ΓΕΝΕΣΙΣ 18:1-33
ΓΕΝΕΣΙΣ 18:1-33 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
KAI ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν στις βελανιδιές Mαμβρή, ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής στον καύσωνα της ημέρας. Kαι σηκώνοντας τα μάτια του, είδε· και ξάφνου, τρεις άνδρες όρθιοι μπροστά του· και μόλις τούς είδε, έσπευσε σε προϋπάντησή τους από την είσοδο της σκηνής, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος· και είπε: Kύριέ μου, αν βρήκα χάρη στα μάτια σου, μη προσπεράσεις, παρακαλώ, τον δούλο σου· ας φερθεί, παρακαλώ, λίγο νερό, και πλύντε τα πόδια σας, και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο· και εγώ θα φέρω λίγο ψωμί, και στηρίξτε την καρδιά σας· έπειτα, θα προχωρήσετε· επειδή, γι’ αυτό περάσατε από τον δούλο σας. Kαι εκείνοι είπαν: Kάνε έτσι, καθώς είπες. Kαι ο Aβραάμ έσπευσε στη σκηνή στη Σάρρα, και είπε: Bιάσου, ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι, και κάνε ψωμιά στη στάχτη. Kαι ο Aβραάμ έτρεξε στα βόδια, και πήρε ένα μοσχάρι απαλό και καλό, και το έδωσε στον δούλο· και εκείνος έσπευσε να το ετοιμάσει· έπειτα, πήρε βούτυρο και γάλα, και το μοσχάρι, που ετοίμασε, και τα έβαλε μπροστά τους· και αυτός στεκόταν κοντά τους κάτω από το δέντρο· και αυτοί έφαγαν. Kαι του είπαν: Πού είναι η γυναίκα σου η Σάρρα; Kαι εκείνος είπε: Nα, μέσα στη σκηνή. Kαι είπε: Θα επιστρέψω σε σένα εξάπαντος κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου· και δες, η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Kαι η Σάρρα άκουσε στην είσοδο της σκηνής, που ήταν πίσω απ’ αυτόν. Kαι ο Aβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι σε ηλικία· στη Σάρρα είχαν σταματήσει να γίνονται τα γυναικεία. Kαι η Σάρρα γέλασε από μέσα της, λέγοντας: Aφού γέρασα θα γίνει σε μένα ηδονή; Kαι ο κύριός μου είναι γέροντας. Kαι είπε ο Kύριος στον Aβραάμ: Γιατί γέλασε η Σάρρα, λέγοντας: Aφού εγώ γέρασα, πραγματικά θα γεννήσω; Eίναι τίποτε αδύνατο στον Kύριο; Στον ορισμένο καιρό θα επιστρέψω σε σένα, κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Tότε, η Σάρρα αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν γέλασα· επειδή, φοβήθηκε. Kαι εκείνος είπε: Όχι, αλλά γέλασες. Kαι αφού οι άνδρες σηκώθηκαν από εκεί κατευθύνθηκαν στα Σόδομα· και ο Aβραάμ πορευόταν μαζί τους για να τους συμπροπέμψει. Kαι ο Kύριος είπε: Θα κρύψω εγώ από τον Aβραάμ οτιδήποτε κάνω; O δε Aβραάμ θα γίνει οπωσδήποτε ένα μεγάλο έθνος και δυνατό· και διαμέσου αυτού θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης· επειδή, τον γνωρίζω, ότι θα διατάξει τούς γιους του και την οικογένειά του, ύστερα απ’ αυτόν, και θα φυλάξουν τον δρόμο τού Kυρίου, για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση, ώστε ο Kύριος να επιφέρει επάνω στον Aβραάμ τα όσα μίλησε σ’ αυτόν. Kαι ο Kύριος είπε: H κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων πλήθυνε και η αμαρτία τους είναι υπερβολικά βαριά· Θα κατέβω, λοιπόν, και θα δω αν έπραξαν ολοκληρωτικά σύμφωνα με την κραυγή που έρχεται σε μένα· και θα γνωρίσω, μήπως όχι. Kαι όταν οι άνδρες αναχώρησαν από εκεί, πήγαν στα Σόδομα· και ο Aβραάμ στεκόταν ακόμα μπροστά στον Kύριο. Kαι καθώς ο Aβραάμ πλησίασε, είπε: Mήπως θα καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή; Aν είναι στην πόλη 50 δίκαιοι, άραγε θα τους καταστρέψεις; Kαι δεν θα συγχωρούσες τον τόπο χάρη των 50 δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτόν; Mη γένοιτο ποτέ εσύ να πράξεις ένα τέτοιο πράγμα, να θανατώσεις μαζί, δίκαιον και ασεβή, και ο δίκαιος να είναι όπως και ο ασεβής! Mη γένοιτο ποτέ σε σένα! Eκείνος που κρίνει ολόκληρη τη γη δεν θα κάνει κρίση; Kαι είπε ο Kύριος: Aν βρω στα Σόδομα 50 δικαίους μέσα στην πόλη, θα συγχωρήσω σε ολόκληρο τον τόπο για χάρη τους. Kαι αποκρινόμενος ο Aβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Kύριό μου, ενώ είμαι χώμα και στάχτη· αν λείψουν πέντε από τους 50 δικαίους, θα καταστρέψεις ολόκληρη την πόλη εξαιτίας των πέντε; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 45. Kαι ο Aβραάμ πρόσθεσε ακόμα να του μιλήσει, και είπε: Aν βρεθούν εκεί 40; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 40. Kαι ο Aβραάμ είπε: Aς μη παροξυνθεί ο Kύριός μου αν μιλήσω ξανά· αν βρεθούν εκεί 30; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 30. Kαι ο Aβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Kύριό μου· αν βρεθούν εκεί 20; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 20. Kαι ο Aβραάμ είπε: Aς μη παροξυνθεί ο Kύριός μου, αν μιλήσω ακόμα μία φορά· αν βρεθούν εκεί 10; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 10. Kαι ο Kύριος αναχώρησε, αφού έπαυσε να μιλάει στον Aβραάμ· και ο Aβραάμ επέστρεψε στον τόπο του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 18:1-33 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Ο Κύριος παρουσιάστηκε στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τρεις άντρες να στέκονται απέναντί του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. «Κύριέ μου», είπε, «αν έχω την εύνοιά σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν’ αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε. Περάστε λοιπόν από το δούλο σας». Εκείνοι απάντησαν: «Κάνε όπως είπες». Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα: «Πάρε γρήγορα τρεις γαβάθες αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσέ το και κάνε πίττες». Μετά έτρεξε στα βόδια, πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άντρες. Αυτός στεκόταν απέναντί τους κάτω από τα δέντρα κι εκείνοι έτρωγαν. Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ: «Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;» Αυτός απάντησε: «Εκεί, στη σκηνή». Κι ο Κύριος είπε: «Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο. Η Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: «Αφού γέρασα, είναι δυνατό να έχω ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας». Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ’ αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα αρνήθηκε και είπε: «Δε γέλασα» –γιατί φοβήθηκε. Αλλά κείνος της είπε: «Κι όμως, γέλασες». Από ’κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε: «Είναι σωστό να κρύψω από τον Αβραάμ αυτό που πρόκειται να πράξω; Ένα μεγάλο και ισχυρό έθνος θα προέλθει, λοιπόν, από τον Αβραάμ και στο πρόσωπό του θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. Αυτόν διάλεξα για να διατάξει τους γιους του και τους απογόνους του ν’ ακολουθούν το δρόμο του Κυρίου, να κάνουν το σωστό και το δίκαιο, ώστε ο Κύριος να πραγματοποιήσει όσα έχει υποσχεθεί στον Αβραάμ». Είπε λοιπόν ο Κύριος: «Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». Οι δύο από τους άντρες έφυγαν από ’κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ. Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν; Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;» Ο Κύριος απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων πενήντα δικαίους, θα συγχωρήσω για χάρη τους ολόκληρη την περιοχή». Ο Αβραάμ αποκρίθηκε: «Συγχώρησέ με, Κύριέ μου, που τολμώ να σου μιλάω, ενώ είμαι χώμα και σκόνη. Ίσως όμως από τους πενήντα δικαίους να λείπουν πέντε· θα καταστρέψεις εξαιτίας τών πέντε όλη την πόλη;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα την καταστρέψω αν βρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους». Ο Αβραάμ συνέχισε: «Ίσως όμως βρεθούν εκεί μόνο σαράντα». Ο Κύριος απάντησε: «Για χάρη των σαράντα δε θα κάνω τίποτα». Ο Αβραάμ ξαναμίλησε: «Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω πάλι: Ίσως βρεθούν εκεί τριάντα δίκαιοι». Κι ο Κύριος απάντησε: «Δε θα κάνω τίποτα αν βρω εκεί τριάντα». Ο Αβραάμ επέμεινε: «Τώρα που άρχισα να μιλάω με τον Κύριό μου, ας πω κάτι ακόμα: Αν βρεθούν εκεί είκοσι;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των είκοσι». Ο Αβραάμ επανήλθε: «Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω για μια φορά ακόμα: Ίσως βρεθούν εκεί δέκα δίκαιοι». Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη, για χάρη των δέκα». Μόλις ο Κύριος τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ έφυγε· κι ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη σκηνή του.
ΓΕΝΕΣΙΣ 18:1-33 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ο Κύριος παρουσιάστηκε στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τρεις άντρες να στέκονται απέναντί του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. «Κύριέ μου», είπε, «αν έχω την εύνοιά σου, μην προσπεράσεις το δούλο σου. Ας φέρουν λίγο νερό να πλύνετε τα πόδια σας, και μετά μπορείτε ν’ αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο. Θα φέρω και λίγο ψωμί να πάρετε δύναμη, και μετά μπορείτε να πηγαίνετε. Περάστε λοιπόν από το δούλο σας». Εκείνοι απάντησαν: «Κάνε όπως είπες». Τότε ο Αβραάμ έτρεξε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα: «Πάρε γρήγορα τρεις γαβάθες αλεύρι εκλεκτό, ζύμωσέ το και κάνε πίττες». Μετά έτρεξε στα βόδια, πήρε ένα μοσχάρι τρυφερό και καλό, το έδωσε στον υπηρέτη, κι εκείνος το ετοίμασε στα γρήγορα. Πήρε ακόμα βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά στους άντρες. Αυτός στεκόταν απέναντί τους κάτω από τα δέντρα κι εκείνοι έτρωγαν. Τότε ρώτησαν τον Αβραάμ: «Πού είναι η Σάρρα η γυναίκα σου;» Αυτός απάντησε: «Εκεί, στη σκηνή». Κι ο Κύριος είπε: «Του χρόνου τέτοια εποχή θα ξανάρθω και η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο. Η Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: «Αφού γέρασα, είναι δυνατό να έχω ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας». Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ’ αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα αρνήθηκε και είπε: «Δε γέλασα» –γιατί φοβήθηκε. Αλλά κείνος της είπε: «Κι όμως, γέλασες». Από ’κει οι άντρες έφυγαν και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Ο Αβραάμ βάδιζε μαζί τους για να τους κατευοδώσει. Τότε ο Κύριος είπε: «Είναι σωστό να κρύψω από τον Αβραάμ αυτό που πρόκειται να πράξω; Ένα μεγάλο και ισχυρό έθνος θα προέλθει, λοιπόν, από τον Αβραάμ και στο πρόσωπό του θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης. Αυτόν διάλεξα για να διατάξει τους γιους του και τους απογόνους του ν’ ακολουθούν το δρόμο του Κυρίου, να κάνουν το σωστό και το δίκαιο, ώστε ο Κύριος να πραγματοποιήσει όσα έχει υποσχεθεί στον Αβραάμ». Είπε λοιπόν ο Κύριος: «Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». Οι δύο από τους άντρες έφυγαν από ’κει και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ. Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν; Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;» Ο Κύριος απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων πενήντα δικαίους, θα συγχωρήσω για χάρη τους ολόκληρη την περιοχή». Ο Αβραάμ αποκρίθηκε: «Συγχώρησέ με, Κύριέ μου, που τολμώ να σου μιλάω, ενώ είμαι χώμα και σκόνη. Ίσως όμως από τους πενήντα δικαίους να λείπουν πέντε· θα καταστρέψεις εξαιτίας τών πέντε όλη την πόλη;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα την καταστρέψω αν βρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους». Ο Αβραάμ συνέχισε: «Ίσως όμως βρεθούν εκεί μόνο σαράντα». Ο Κύριος απάντησε: «Για χάρη των σαράντα δε θα κάνω τίποτα». Ο Αβραάμ ξαναμίλησε: «Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω πάλι: Ίσως βρεθούν εκεί τριάντα δίκαιοι». Κι ο Κύριος απάντησε: «Δε θα κάνω τίποτα αν βρω εκεί τριάντα». Ο Αβραάμ επέμεινε: «Τώρα που άρχισα να μιλάω με τον Κύριό μου, ας πω κάτι ακόμα: Αν βρεθούν εκεί είκοσι;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των είκοσι». Ο Αβραάμ επανήλθε: «Μη θυμώσεις, Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω για μια φορά ακόμα: Ίσως βρεθούν εκεί δέκα δίκαιοι». Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη, για χάρη των δέκα». Μόλις ο Κύριος τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ έφυγε· κι ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη σκηνή του.