Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΓΕΝΕΣΙΣ 26:1-11

ΓΕΝΕΣΙΣ 26:1-11 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI έγινε πείνα στη γη, εκτός τής προηγούμενης πείνας, που είχε γίνει στις ημέρες τού Aβραάμ. Kαι ο Iσαάκ πήγε στον Aβιμέλεχ, τον βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. Kαι ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν, και είπε: Mη κατέβεις στην Aίγυπτο· να κατοικήσεις στη γη, που θα σου πω· να παροικείς σε τούτη τη γη, και εγώ θα είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω· επειδή, σε σένα και στο σπέρμα σου θα δώσω όλους αυτούς τούς τόπους· και θα εκπληρώσω τον όρκο, που ορκίστηκα στον Aβραάμ τον πατέρα σου· και θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και θα δώσω στο σπέρμα σου όλους αυτούς τούς τόπους, και διαμέσου τού σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης· επειδή, ο Aβραάμ υπάκουσε στη φωνή μου, και φύλαξε τα προστάγματά μου, τις εντολές μου, τα διατάγματά μου, και τους νόμους μου. Kαι ο Iσαάκ κατοίκησε στα Γέραρα. Kαι οι άνδρες τού τόπου ρώτησαν για τη γυναίκα του· και είπε: Eίναι αδελφή μου· επειδή, φοβήθηκε να πει: είναι γυναίκα μου· λέγοντας, μήπως με φονεύσουν οι άνδρες τού τόπου εξαιτίας τής Pεβέκκας· επειδή, ήταν ωραία στην όψη. Kαι αφού παρέμεινε εκεί πολλές ημέρες, ο βασιλιάς των Φιλισταίων, ο Aβιμέλεχ, καθώς έσκυψε από τη θυρίδα, είδε, και νάσου, ο Iσαάκ έπαιζε με τη Pεβέκκα τη γυναίκα του. Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Iσαάκ, και είπε: Δες, σίγουρα γυναίκα σου είναι αυτή· γιατί, λοιπόν, είπες: Eίναι αδελφή μου; Kαι ο Iσαάκ τού είπε: Eπειδή, είπα: Mήπως πεθάνω εξαιτίας της. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Tι είναι αυτό που μας έκανες; Παρ’ ολίγο θα κοιμόταν κάποιος από τον λαό με τη γυναίκα σου, και θα έφερνες επάνω μας ανομία. Kαι ο Aβιμέλεχ πρόσταξε σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: Όποιος αγγίξει τον άνθρωπο αυτόν ή τη γυναίκα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε.

ΓΕΝΕΣΙΣ 26:1-11 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Στη χώρα έπεσε πείνα, εκτός από την πρώτη πείνα που είχε πέσει τον καιρό του Αβραάμ, κι ο Ισαάκ πήγε στον Αβιμέλεχ, το βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. Ο Κύριος είχε παρουσιαστεί στον Ισαάκ και του είχε πει: «Μην κατεβείς στην Αίγυπτο· μείνε στη χώρα που εγώ σου λέω. Μείνε σαν ξένος σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, κι εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω· γιατί σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω όλα αυτά τα εδάφη και θα κρατήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάμ. Θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού· σ’ εκείνους θα δώσω όλες αυτές τις περιοχές και μέσω αυτών θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης· γιατί ο Αβραάμ με υπάκουσε και τήρησε όλες τις προσταγές μου και τις εντολές μου, τους όρους μου και τους νόμους μου». Έτσι, ο Ισαάκ εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη γυναίκα του, εκείνος έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν εξαιτίας της Ρεβέκκας, επειδή ήταν όμορφη. Είχε μείνει εκεί πολύν καιρό. Κάποτε ο βασιλιάς των Φιλισταίων Αβιμέλεχ, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο είδε τον Ισαάκ να ερωτοτροπεί με τη Ρεβέκκα, τη γυναίκα του. Τον κάλεσε και του είπε: «Ώστε αυτή είναι γυναίκα σου! Γιατί είπες πως είναι αδερφή σου;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Σκέφτηκα ότι αλλιώς θα κινδύνευα να πεθάνω εξαιτίας της». «Τι ήταν αυτό που μας έκανες!» του είπε ο Αβιμέλεχ. «Εύκολα θα μπορούσε ένας από το λαό να κοιμηθεί με τη γυναίκα σου, και τότε θα γινόσουν αιτία να αμαρτήσουμε». Τότε ο Αβιμέλεχ έδωσε σ’ όλο το λαό αυτή τη διαταγή: «Όποιος πειράξει τον άνθρωπο αυτό και τη γυναίκα του, εξάπαντος θα θανατωθεί».

ΓΕΝΕΣΙΣ 26:1-11 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Στη χώρα έπεσε πείνα, εκτός από την πρώτη πείνα που είχε πέσει τον καιρό του Αβραάμ, κι ο Ισαάκ πήγε στον Αβιμέλεχ, το βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. Ο Κύριος είχε παρουσιαστεί στον Ισαάκ και του είχε πει: «Μην κατεβείς στην Αίγυπτο· μείνε στη χώρα που εγώ σου λέω. Μείνε σαν ξένος σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, κι εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω· γιατί σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω όλα αυτά τα εδάφη και θα κρατήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάμ. Θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού· σ’ εκείνους θα δώσω όλες αυτές τις περιοχές και μέσω αυτών θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης· γιατί ο Αβραάμ με υπάκουσε και τήρησε όλες τις προσταγές μου και τις εντολές μου, τους όρους μου και τους νόμους μου». Έτσι, ο Ισαάκ εγκαταστάθηκε στα Γέραρα. Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη γυναίκα του, εκείνος έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν εξαιτίας της Ρεβέκκας, επειδή ήταν όμορφη. Είχε μείνει εκεί πολύν καιρό. Κάποτε ο βασιλιάς των Φιλισταίων Αβιμέλεχ, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο είδε τον Ισαάκ να ερωτοτροπεί με τη Ρεβέκκα, τη γυναίκα του. Τον κάλεσε και του είπε: «Ώστε αυτή είναι γυναίκα σου! Γιατί είπες πως είναι αδερφή σου;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Σκέφτηκα ότι αλλιώς θα κινδύνευα να πεθάνω εξαιτίας της». «Τι ήταν αυτό που μας έκανες!» του είπε ο Αβιμέλεχ. «Εύκολα θα μπορούσε ένας από το λαό να κοιμηθεί με τη γυναίκα σου, και τότε θα γινόσουν αιτία να αμαρτήσουμε». Τότε ο Αβιμέλεχ έδωσε σ’ όλο το λαό αυτή τη διαταγή: «Όποιος πειράξει τον άνθρωπο αυτό και τη γυναίκα του, εξάπαντος θα θανατωθεί».