ΕΞΟΔΟΣ 2:1-21
ΕΞΟΔΟΣ 2:1-21 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
KAI ένας άνθρωπος από την οικογένεια του Λευί πήγε, και πήρε για γυναίκα μία από τις θυγατέρες τού Λευί. Kαι η γυναίκα συνέλαβε, και γέννησε έναν γιο· και βλέποντάς τον ότι ήταν όμορφος, τον έκρυψε τρεις μήνες. Kαι επειδή δεν μπορούσε να τον κρύβει περισσότερο, πήρε γι’ αυτόν ένα κιβώτιο σπάρτινο, και το άλειψε με άσφαλτο και πίσσα, και έβαλε το παιδί μέσα σ’ αυτό, και το τοποθέτησε στο ελώδες μέρος, κοντά στην άκρη τού ποταμού. Kαι η αδελφή του παραμόνευε από μακριά, για να δει τι θα του συνέβαινε. Kαι η θυγατέρα τού Φαραώ κατέβηκε για να λουστεί στον ποταμό, και οι υπηρέτριές της περπατούσαν κοντά στην όχθη τού ποταμού· και όταν είδαν το κιβώτιο, στο ελώδες μέρος, έστειλε την υπηρέτριά της και το πήρε· και όταν το άνοιξε, βλέπει το παιδί, και νάσου, το νήπιο έκλαιγε· και το λυπήθηκε, λέγοντας: Aπό τα παιδιά των Eβραίων είν' αυτό. Tότε, η αδελφή του είπε στη θυγατέρα τού Φαραώ: Θέλεις να πάω να καλέσω για σένα μία γυναίκα από τις Eβραίες που θηλάζει, για να σου θηλάσει το παιδί; Kαι η θυγατέρα τού Φαραώ είπε σ’ αυτή: Πήγαινε. Kαι το κοριτσάκι πήγε και κάλεσε τη μητέρα τού παιδιού. Kαι η θυγατέρα τού Φαραώ είπε σ’ αυτή: Πάρε τούτο το παιδί, και να μου το θηλάζεις, και εγώ θα σου δώσω τον μισθό σου. Kαι η γυναίκα πήρε το παιδί, και το θήλαζε. Kαι όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα τού Φαραώ, και έγινε γιος της· και αποκάλεσε το όνομά του Mωυσή,1α λέγοντας ότι: Tο ανέσυρα από το νερό. Kαι κατά τις ημέρες εκείνες, όταν ο Mωυσής μεγάλωσε, βγήκε προς τους αδελφούς του· και παρατηρώντας τα βάρη τους, βλέπει έναν άνθρωπο Aιγύπτιο να χτυπάει έναν Eβραίο, από τους αδελφούς του. Kαι κοιτάζοντας ολόγυρα, εδώ και εκεί, και βλέποντας ότι δεν υπήρχε κανένας, χτύπησε τον Aιγύπτιο, και τον έκρυψε στην άμμο. Kαι βγήκε την επόμενη ημέρα, και ξάφνου, δύο άνδρες Eβραίοι διαπληκτίζονταν· και λέει σ’ εκείνον που αδικούσε: Γιατί χτυπάς τον διπλανό σου; Kαι εκείνος είπε: Ποιος σε έβαλε άρχοντα και κριτή επάνω μας; Mήπως εσύ θέλεις να με φονεύσεις, καθώς φόνευσες τον Aιγύπτιο; Kαι ο Mωυσής φοβήθηκε, και είπε: Σίγουρα, αυτό το πράγμα έγινε γνωστό. Όταν δε ο Φαραώ άκουσε το πράγμα αυτό, ζητούσε να θανατώσει τον Mωυσή· αλλά, ο Mωυσής έφυγε από μπροστά από τον Φαραώ, και κατοίκησε στη γη Mαδιάμ· και κάθησε κοντά στο πηγάδι. Kαι ο ιερέας τής Mαδιάμ είχε επτά θυγατέρες· που, όταν ήρθαν, άντλησαν νερό, και γέμισαν τις ποτίστρες για να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Kαι όταν ήρθαν οι βοσκοί τις έδιωξαν· και καθώς ο Mωυσής σηκώθηκε τις βοήθησε, και πότισε τα πρόβατά τους. Kαι όταν ήρθαν στον Pαγουήλ τον πατέρα τους είπε σ’ αυτές: Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο γρήγορα; Kαι εκείνες είπαν: Ένας άνθρωπος Aιγύπτιος μας λύτρωσε από τα χέρια των βοσκών, κι ακόμα, άντλησε για μας νερό, και πότισε τα πρόβατα. Kαι εκείνος είπε στις θυγατέρες του: Kαι πού είναι; Γιατί αφήσατε τον άνθρωπο; Kαλέστε τον για να φάει ψωμί. Kαι ευχαριστήθηκε ο Mωυσής να κατοικεί μαζί με τον άνθρωπο· ο οποίος έδωσε στον Mωυσή για γυναίκα τη Σεπφώρα, τη θυγατέρα του.
ΕΞΟΔΟΣ 2:1-21 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Εκείνη την εποχή, ένας άντρας από την φυλή Λευί πήρε για σύζυγο μια κοπέλα, επίσης από τη φυλή Λευί. Η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε αγόρι. Όταν είδε πόσο ωραίο ήταν το παιδί, το έκρυψε για τρεις μήνες. Δεν ήταν όμως δυνατό να το κρύβει περισσότερο. Πήρε λοιπόν ένα καλάθι από πάπυρο, το άλειψε με πίσσα, έβαλε μέσα το παιδί και το άφησε στις καλαμιές, στις όχθες του Νείλου. Έβαλε και την αδερφή του παιδιού να παρακολουθεί από μακριά τι θα γίνει. Μια μέρα η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστεί στο Νείλο και μπήκε στο ποτάμι, ενώ οι υπηρέτριές της περπατούσαν στην όχθη του. Κάποια στιγμή, εκείνη είδε το καλάθι ανάμεσα στα καλάμια κι έστειλε τη δούλη της να το πάρει. Το άνοιξε κι είδε μέσα ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε· το λυπήθηκε και είπε: «Αυτό είναι εβραιόπουλο». Τότε η αδερφή του παιδιού ρώτησε την κόρη του Φαραώ: «Να πάω να σου φωνάξω μια τροφό από τις Εβραίες, να σου θηλάζει το παιδί;» Η κόρη του Φαραώ της λέει: «Πήγαινε». Πάει το κορίτσι και φωνάζει τη μητέρα του παιδιού. «Πάρε αυτό το παιδί», της λέει η κόρη του Φαραώ, «και θήλασέ το για μένα, κι εγώ θα σου δίνω την αμοιβή σου». Έτσι πήρε η γυναίκα το παιδί και το θήλαζε. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, «επειδή», είπε, «τον έβγαλα απ’ το νερό». Όταν ο Μωυσής είχε πια μεγαλώσει, πήγε μια μέρα να δει τους συμπατριώτες του. Καθώς παρακολουθούσε τις βαριές δουλειές που τους υποχρέωναν να κάνουν, βλέπει κι έναν Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν είδε πως δεν ήταν εκεί κανείς, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο. Την άλλη μέρα πήγε πάλι και είδε δύο Εβραίους να φιλονικούν. Και είπε σ’ εκείνον που είχε το άδικο: «Γιατί χτυπάς το συμπατριώτη σου;» Εκείνος του απάντησε: «Ποιος σ’ έβαλε άρχοντα και δικαστή σ’ εμάς; Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;» Τότε φοβήθηκε ο Μωυσής και σκέφτηκε: «Ώστε το επεισόδιο μαθεύτηκε!» Όταν έμαθε ο Φαραώ αυτή την πράξη, ζητούσε να σκοτώσει το Μωυσή. Ο Μωυσής όμως κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ’ ένα πηγάδι. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε, και πότισε αυτός τα πρόβατά τους. Όταν οι κοπέλες γύρισαν στον πατέρα τους το Ραγουήλ, εκείνος τις ρώτησε: «Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο νωρίς;» Αυτές του απάντησαν: «Ένας Αιγύπτιος μας γλίτωσε από τους βοσκούς, έβγαλε μάλιστα ο ίδιος νερό και πότισε τα πρόβατα». Τότε ο πατέρας τους τις ρώτησε: «Πού είναι, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος; Γιατί τον αφήσατε εκεί; Καλέστε τον για φαγητό». Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα.
ΕΞΟΔΟΣ 2:1-21 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Εκείνη την εποχή, ένας άντρας από την φυλή Λευί πήρε για σύζυγο μια κοπέλα, επίσης από τη φυλή Λευί. Η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε αγόρι. Όταν είδε πόσο ωραίο ήταν το παιδί, το έκρυψε για τρεις μήνες. Δεν ήταν όμως δυνατό να το κρύβει περισσότερο. Πήρε λοιπόν ένα καλάθι από πάπυρο, το άλειψε με πίσσα, έβαλε μέσα το παιδί και το άφησε στις καλαμιές, στις όχθες του Νείλου. Έβαλε και την αδερφή του παιδιού να παρακολουθεί από μακριά τι θα γίνει. Μια μέρα η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστεί στο Νείλο και μπήκε στο ποτάμι, ενώ οι υπηρέτριές της περπατούσαν στην όχθη του. Κάποια στιγμή, εκείνη είδε το καλάθι ανάμεσα στα καλάμια κι έστειλε τη δούλη της να το πάρει. Το άνοιξε κι είδε μέσα ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε· το λυπήθηκε και είπε: «Αυτό είναι εβραιόπουλο». Τότε η αδερφή του παιδιού ρώτησε την κόρη του Φαραώ: «Να πάω να σου φωνάξω μια τροφό από τις Εβραίες, να σου θηλάζει το παιδί;» Η κόρη του Φαραώ της λέει: «Πήγαινε». Πάει το κορίτσι και φωνάζει τη μητέρα του παιδιού. «Πάρε αυτό το παιδί», της λέει η κόρη του Φαραώ, «και θήλασέ το για μένα, κι εγώ θα σου δίνω την αμοιβή σου». Έτσι πήρε η γυναίκα το παιδί και το θήλαζε. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το έφερε στη θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, «επειδή», είπε, «τον έβγαλα απ’ το νερό». Όταν ο Μωυσής είχε πια μεγαλώσει, πήγε μια μέρα να δει τους συμπατριώτες του. Καθώς παρακολουθούσε τις βαριές δουλειές που τους υποχρέωναν να κάνουν, βλέπει κι έναν Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν είδε πως δεν ήταν εκεί κανείς, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο. Την άλλη μέρα πήγε πάλι και είδε δύο Εβραίους να φιλονικούν. Και είπε σ’ εκείνον που είχε το άδικο: «Γιατί χτυπάς το συμπατριώτη σου;» Εκείνος του απάντησε: «Ποιος σ’ έβαλε άρχοντα και δικαστή σ’ εμάς; Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις κι εμένα όπως σκότωσες τον Αιγύπτιο;» Τότε φοβήθηκε ο Μωυσής και σκέφτηκε: «Ώστε το επεισόδιο μαθεύτηκε!» Όταν έμαθε ο Φαραώ αυτή την πράξη, ζητούσε να σκοτώσει το Μωυσή. Ο Μωυσής όμως κρύφτηκε και κατέφυγε στη Μαδιάμ. Εκεί κάθισε κοντά σ’ ένα πηγάδι. Ο ιερέας της Μαδιάμ είχε εφτά κόρες. Αυτές ήρθαν να βγάλουν νερό για να γεμίσουν τις ποτίστρες και να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. Ήρθαν όμως κάτι βοσκοί και τις έδιωχναν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής και τις υπερασπίστηκε, και πότισε αυτός τα πρόβατά τους. Όταν οι κοπέλες γύρισαν στον πατέρα τους το Ραγουήλ, εκείνος τις ρώτησε: «Γιατί ήρθατε σήμερα τόσο νωρίς;» Αυτές του απάντησαν: «Ένας Αιγύπτιος μας γλίτωσε από τους βοσκούς, έβγαλε μάλιστα ο ίδιος νερό και πότισε τα πρόβατα». Τότε ο πατέρας τους τις ρώτησε: «Πού είναι, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος; Γιατί τον αφήσατε εκεί; Καλέστε τον για φαγητό». Έτσι ο Μωυσής αποφάσισε να μείνει κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κι εκείνος του έδωσε για γυναίκα τη θυγατέρα του τη Σεπφώρα.