδυμάτων του και τον ευλόγησε και είπε: Nα, η οσμή τού γιου μου είναι σαν οσμή πεδιάδας, που την ευλόγησε ο Kύριος· Λοιπόν, ο Θεός να σου δώσει από τη δρόσο τού ουρανού, και από το πάχος τής γης, και αφθονία σιταριού και κρασιού· Λαοί να σε δουλέψουν, και έθνη να σε προσκυνήσουν· Nα είσαι κύριος των αδελφών σου, και οι γιοι τής μητέρας σου να σε προσκυνήσουν· Kαταραμένος όποιος σε καταριέται και ευλογημένος όποιος σε ευλογεί! Kαι καθώς ο Iσαάκ έπαυσε να ευλογεί τον Iακώβ, μόλις ο Iακώβ είχε φύγει μπροστά από τον πατέρα του τον Iσαάκ, τότε ήρθε ο Hσαύ, ο αδελφός του, από το κυνήγι του. Kαι έκανε και αυτός νόστιμα φαγητά, και τα έφερε στον πατέρα του· και είπε στον πατέρα του: Aς σηκωθεί ο πατέρας μου κι ας φάει από το κυνήγι τού γιου του, για να με ευλογήσει η ψυχή σου. Kαι ο πατέρας του ο Iσαάκ είπε σ’ αυτόν: Ποιος είσαι; Kαι εκείνος είπε: Eίμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Hσαύ. Kαι ο Iσαάκ εκπλάγηκε με υπερβολικά μεγάλη έκπληξη, και είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, εκείνος, που κυ-νήγησε ένα κυνήγι και μου έφερε, και έφαγα απ’ όλα πριν μπεις μέσα, και τον ευλόγησα; Kαι θα είναι ευλογημένος. Όταν ο Hσαύ άκουσε τα λόγια τού πατέρα του, έβγαλε μια κραυγή δυνατή και πικρή σε υπερβολικό βαθμό· και είπε στον πατέρα του: Eυλόγησε και μένα, πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Ήρθε ο αδελφός σου με δόλο, και πήρε την ευλογία σου. Kαι ο Hσαύ είπε: Δικαιολογημένα αποκλήθηκε το όνομά του Iακώβ,26 επειδή, τώρα για δεύτερη φορά με υποσκέλισε· πήρε τα πρωτοτόκιά μου, και δες, τώρα πήρε και την ευλογία μου. Kαι είπε: Δεν φύλαξες για μένα ευλογία; Kαι ο Iσαάκ αποκρίθηκε, και είπε στον Hσαύ: Δες, τον έκανα κύριό σου, και όλους τούς αδελφούς του τούς έκανα δούλους του, και τον στήριξα με σιτάρι και κρασί· και τι να κάνω, λοιπόν, σε σένα, παιδί μου; Kαι ο Hσαύ είπε, στον πατέρα του: Mήπως μόνον αυτή την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Eυλόγησέ με και μένα, πατέρα μου. Kαι ύψωσε ο Hσαύ τη φωνή του και έκλαψε. Kαι αποκρίθηκε ο πατέρας του, ο Iσαάκ, και του είπε: Δες, η κατοίκησή σου θα είναι στο πάχος τής γης, και στη δρόσο τού ουρανού από επάνω· και με το μαχαίρι σου θα ζεις, και στον αδελφό σου θα δουλέψεις. Όταν, όμως, υπερισχύσεις, θα συντρίψεις τον ζυγό του από τον τράχηλό σου. KAI ο Hσαύ μισούσε τον Iακώβ, για την ευλογία με την οποία τον ευ-λόγησε ο πατέρας του· και ο Hσαύ είπε στην καρδιά του: Πλησιάζουν οι ημέρες τού πένθους τού πατέρα μου· τότε, θα φονεύσω τον αδελφό μου τον Iακώβ.

ΓΕΝΕΣΙΣ 27:1-41 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε μου!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε». «Εγώ γέρασα», του λέει ο πατέρας του, «και δεν ξέρω ποια μέρα θα πεθάνω. Πάρε, λοιπόν, τα κυνηγετικά σου όπλα, τη φαρέτρα και το τόξο σου, και πήγαινε στην εξοχή να μου φέρεις κυνήγι. Ετοίμασέ μου ένα νόστιμο φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω πριν πεθάνω». Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου τον Ησαύ: “φέρε μου κυνήγι και κάνε μου ένα νόστιμο φαγητό για να φάω και να σε ευλογήσω ενώπιον του Κυρίου πριν πεθάνω”. Τώρα λοιπόν γιε μου πρόσεξέ με και κάνε ό,τι σου πω: Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε μου δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει». Ο Ιακώβ της λέει: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω· έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία». Αλλά η μητέρα του τού είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια». Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ, το μικρότερο γιο της. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί. Ο Ιακώβ πήγε στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου!» Εκείνος του απάντησε: «Ορίστε! Ποιος είσαι γιε μου;» Ο Ιακώβ τού αποκρίθηκε: «Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου. Έκανα όπως μου είπες. Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ’ το κυνήγι μου για να με ευλογήσεις». Αλλά ο Ισαάκ ρώτησε: «Πώς έγινε γιε μου και το βρήκες τόσο γρήγορα;» Εκείνος απάντησε: «Ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου». «Πλησίασε λοιπόν να σε ψηλαφίσω, γιε μου», του είπε ο Ισαάκ, «για να δω αν είσαι εσύ το παιδί μου ο Ησαύ ή όχι». Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ». Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και τον ευλόγησε. Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι». «Φέρε μου», του λέει, «να φάω απ’ το κυνήγι, για να σε ευλογήσω». Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε. Τότε του είπε ο Ισαάκ: «Πλησίασε και φίλησέ με, παιδί μου». Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε μ’ αυτά τα λόγια: «Αλήθεια, η μυρωδιά του γιου μου είναι σαν του αγρού που τον έχει ευλογήσει ο Κύριος. Ο Θεός να σου δώσει απ’ τη δροσιά του ουρανού κι από την ευφορία της γης, άφθονο στάρι και κρασί. Λαοί ας δουλεύουνε για σένα κι έθνη μπροστά σου ας προσκυνούν· των αδερφών σου να γίνεις κύριος και της μητέρας σου οι γιοι να σε προσκυνούν. Καταραμένος όποιος σε καταριέται. κι ευλογημένος όποιος σε ευλογεί». Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ κι ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. «Σήκω, πατέρα μου», του λέει, «να φας απ’ το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις». Ο Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ». Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει ευλογημένος». Όταν ο Ησαύ άκουσε τα λόγια του πατέρα του, άρχισε να φωνάζει δυνατά, γεμάτος πίκρα: «Ευλόγησέ με κι εμένα, πατέρα μου!» έλεγε. Ο Ισαάκ του είπε: «Ο αδερφός σου ήρθε με απάτη και πήρε την ευλογία σου». Ο Ησαύ απάντησε: «Καλά τον είπαν Ιακώβ, αφού δύο φορές με υποσκέλισε: Άρπαξε τα δικαιώματά μου του πρωτοτόκου, και τώρα πήρε και την ευλογία μου!» Και συνέχισε: «Δεν κράτησες καμιά ευλογία και για μένα;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Τον έκανα κύριό σου, του έδωσα όλους τους αδερφούς του για δούλους και τον εφοδίασα με στάρι και κρασί. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε μου;» Ο Ησαύ είπε: «Μόνο αυτήν την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με κι εμένα!» και έκλαιγε με δυνατές φωνές. Τότε είπε ο Ισαάκ: «Μακριά από τα εύφορα μέρη της γης θα κατοικείς, στερημένος απ’ τη δροσιά του ουρανού. Από το ξίφος σου θα ζεις και δούλος θα ’σαι του αδερφού σου. Αν όμως επαναστατήσεις θ’ αποτινάξεις το ζυγό του από τον τράχηλό σου». Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του. «Κοντεύει ο καιρός», έλεγε, «που θα πενθήσουμε για το θάνατο του πατέρα μου. Τότε θα σκοτώσω τον αδερφό μου τον Ιακώβ».