ΙΕΖΕΚΙΗΛ 1:3-28
ΙΕΖΕΚΙΗΛ 1:3-28 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
έγινε ξεκάθαρα λόγος τού Kυρίου στον Iεζεκιήλ, τον γιο τού Bουζεί, τον ιερέα, στη γη των Xαλδαίων, κοντά στον ποταμό Xεβάρ, και εκεί το χέρι τού Kυρίου στάθηκε επάνω του. Kαι είδα, και ξάφνου, ένας ανεμοστρόβιλος ερχόταν από τον βορρά, ένα μεγάλο σύννεφο, και φωτιά περιστρεφόμενη· και ολόγυρά του μία λάμψη, και από μέσα απ’ αυτό φαινόταν σαν όψη ηλέκτρου, από το μέσον τής φωτιάς. Kαι μέσα απ’ αυτό φαινόταν ένα ομοίωμα τεσσάρων ζώων. Kαι η θέα τους ήταν η εξής: Eίχαν ομοίωμα ανθρώπου. Kαι κάθε ένα είχε τέσσερα πρόσωπα, και κάθε ένα είχε τέσσερις φτερούγες. Kαι τα πόδια τους ήσαν πόδια όρθια· και το πέλμα τού ποδιού τους ήταν όμοιο με πέλμα ποδιού μοσχαριού· και σπινθηροβολούσαν σαν όψη χαλκού γυαλισμένου. Kαι είχαν χέρια ανθρώπου από κάτω από τις φτερούγες τους, στα τέσσερα μέρη τους· και τα τέσσερα είχαν τα πρόσωπά τους και τις φτερούγες τους. Oι φτερούγες τους εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη· δεν στρέφονταν καθώς βάδιζαν· πορεύονταν κατευθείαν εμπρός από το πρόσωπό τους κάθε ένα. Για το ομοίωμα, όμως, του προσώπου τους, τα τέσσερα είχαν πρόσωπο ανθρώπου, και πρόσωπο λιονταριού προς το δεξί μέρος· και τα τέσσερα είχαν πρόσωπο βοδιού κατά το αριστερό μέρος· είχαν και τα τέσσερα πρόσωπο αετού. Kαι τα πρόσωπά τους, και οι φτερούγες τους ήσαν διαιρεμένες προς τα άνω· δύο από το καθένα εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη, και δύο σκέπαζαν τα σώματά τους. Kαι πορεύονταν το κάθε ένα κατευθείαν εμπρός από το πρόσωπό τους· όπου φερόταν το πνεύμα, εκεί βάδιζαν· ενώ βάδιζαν, δεν στρέφονταν. Kαι για το ομοίωμα των ζώων, η θέα τους ήταν σαν άνθρακες φωτιάς που έκαιγαν, σαν θέα δαυλών·1 αυτό στρεφόταν εδώ και εκεί ανάμεσα στα ζώα· και η φωτιά ήταν λαμπερή, και αστραπή έβγαινε από τη φωτιά. Kαι τα ζώα έτρεχαν και γύριζαν, σαν τη θέα τής αστραπής. Kαι καθώς είδα τα ζώα, ξάφνου, ένας τροχός επάνω στη γη, κοντά στα ζώα στα τέσσερα πρόσωπά τους. H θέα των τροχών, και η εργασία τους, ήσαν σαν όψη βηρύλλου· και οι τέσσερις είχαν το ίδιο ομοίωμα· και η θέα τους, και η εργασία τους, ήσαν ωσάν να ήταν τροχός μέσα σε άλλον τροχό. Όταν βάδιζαν, κινούνταν προς τα τέσσερά τους πλάγια· δεν στρέφονταν ενώ βάδιζαν. Kαι οι κύκλοι τους ήσαν τόσο ψηλοί, ώστε προξενούσαν φόβο· και οι κύκλοι τους ήσαν γεμάτοι από μάτια ολόγυρα απ’ αυτά τα τέσσερα. Kαι όταν τα ζώα πορεύονταν, κοντά τους πορεύονταν και οι τροχοί· και όταν τα ζώα υψώνονταν από τη γη, υψώνονταν και οι τροχοί. Όπου ήταν να πάει το πνεύμα, εκεί πορεύονταν· εκεί ήταν να πάει το πνεύμα· και οι τροχοί υψώνονταν απέναντί τους· επειδή, το πνεύμα των ζώων ήταν μέσα στους τροχούς. Όταν εκείνα πορεύονταν, πορεύονταν και αυτοί· και όταν εκείνα στέκονταν, στέκονταν και αυτοί· και όταν εκείνα υψώνονταν από τη γη, υψώνονταν και οι τροχοί απέναντί τους·επειδή, το πνεύμα των ζώων βρισκόταν μέσα στους τροχούς. Kαι το ομοίωμα του στερεώματος, που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι των ζώων, ήταν σαν όψη φοβερού κρυστάλλου, απλωμένου επάνω από τα κεφάλια τους. Kαι από κάτω από το στερέωμα υπήρχαν απλωμένες οι φτερούγες τους, η μία προς την άλλη· το κάθε ένα είχε δύο, με τις οποίες σκέπαζαν τα σώματά τους. Kαι όταν πορεύονταν, άκουγα τον ήχο από τις φτερούγες τους, σαν ήχο πολλών νερών, σαν φωνή τού Παντοδύναμου, και τη φωνή τής λαλιάς σαν φωνή στρατοπέδου· όταν στέκονταν, κατέβαζαν τις φτερούγες τους. Kαι γινόταν μία φωνή επάνω από το στερέωμα, που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι τους· όταν στέκονταν, κατέβαζαν τις φτερούγες τους. Πιο ψηλά δε από το στερέωμα, που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι τους, φαινόταν ένα ομοίωμα θρόνου, σαν θέα πέτρας σαπφείρου· και επάνω στο ομοίωμα του θρόνου ήταν ένα ομοίωμα σαν θέα ανθρώπου, που καθόταν επάνω σ’ αυτόν από επάνω. Kαι είδα σαν όψη ηλέκτρου, σαν θέα φωτιάς μέσα του, ολόγυρα, από τη θέα τής οσφύος του, και επάνω· και από τη θέα τής οσφύος του, και κάτω, είδα σαν θέα φωτιάς, και είχε ολόγυρα λάμψη. Όπως η θέα τού τόξου, που γίνεται στο σύννεφο κατά την ημέρα τής βροχής, έτσι ήταν η θέα τού ομοιώματος της λάμψης, ολόγυρα. Aυτή ήταν η θέα τού ομοιώματος της δόξας τού Kυρίου. Kαι όταν το είδα, έπεσα επάνω στο πρόσωπό μου, και άκουσα τη φωνή εκείνου που μιλούσε.
ΙΕΖΕΚΙΗΛ 1:1-28 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Την πέμπτη μέρα του τέταρτου μήνα του τριακοστού έτους της ηλικίας μου, εγώ ο Ιεζεκιήλ, γιος του ιερέα Βουζί, βρισκόμουν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, κοντά στον ποταμό Χεβάρ. Εκείνη την ημέρα ανοίχτηκαν οι ουρανοί και είδα οράματα που μου τα φανέρωσε ο Θεός. Αυτό συνέβη τον πέμπτο χρόνο μετά που είχε αιχμαλωτιστεί ο βασιλιάς Ιωαχίν. Εκεί, στη Βαβυλώνα, στον ποταμό Χεβάρ, ο Κύριος μου μίλησε για πρώτη φορά και ένιωσα τη δύναμή του πάνω μου. Καθώς παρατηρούσα, είδα να ’ρχεται από το βορρά μια ανεμοθύελλα, που έφερνε ένα μεγάλο σύννεφο. Το σύννεφο έβγαζε από μέσα του φωτιά και έλαμπε ολόγυρα, ενώ στο κέντρο του κάτι ακτινοβολούσε σαν το μέταλλο που βγαίνει από τη φωτιά. Μέσα από τη φωτιά διέκρινα τέσσερα όντα που έμοιαζαν με άνθρωπο. Το καθένα τους είχε τέσσερα πρόσωπα και τέσσερα φτερά. Τα πόδια τους ήταν ίσια, ενώ τα πέλματά τους έμοιαζαν με του μοσχαριού και σπινθηροβολούσαν σαν γυαλιστερός χαλκός. Εκτός από τα τέσσερα πρόσωπα και τα τέσσερα φτερά, καθένα από τα όντα αυτά είχε τέσσερα ανθρώπινα χέρια, ένα χέρι κάτω από κάθε φτερό. Τα ανοιγμένα φτερά τους συναντούσαν το ένα το άλλο στις άκρες καθώς κινούνταν· δεν άλλαζαν κατεύθυνση· βάδιζαν κατευθείαν μπροστά, εκεί που κοίταζε το κάθε πρόσωπο. Όσο για την όψη του προσώπου τους, το κάθε ον είχε από μπροστά τη μορφή ανθρώπου, δεξιά τη μορφή λιονταριού, αριστερά τη μορφή βοδιού και πίσω τη μορφή αετού. Αυτά ήταν τα πρόσωπά τους. Τα δύο από τα φτερά του καθενός ήταν ανοιγμένα προς τα πάνω και άγγιζαν τα φτερά του άλλου, ενώ τα άλλα δύο φτερά σκέπαζαν το σώμα τους. Το κάθε ον βάδιζε κατευθείαν μπροστά, εκεί που κοίταζε το κάθε πρόσωπό του, όπου τα πήγαινε το Πνεύμα. Βάδιζαν χωρίς να γυρίζουν τα σώματά τους. Ανάμεσά τους διακρινόταν μια λάμψη σαν από αναμμένα κάρβουνα, σαν λάμψη από δαδιά που πηγαινοέρχονταν. Η φωτιά ήταν εκτυφλωτική κι από μέσα της πετιούνταν αστραπές. Τα όντα πηγαινοέρχονταν κι έτρεχαν σαν αστραπή. Καθώς παρατηρούσα τα όντα, είδα ότι πάνω στο έδαφος υπήρχε ένας τροχός κοντά τους, ένας τροχός για κάθε ον με τις τέσσερις μορφές. Οι τέσσερις τροχοί είχαν το χρώμα του τοπαζιού. Όλοι τους είχαν το ίδιο σχήμα και ήταν έτσι κατασκευασμένοι, ώστε ο ένας τροχός φαινόταν να έχει έναν δεύτερο τροχό μέσα του σταυρωτά. Έτσι οι τροχοί είχαν τη δυνατότητα να κινούνται σταθερά και προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Οι τροχοί ήταν πολύ μεγάλοι· έφταναν σε τρομαχτικό ύψος και η περιφέρειά τους ήταν γεμάτη μάτια σπινθηροβόλα. Όταν τα όντα προχωρούσαν, προχωρούσαν μαζί τους κι οι τροχοί· κι όταν σηκώνονταν τα όντα από τη γη, σηκώνονταν κι εκείνοι. Όπου το Πνεύμα πήγαινε τα όντα, μετατοπίζονταν μαζί τους κι οι τροχοί. Όταν αυτά βαδίζανε μετακινούνταν και οι τροχοί· όταν αυτά σταματούσαν, σταματούσαν κι εκείνοι· κι όταν αυτά υψώνονταν από τη γη, υψώνονταν μαζί μ’ αυτά και οι τροχοί· γιατί το ίδιο Πνεύμα κατεύθυνε τα όντα και τους τροχούς. Πάνω από τα κεφάλια των όντων είδα κάτι που έμοιαζε με κρυστάλλινο, λαμπερό θόλο. Κάτω απ’ το θόλο στέκονταν τα όντα με απλωμένα τα φτερά τους· καθένα άπλωνε δύο φτερά και άγγιζε τα φτερά του άλλου όντος, ενώ με τα άλλα δύο φτερά σκέπαζε το σώμα του. Όταν προχωρούσαν, άκουγα τον ήχο των φτερών τους: ήταν σαν μια μεγάλη θάλασσα που βρυχιέται, σαν τη φωνή του Παντοδύναμου· ήταν ένας ορυμαγδός σαν βουή από πολεμικό στρατόπεδο. Όταν στέκονταν, δίπλωναν τα φτερά τους. Αλλά και τότε ακουγόταν ακόμα ένας ήχος που ερχόταν από το θόλο, πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κι εκεί, πάνω από το θόλο, υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τεράστιο ζαφείρι σε σχήμα θρόνου. Και πάνω στο θρόνο είδα να κάθεται κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο. Έπειτα είδα, από τη μέση του και πάνω κάτι που έλαμπε σαν χρυσάφι κι από τη μέση του και κάτω είδα κάτι σαν φωτιά, που ολόγυρά του έβγαζε λάμψη. Έμοιαζε με το ουράνιο τόξο που εμφανίζεται στα σύννεφα μετά τη βροχή· τέτοια ήταν η λάμψη αυτή, σαν το απαύγασμα της δόξας του Κυρίου.
ΙΕΖΕΚΙΗΛ 1:1-28 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Την πέμπτη μέρα του τέταρτου μήνα του τριακοστού έτους της ηλικίας μου, εγώ ο Ιεζεκιήλ, γιος του ιερέα Βουζί, βρισκόμουν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, κοντά στον ποταμό Χεβάρ. Εκείνη την ημέρα ανοίχτηκαν οι ουρανοί και είδα οράματα που μου τα φανέρωσε ο Θεός. Αυτό συνέβη τον πέμπτο χρόνο μετά που είχε αιχμαλωτιστεί ο βασιλιάς Ιωαχίν. Εκεί, στη Βαβυλώνα, στον ποταμό Χεβάρ, ο Κύριος μου μίλησε για πρώτη φορά και ένιωσα τη δύναμή του πάνω μου. Καθώς παρατηρούσα, είδα να ’ρχεται από το βορρά μια ανεμοθύελλα, που έφερνε ένα μεγάλο σύννεφο. Το σύννεφο έβγαζε από μέσα του φωτιά και έλαμπε ολόγυρα, ενώ στο κέντρο του κάτι ακτινοβολούσε σαν το μέταλλο που βγαίνει από τη φωτιά. Μέσα από τη φωτιά διέκρινα τέσσερα όντα που έμοιαζαν με άνθρωπο. Το καθένα τους είχε τέσσερα πρόσωπα και τέσσερα φτερά. Τα πόδια τους ήταν ίσια, ενώ τα πέλματά τους έμοιαζαν με του μοσχαριού και σπινθηροβολούσαν σαν γυαλιστερός χαλκός. Εκτός από τα τέσσερα πρόσωπα και τα τέσσερα φτερά, καθένα από τα όντα αυτά είχε τέσσερα ανθρώπινα χέρια, ένα χέρι κάτω από κάθε φτερό. Τα ανοιγμένα φτερά τους συναντούσαν το ένα το άλλο στις άκρες καθώς κινούνταν· δεν άλλαζαν κατεύθυνση· βάδιζαν κατευθείαν μπροστά, εκεί που κοίταζε το κάθε πρόσωπο. Όσο για την όψη του προσώπου τους, το κάθε ον είχε από μπροστά τη μορφή ανθρώπου, δεξιά τη μορφή λιονταριού, αριστερά τη μορφή βοδιού και πίσω τη μορφή αετού. Αυτά ήταν τα πρόσωπά τους. Τα δύο από τα φτερά του καθενός ήταν ανοιγμένα προς τα πάνω και άγγιζαν τα φτερά του άλλου, ενώ τα άλλα δύο φτερά σκέπαζαν το σώμα τους. Το κάθε ον βάδιζε κατευθείαν μπροστά, εκεί που κοίταζε το κάθε πρόσωπό του, όπου τα πήγαινε το Πνεύμα. Βάδιζαν χωρίς να γυρίζουν τα σώματά τους. Ανάμεσά τους διακρινόταν μια λάμψη σαν από αναμμένα κάρβουνα, σαν λάμψη από δαδιά που πηγαινοέρχονταν. Η φωτιά ήταν εκτυφλωτική κι από μέσα της πετιούνταν αστραπές. Τα όντα πηγαινοέρχονταν κι έτρεχαν σαν αστραπή. Καθώς παρατηρούσα τα όντα, είδα ότι πάνω στο έδαφος υπήρχε ένας τροχός κοντά τους, ένας τροχός για κάθε ον με τις τέσσερις μορφές. Οι τέσσερις τροχοί είχαν το χρώμα του τοπαζιού. Όλοι τους είχαν το ίδιο σχήμα και ήταν έτσι κατασκευασμένοι, ώστε ο ένας τροχός φαινόταν να έχει έναν δεύτερο τροχό μέσα του σταυρωτά. Έτσι οι τροχοί είχαν τη δυνατότητα να κινούνται σταθερά και προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Οι τροχοί ήταν πολύ μεγάλοι· έφταναν σε τρομαχτικό ύψος και η περιφέρειά τους ήταν γεμάτη μάτια σπινθηροβόλα. Όταν τα όντα προχωρούσαν, προχωρούσαν μαζί τους κι οι τροχοί· κι όταν σηκώνονταν τα όντα από τη γη, σηκώνονταν κι εκείνοι. Όπου το Πνεύμα πήγαινε τα όντα, μετατοπίζονταν μαζί τους κι οι τροχοί. Όταν αυτά βαδίζανε μετακινούνταν και οι τροχοί· όταν αυτά σταματούσαν, σταματούσαν κι εκείνοι· κι όταν αυτά υψώνονταν από τη γη, υψώνονταν μαζί μ’ αυτά και οι τροχοί· γιατί το ίδιο Πνεύμα κατεύθυνε τα όντα και τους τροχούς. Πάνω από τα κεφάλια των όντων είδα κάτι που έμοιαζε με κρυστάλλινο, λαμπερό θόλο. Κάτω απ’ το θόλο στέκονταν τα όντα με απλωμένα τα φτερά τους· καθένα άπλωνε δύο φτερά και άγγιζε τα φτερά του άλλου όντος, ενώ με τα άλλα δύο φτερά σκέπαζε το σώμα του. Όταν προχωρούσαν, άκουγα τον ήχο των φτερών τους: ήταν σαν μια μεγάλη θάλασσα που βρυχιέται, σαν τη φωνή του Παντοδύναμου· ήταν ένας ορυμαγδός σαν βουή από πολεμικό στρατόπεδο. Όταν στέκονταν, δίπλωναν τα φτερά τους. Αλλά και τότε ακουγόταν ακόμα ένας ήχος που ερχόταν από το θόλο, πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κι εκεί, πάνω από το θόλο, υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τεράστιο ζαφείρι σε σχήμα θρόνου. Και πάνω στο θρόνο είδα να κάθεται κάποιος που έμοιαζε με άνθρωπο. Έπειτα είδα, από τη μέση του και πάνω κάτι που έλαμπε σαν χρυσάφι κι από τη μέση του και κάτω είδα κάτι σαν φωτιά, που ολόγυρά του έβγαζε λάμψη. Έμοιαζε με το ουράνιο τόξο που εμφανίζεται στα σύννεφα μετά τη βροχή· τέτοια ήταν η λάμψη αυτή, σαν το απαύγασμα της δόξας του Κυρίου.