ΓΕΝΕΣΙΣ 21:13-34
ΓΕΝΕΣΙΣ 21:13-34 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
και τον γιο τής δούλης θα τον καταστήσω έθνος· επειδή, είναι σπέρμα σου. Kαι καθώς ο Aβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε ψωμιά, και ένα ασκί με νερό, και τα έδωσε στην Άγαρ, βάζοντάς τα επάνω στον ώμο της· και το παιδί, και την έδιωξε. Kαι εκείνη, καθώς αναχώρησε, περιπλανιόταν στην έρημο Bηρ-σαβεέ. Kαι όταν τέλειωσε το νερό από το ασκί, έρριξε το παιδί κάτω από έναν θάμνο· και καθώς ήρθε κάθησε απέναντι, σε απόσταση μέχρι βολής ενός τόξου· επειδή, είπε: Nα μη δω τον θάνατο του παιδιού. Kαι κάθησε απέναντι και ύψωσε τη φωνή της, και έκλαψε. Kαι ο Θεός εισάκουσε τη φωνή τού παιδιού· και ένας άγγελος του Θεού φώναξε από τον ουρανό στην Άγαρ, και της είπε: Tι έχεις, Άγαρ; Mη φοβάσαι· επειδή, ο Θεός άκουσε τη φωνή τού παιδιού από τον τόπο όπου βρίσκεται· σήκω, πάρε το παιδί, και κράτα το με το χέρι σου· επειδή, θα το καταστήσω ένα μεγάλο έθνος. Kαι ο Θεός άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε ένα πηγάδι με νερό, πήγε και γέμισε το ασκί με νερό, και πότισε το παιδί. Kαι ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί, και μεγάλωσε, και κατοίκησε στην έρημο και έγινε τοξότης. Kαι κατοίκησε στην έρημο Φαράν· και η μητέρα του πήρε σ’ αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Aιγύπτου. KAI κατά τον καιρό εκείνο ο Aβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Aβραάμ, λέγοντας: O Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις· τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου· αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες. Kαι ο Aβραάμ είπε: Eγώ θα ορκιστώ. Kαι ο Aβραάμ έλεγξε τον Aβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρ-παξαν οι δούλοι τού Aβιμέλεχ. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα· ούτε κι εσύ μού το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι’ αυτό, παρά σήμερα. Kαι ο Aβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Aβιμέλεχ· και έκαναν και οι δύο συνθήκη. Kαι ο Aβραάμ έβαλε κατά μέρος επτά θηλυκά αρνιά τού ποιμνίου. Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είναι τούτα τα επτά θηλυκά αρνιά, που έβαλες κατά μέρος; Kαι εκείνος είπε: Ότι αυτά τα επτά θηλυκά αρνιά θα πάρεις από το χέρι μου, για να είναι σε μένα ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι. Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνο τον τόπο Bηρ-σαβεέ·17 επειδή, εκεί ορκίστηκαν και οι δύο. Kαι έκαναν συνθήκη στη Bηρ-σαβεέ. Kαι σηκώθηκε ο Aβιμέλεχ, και ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος της δύναμής του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων. Kαι ο Aβραάμ φύτεψε έναν δρυμό18 στη Bηρ-σαβεέ· και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Kυρίου, του αιώνιου Θεού. Kαι ο Aβραάμ παροίκησε στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες.
ΓΕΝΕΣΙΣ 21:13-34 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Αλλά και από το γιο της δούλης θα κάνω ένα λαό· γιος σου είναι κι εκείνος». Την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Αβραάμ, πήρε ψωμί κι ένα ασκί νερό και τα έδωσε στην Άγαρ. Έβαλε στους ώμους της το παιδί και την έδιωξε. Εκείνη έφυγε και περιπλανιόταν στην έρημο της Βέερ-Σεβά. Όταν το νερό από το ασκί τελείωσε, έριξε το παιδί κάτω από ένα θάμνο κι εκείνη πήγε και κάθισε αντίκρυ σε απόσταση βολής τόξου, γιατί δεν μπορούσε να βλέπει το παιδί της να πεθαίνει. Καθόταν, λοιπόν, εκεί και έκλαιγε με γοερές κραυγές. Ο Θεός όμως άκουσε τις φωνές του παιδιού, κι ένας άγγελος Θεού φώναξε στην Άγαρ από τον ουρανό και της είπε: «Τι σου συμβαίνει Άγαρ; Μη φοβάσαι! Ο Θεός άκουσε το παιδί σου που φωνάζει πέρα ’κει. Σήκω, πάρε το παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά σου, γιατί απ’ αυτό θα κάνω ένα μεγάλο λαό». Τότε ο Θεός τής άνοιξε τα μάτια και είδε ένα πηγάδι με νερό. Πήγε και γέμισε το ασκί της νερό, και έδωσε στο παιδί να πιει. Ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί. Όταν μεγάλωσε πήγε κι έζησε στην έρημο και έγινε τοξότης. Εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και η μάνα του τού διάλεξε γυναίκα μια από την Αίγυπτο. Εκείνη την εποχή, ο Αβιμέλεχ κι ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ είπαν στον Αβραάμ: «Ο Θεός είναι μαζί σου ό,τι κι αν επιχειρείς. Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα εξαπατήσεις ποτέ ούτε εμένα ούτε τα παιδιά μου ούτε τους απογόνους μου. Τη φιλία που σου έδειξα εγώ, την ίδια θα δείξεις κι εσύ σ’ εμένα και σ’ αυτή τη χώρα, όπου έχεις εγκατασταθεί ως ξένος». Ο Αβραάμ απάντησε: «Σου το υπόσχομαι με όρκο». Ο Αβραάμ όμως παραπονέθηκε στον Αβιμέχελ για το πηγάδι με το νερό που οι δούλοι του Αβιμέχελ το είχαν πάρει με τη βία. Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω ποιος το έκανε αυτό· ούτε εσύ μου ανέφερες ποτέ κάτι τέτοιο ούτε εγώ άκουσα τίποτα μέχρι σήμερα». Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και βόδια, τα έδωσε στον Αβιμέλεχ και έκαναν οι δυο τους συμφωνία. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά θηλυκά αρνιά. «Τι σημαίνουν αυτά τα εφτά αρνιά, που ξεχωρίζεις;» τον ρώτησε ο Αβιμέλεχ. Εκείνος του απάντησε: «Θα πάρεις αυτά τα εφτά αρνιά από μένα, ως απόδειξη ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι». Έτσι ονόμασαν τον τόπο εκείνο Βέερ-Σεβά, γιατί εκεί ορκίστηκαν οι δυο τους. Αφού έκαναν τη συμφωνία τους εκεί, ο Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ επέστρεψαν στη χώρα των Φιλισταίων. Ο Αβραάμ φύτεψε στη Βέερ-Σεβά ένα κυπαρίσσι και προσευχήθηκε εκεί στον Κύριο, τον αιώνιο Θεό. Και έμεινε σαν ξένος στη χώρα των Φιλισταίων για πολύν καιρό.
ΓΕΝΕΣΙΣ 21:13-34 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Αλλά και από το γιο της δούλης θα κάνω ένα λαό· γιος σου είναι κι εκείνος». Την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Αβραάμ, πήρε ψωμί κι ένα ασκί νερό και τα έδωσε στην Άγαρ. Έβαλε στους ώμους της το παιδί και την έδιωξε. Εκείνη έφυγε και περιπλανιόταν στην έρημο της Βέερ-Σεβά. Όταν το νερό από το ασκί τελείωσε, έριξε το παιδί κάτω από ένα θάμνο κι εκείνη πήγε και κάθισε αντίκρυ σε απόσταση βολής τόξου, γιατί δεν μπορούσε να βλέπει το παιδί της να πεθαίνει. Καθόταν, λοιπόν, εκεί και έκλαιγε με γοερές κραυγές. Ο Θεός όμως άκουσε τις φωνές του παιδιού, κι ένας άγγελος Θεού φώναξε στην Άγαρ από τον ουρανό και της είπε: «Τι σου συμβαίνει Άγαρ; Μη φοβάσαι! Ο Θεός άκουσε το παιδί σου που φωνάζει πέρα ’κει. Σήκω, πάρε το παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά σου, γιατί απ’ αυτό θα κάνω ένα μεγάλο λαό». Τότε ο Θεός τής άνοιξε τα μάτια και είδε ένα πηγάδι με νερό. Πήγε και γέμισε το ασκί της νερό, και έδωσε στο παιδί να πιει. Ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί. Όταν μεγάλωσε πήγε κι έζησε στην έρημο και έγινε τοξότης. Εγκαταστάθηκε στην έρημο Φαράν και η μάνα του τού διάλεξε γυναίκα μια από την Αίγυπτο. Εκείνη την εποχή, ο Αβιμέλεχ κι ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ είπαν στον Αβραάμ: «Ο Θεός είναι μαζί σου ό,τι κι αν επιχειρείς. Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα εξαπατήσεις ποτέ ούτε εμένα ούτε τα παιδιά μου ούτε τους απογόνους μου. Τη φιλία που σου έδειξα εγώ, την ίδια θα δείξεις κι εσύ σ’ εμένα και σ’ αυτή τη χώρα, όπου έχεις εγκατασταθεί ως ξένος». Ο Αβραάμ απάντησε: «Σου το υπόσχομαι με όρκο». Ο Αβραάμ όμως παραπονέθηκε στον Αβιμέχελ για το πηγάδι με το νερό που οι δούλοι του Αβιμέχελ το είχαν πάρει με τη βία. Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω ποιος το έκανε αυτό· ούτε εσύ μου ανέφερες ποτέ κάτι τέτοιο ούτε εγώ άκουσα τίποτα μέχρι σήμερα». Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και βόδια, τα έδωσε στον Αβιμέλεχ και έκαναν οι δυο τους συμφωνία. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά θηλυκά αρνιά. «Τι σημαίνουν αυτά τα εφτά αρνιά, που ξεχωρίζεις;» τον ρώτησε ο Αβιμέλεχ. Εκείνος του απάντησε: «Θα πάρεις αυτά τα εφτά αρνιά από μένα, ως απόδειξη ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι». Έτσι ονόμασαν τον τόπο εκείνο Βέερ-Σεβά, γιατί εκεί ορκίστηκαν οι δυο τους. Αφού έκαναν τη συμφωνία τους εκεί, ο Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγός του ο Φιχόλ επέστρεψαν στη χώρα των Φιλισταίων. Ο Αβραάμ φύτεψε στη Βέερ-Σεβά ένα κυπαρίσσι και προσευχήθηκε εκεί στον Κύριο, τον αιώνιο Θεό. Και έμεινε σαν ξένος στη χώρα των Φιλισταίων για πολύν καιρό.