ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 9:1-29
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 9:1-29 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ακούτε, Ισραηλίτες! Σήμερα εσείς θα περάσετε τον Ιορδάνη, για να πάτε να κυριεύσετε έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σας, πόλεις μεγάλες κι οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό, κι έναν λαό μεγάλο και γιγαντόσωμο, τους Ανακίμ, που τους έχετε γνωρίσει κι ακούσατε να λένε γι’ αυτούς ότι κανείς δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι στους απογόνους του Ανάκ. Σήμερα λοιπόν θα μάθετε ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, προπορεύεται μπροστά σας και είναι φωτιά καταλυτική. Αυτός θα τους συντρίψει και θα τους υποτάξει σ’ εσάς· κι εσείς θα τους διώξετε και θα τους εξοντώσετε στη στιγμή, όπως σας το υποσχέθηκε. Όταν όμως ο Κύριος, ο Θεός σας, θα τους έχει πια διώξει από μπροστά σας, μη σκεφτείτε ότι επειδή είστε δίκαιοι και ακέραιοι σας έφερε στη χώρα εκείνη να την κατακτήσετε και να εγκατασταθείτε εκεί. Στην πραγματικότητα, επειδή τα άλλα έθνη είναι ασεβή, γι’ αυτό ο Κύριος θα τα διώξει από μπροστά σας. Επιπλέον, θέλει να πραγματοποιήσει την υπόσχεση, που με όρκο έδωσε στους προγόνους σας τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Να ξέρετε, λοιπόν, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δώσει εκείνη την εύφορη χώρα να την πάρετε ιδιοκτησία σας, αλλά όχι εξαιτίας της δικαιοσύνης σας· γιατί εσείς στην πραγματικότητα είστε λαός ισχυρογνώμων. Θυμηθείτε πόσο έχετε εξοργίσει τον Κύριο, το Θεό σας, στην έρημο. Μην ξεχνάτε ότι από τη μέρα που βγήκατε από την Αίγυπτο ως τότε που φτάσατε στον τόπο αυτό, συνεχώς επαναστατούσατε εναντίον του. Στο όρος Χωρήβ εξοργίσατε τον Κύριο, κι εκείνος θύμωσε εναντίον σας τόσο πολύ, που ήθελε να σας εξοντώσει. Εγώ είχα τότε ανέβει στο βουνό για να πάρω τις πέτρινες πλάκες της διαθήκης, την οποία ο Κύριος έκανε μαζί σας, κι έμεινα στο βουνό σαράντα μερόνυχτα, χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω. Μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες που πάνω τους ήταν γραμμένα από τον ίδιο το Θεό, όλα τα λόγια, που σας είχε πει μέσα από τη φωτιά τη μέρα που είχατε συγκεντρωθεί στο βουνό. Αφού, λοιπόν, πέρασαν τα σαράντα εκείνα μερόνυχτα, ο Κύριος μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες της διαθήκης, και μου είπε: «Σήκω, κατέβα γρήγορα, γιατί ο λαός σου, αυτός που τον έβγαλες από την Αίγυπτο, διαφθάρηκε κιόλας. Ξεστράτισαν από το δρόμο που τους έχω καθορίσει κι έφτιαξαν ένα είδωλο από χυτό μέταλλο». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Βλέπω πως αυτός ο λαός είναι λαός πεισματάρης. Άφησέ με να τους εξοντώσω και να τους εξαφανίσω από την οικουμένη. Κι εσένα θα σε κάνω έθνος δυνατότερο και πολυαριθμότερο απ’ αυτούς». Τότε πήρα το δρόμο και κατέβηκα από το βουνό, ενώ αυτό ήταν τυλιγμένο στις φλόγες· κρατούσα και τις δυο πλάκες της διαθήκης στα χέρια μου. Τότε είδα ότι, πράγματι, είχατε αμαρτήσει στον Κύριο, το Θεό σας. Είχατε κατασκευάσει ένα χυτό μοσχάρι· βιαστήκατε να ξεστρατίσετε από το δρόμο που σας είχε ορίσει ο Κύριος. Τότε έπιασα τις δυο πλάκες και τις πέταξα κάτω με τα χέρια μου και τις έσπασα μπροστά στα μάτια σας. Έπειτα έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου κι έμεινα όπως την πρώτη φορά, σαράντα μερόνυχτα χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω, εξαιτίας των αμαρτιών σας· είχατε διαπράξει το κακό ενώπιον του Κυρίου και τον εξοργίσατε. Κι εγώ φοβήθηκα αυτή την οργή και το θυμό του Κυρίου εναντίον σας, ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να θέλει να σας εξοντώσει. Αλλά και τη φορά αυτή με άκουσε. Ήταν πάρα πολύ οργισμένος ο Κύριος και εναντίον του Ααρών, τόσο που ήθελε να τον εξοντώσει. Τότε προσευχήθηκα και για τον Ααρών. Πήρα λοιπόν το έργο της αμαρτίας σας, το μοσχάρι που είχατε κατασκευάσει, και το έριξα στη φωτιά. Το κοπάνισα τόσο που έγινε λεπτή σκόνη, και τη σκόνη του αυτή την έριξα στο χείμαρρο που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Αλλά και στην Ταβερά και στη Μασσά και στην Κιβρώθ-Αττααβά εξοργίσατε τον Κύριο. Επίσης στην Κάδης-Βαρνή, όταν ο Κύριος ο Θεός σας σάς έστειλε με την εντολή να επιτεθείτε και να κατακτήστε τη χώρα που σας έδωσε, εσείς αντισταθήκατε στη διαταγή του· δεν του δείξατε εμπιστοσύνη και δε δώσατε σημασία στα λόγια του. Ανέκαθεν στασιάζατε εναντίον του Κυρίου, από τη μέρα που σας γνώρισα. Εκείνα τα σαράντα μερόνυχτα, λοιπόν, έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου, γιατί είχε πει ότι σκόπευε να σας εξοντώσει, και τον παρακαλούσα: «Κύριε Θεέ, μην καταστρέψεις το λαό σου, που σου ανήκει, που τον λύτρωσες με τη μεγαλοσύνη σου και τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη. Θυμήσου τους δούλους σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Μη λάβεις υπόψη σου το πείσμα του λαού αυτού, την ασέβειά του και την αμαρτία του. Οι κάτοικοι της χώρας από την οποία μας έβγαλες θα πουν ότι δεν μπορούσες να φέρεις το λαό σου στη χώρα που του υποσχέθηκες και τον ελευθέρωσες μόνο και μόνο για να τον θανατώσεις στην έρημο, επειδή τον μισούσες. Αυτοί, όμως είναι λαός σου και σου ανήκουν, είναι αυτοί που τους ελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου».
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 9:1-29 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
AKOY, Iσραήλ: Eσύ διαβαίνεις σήμερα τον Iορδάνη, για να μπεις μέσα να κληρονομήσεις έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σένα, πόλεις μεγάλες και περιτειχισμένες μέχρι τον ουρανό, λαό μεγάλον και ψηλόν στο ανάστημα, τους γιους των Aνακείμ, που γνωρίζεις, και άκουσες: Ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στους γιους τού Aνάκ; Γνώρισε, λοιπόν, σήμερα, ότι ο Kύριος ο Θεός σου είναι εκείνος που προπορεύεται μπροστά σου· είναι φωτιά που κατατρώει, αυτός θα τους εξολοθρεύσει, και αυτός θα τους καταστρέψει από μπροστά σου· και θα τους εκδιώξεις, και γρήγορα θα τους εξολοθρεύσεις, όπως σού είπε ο Kύριος. Aφού ο Kύριος ο Θεός σου τους διώξει από μπροστά σου, να μη πεις στην καρδιά σου, λέγοντας:4 Eξαιτίας τής δικαιοσύνης μου ο Kύριος με έφερε να κληρονομήσω αυτή τη γη· αλλά, εξαιτίας της ασέβειας αυτών των εθνών ο Kύριος τα διώχνει από μπροστά σου. Όχι εξαιτίας τής δικαιοσύνης σου, ούτε εξαιτίας τής ευθύτητας της καρδιάς σου, μπαίνεις μέσα να κληρονομήσεις τη γη τους· αλλά, εξαιτίας τής ασέβειας αυτών των εθνών ο Kύριος ο Θεός σου τα διώχνει από μπροστά σου, για να στερεώσει τον λόγο, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σου, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ. Nα γνωρίσεις, λοιπόν, ότι ο Kύριος ο Θεός σου δεν σου δίνει τη γη αυτή την αγαθή να την κληρονομήσεις εξαιτίας τής δικαιοσύνης σου· επειδή, είσαι λαός σκληροτράχηλος. Nα θυμάσαι, μη λησμονήσεις πόσο παρόργισες τον Kύριο τον Θεό σου στην έρημο· από την ημέρα που βγήκατε από τη γη τής Aιγύπτου, μέχρις ότου φτάσατε σε τούτο τον τόπο, πάντοτε στασιάσατε ενάντια στον Kύριο. Kαι στο Xωρήβ παροργίσατε τον Kύριο, και ο Kύριος θύμωσε εναντίον σας για να σας εξολοθρεύσει, όταν ανέβηκα στο βουνό για να πάρω τις πέτρινες πλάκες, τις πλάκες τής διαθήκης, την οποία ο Kύριος έκανε σε σας. Tότε έμεινα στο βουνό 40 ημέρες και 40 νύχτες· ψωμί δεν έφαγα και νερό δεν ήπια· και ο Kύριος μου έδωσε τις δύο πέτρινες πλάκες, γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού· και επάνω σ’ αυτές ήσαν γραμμένα όλα τα λόγια, που ο Kύριος μίλησε σε σας επάνω στο βουνό από το μέσον τής φωτιάς, την ημέρα τής σύναξης. Kαι στο τέλος των 40 ημερών και 40 νυχτών, ο Kύριος μου έδωσε τις δύο πέτρινες πλάκες, τις πλάκες τής διαθήκης. Kαι ο Kύριος μου είπε: Σήκω, κατέβα γρήγορα από εδώ· επειδή, ο λαός σου, που έβγαλες από την Aίγυπτο, ανόμησε· παρεξέκλιναν γρήγορα από τον δρόμο, που τους πρόσταξα· έκαναν για τον εαυτό τους ένα χυτό είδωλο. O Kύριος μου είπε, ακόμα, τα εξής: Eίδα αυτόν τον λαό, και δες, είναι λαός σκληροτράχηλος· άφησέ με, να τους εξολοθρεύσω, και να εξαλείψω το όνομά τους κάτω από τον ουρανό· και θα σε κάνω ένα έθνος δυνατότερο και μεγαλύτερο απ’ αυτούς. Kαι επέστρεψα, και κατέβηκα από το βουνό, (και το βουνό καιγόταν με φωτιά), και οι δύο πλάκες τής διαθήκης ήσαν στα δύο μου χέρια· και είδα, και πράγματι, είχατε αμαρτήσει ενάντια στον Kύριο τον Θεό σας, κάνοντας για τον εαυτό σας ένα χυτό μοσχάρι· είχατε παρεκκλίνει γρήγορα από τον δρόμο, που σας πρόσταξε ο Kύριος· και πιάνοντας τις δύο πλάκες, τις έρριξα από τα δυο μου χέρια, και τις σύντριψα μπροστά στα μάτια σας· και έπεσα μπροστά στον Kύριο, όπως και προηγούμενα, 40 ημέρες και 40 νύχτες· ψωμί δεν έφαγα, και νερό δεν ήπια, εξαιτίας όλων των αμαρτιών σας που αμαρτήσατε, πράττοντας πονηρά μπροστά στον Kύριο, ώστε να τον παροργίσετε· επειδή, φοβήθηκα πολύ εξαιτίας τού θυμού και της οργής, με την οποία ο Kύριος ήταν θυμωμένος εναντίον σας για να σας εξολοθρεύσει. Aλλά, ο Kύριος με εισάκουσε και αυτή τη φορά. Kαι ο Kύριος ήταν υπερβολικά θυμωμένος ενάντια στον Aαρών, για να τον εξολοθρεύσει· και δεήθηκα και για τον Aαρών εκείνο τον καιρό. Kαι πήρα την αμαρτία σας, το μοσχάρι που κάνατε, και το κατέκαψα σε φωτιά, και το σύντριψα, και το καταλέπτυνα μέχρις ότου έγινε λεπτό σαν σκόνη· και έρριξα τη σκόνη του στον χείμαρρο, που κατέβαινε από το βουνό. Kαι στην Tαβερά, και στη Mασσά, και στην Kιβρώθ-αττααβά, παροργίσατε τον Kύριο. Kαι όταν ο Kύριος σας έστειλε από την Kάδης-βαρνή, λέγοντας: Aνεβείτε και κληρονομήστε τη γη, που σας έδωσα, τότε εσείς στασιάσατε ενάντια στην προσταγή τού Kυρίου τού Θεού σας, και δεν πιστέψατε σ’ αυτόν ούτε εισακούσατε τη φωνή του. Πάντοτε στασιάσατε ενάντια στον Kύριο, από την ημέρα που σας γνώρισα. Kαι έπεσα μπροστά στον Kύριο 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως είχα προσπέσει και πριν· επειδή, ο Kύριος είπε να σας εξολοθρεύσει. Kαι δεήθηκα στον Kύριο, λέγοντας: Kύριε Θεέ, μη εξολοθρεύσεις τον λαό σου, και την κληρονομιά σου, που λύτρωσες με τη μεγαλοσύνη σου, που τον έβγαλες από την Aίγυπτο με κραταιό χέρι· θυμήσου τούς δούλους σου, τον Aβραάμ, τον Iσαάκ, και τον Iακώβ· μη επιβλέψεις στη σκληρότητα του λαού αυτού ούτε στις ασέβειές τους ούτε στις αμαρτίες τους· μήπως οι κάτοικοι της γης, από την οποία μάς έβγαλες, πουν: Eπειδή ο Kύριος δεν μπορούσε να τους βάλει μέσα στη γη που τους υποσχέθηκε, και επειδή τους μισούσε, τους έβγαλε για να τους φονεύσει στην έρημο· αλλά, αυτοί είναι λαός σου, και κληρονομιά σου, που τους έβγαλες με τη μεγάλη σου δύναμη, και με τον απλωμένο βραχίονά σου.
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 9:1-29 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Ακούτε, Ισραηλίτες! Σήμερα εσείς θα περάσετε τον Ιορδάνη, για να πάτε να κυριεύσετε έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σας, πόλεις μεγάλες κι οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό, κι έναν λαό μεγάλο και γιγαντόσωμο, τους Ανακίμ, που τους έχετε γνωρίσει κι ακούσατε να λένε γι’ αυτούς ότι κανείς δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι στους απογόνους του Ανάκ. Σήμερα λοιπόν θα μάθετε ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, προπορεύεται μπροστά σας και είναι φωτιά καταλυτική. Αυτός θα τους συντρίψει και θα τους υποτάξει σ’ εσάς· κι εσείς θα τους διώξετε και θα τους εξοντώσετε στη στιγμή, όπως σας το υποσχέθηκε. Όταν όμως ο Κύριος, ο Θεός σας, θα τους έχει πια διώξει από μπροστά σας, μη σκεφτείτε ότι επειδή είστε δίκαιοι και ακέραιοι σας έφερε στη χώρα εκείνη να την κατακτήσετε και να εγκατασταθείτε εκεί. Στην πραγματικότητα, επειδή τα άλλα έθνη είναι ασεβή, γι’ αυτό ο Κύριος θα τα διώξει από μπροστά σας. Επιπλέον, θέλει να πραγματοποιήσει την υπόσχεση, που με όρκο έδωσε στους προγόνους σας τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Να ξέρετε, λοιπόν, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δώσει εκείνη την εύφορη χώρα να την πάρετε ιδιοκτησία σας, αλλά όχι εξαιτίας της δικαιοσύνης σας· γιατί εσείς στην πραγματικότητα είστε λαός ισχυρογνώμων. Θυμηθείτε πόσο έχετε εξοργίσει τον Κύριο, το Θεό σας, στην έρημο. Μην ξεχνάτε ότι από τη μέρα που βγήκατε από την Αίγυπτο ως τότε που φτάσατε στον τόπο αυτό, συνεχώς επαναστατούσατε εναντίον του. Στο όρος Χωρήβ εξοργίσατε τον Κύριο, κι εκείνος θύμωσε εναντίον σας τόσο πολύ, που ήθελε να σας εξοντώσει. Εγώ είχα τότε ανέβει στο βουνό για να πάρω τις πέτρινες πλάκες της διαθήκης, την οποία ο Κύριος έκανε μαζί σας, κι έμεινα στο βουνό σαράντα μερόνυχτα, χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω. Μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες που πάνω τους ήταν γραμμένα από τον ίδιο το Θεό, όλα τα λόγια, που σας είχε πει μέσα από τη φωτιά τη μέρα που είχατε συγκεντρωθεί στο βουνό. Αφού, λοιπόν, πέρασαν τα σαράντα εκείνα μερόνυχτα, ο Κύριος μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες της διαθήκης, και μου είπε: «Σήκω, κατέβα γρήγορα, γιατί ο λαός σου, αυτός που τον έβγαλες από την Αίγυπτο, διαφθάρηκε κιόλας. Ξεστράτισαν από το δρόμο που τους έχω καθορίσει κι έφτιαξαν ένα είδωλο από χυτό μέταλλο». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Βλέπω πως αυτός ο λαός είναι λαός πεισματάρης. Άφησέ με να τους εξοντώσω και να τους εξαφανίσω από την οικουμένη. Κι εσένα θα σε κάνω έθνος δυνατότερο και πολυαριθμότερο απ’ αυτούς». Τότε πήρα το δρόμο και κατέβηκα από το βουνό, ενώ αυτό ήταν τυλιγμένο στις φλόγες· κρατούσα και τις δυο πλάκες της διαθήκης στα χέρια μου. Τότε είδα ότι, πράγματι, είχατε αμαρτήσει στον Κύριο, το Θεό σας. Είχατε κατασκευάσει ένα χυτό μοσχάρι· βιαστήκατε να ξεστρατίσετε από το δρόμο που σας είχε ορίσει ο Κύριος. Τότε έπιασα τις δυο πλάκες και τις πέταξα κάτω με τα χέρια μου και τις έσπασα μπροστά στα μάτια σας. Έπειτα έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου κι έμεινα όπως την πρώτη φορά, σαράντα μερόνυχτα χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω, εξαιτίας των αμαρτιών σας· είχατε διαπράξει το κακό ενώπιον του Κυρίου και τον εξοργίσατε. Κι εγώ φοβήθηκα αυτή την οργή και το θυμό του Κυρίου εναντίον σας, ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να θέλει να σας εξοντώσει. Αλλά και τη φορά αυτή με άκουσε. Ήταν πάρα πολύ οργισμένος ο Κύριος και εναντίον του Ααρών, τόσο που ήθελε να τον εξοντώσει. Τότε προσευχήθηκα και για τον Ααρών. Πήρα λοιπόν το έργο της αμαρτίας σας, το μοσχάρι που είχατε κατασκευάσει, και το έριξα στη φωτιά. Το κοπάνισα τόσο που έγινε λεπτή σκόνη, και τη σκόνη του αυτή την έριξα στο χείμαρρο που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Αλλά και στην Ταβερά και στη Μασσά και στην Κιβρώθ-Αττααβά εξοργίσατε τον Κύριο. Επίσης στην Κάδης-Βαρνή, όταν ο Κύριος ο Θεός σας σάς έστειλε με την εντολή να επιτεθείτε και να κατακτήστε τη χώρα που σας έδωσε, εσείς αντισταθήκατε στη διαταγή του· δεν του δείξατε εμπιστοσύνη και δε δώσατε σημασία στα λόγια του. Ανέκαθεν στασιάζατε εναντίον του Κυρίου, από τη μέρα που σας γνώρισα. Εκείνα τα σαράντα μερόνυχτα, λοιπόν, έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου, γιατί είχε πει ότι σκόπευε να σας εξοντώσει, και τον παρακαλούσα: «Κύριε Θεέ, μην καταστρέψεις το λαό σου, που σου ανήκει, που τον λύτρωσες με τη μεγαλοσύνη σου και τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη. Θυμήσου τους δούλους σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Μη λάβεις υπόψη σου το πείσμα του λαού αυτού, την ασέβειά του και την αμαρτία του. Οι κάτοικοι της χώρας από την οποία μας έβγαλες θα πουν ότι δεν μπορούσες να φέρεις το λαό σου στη χώρα που του υποσχέθηκες και τον ελευθέρωσες μόνο και μόνο για να τον θανατώσεις στην έρημο, επειδή τον μισούσες. Αυτοί, όμως είναι λαός σου και σου ανήκουν, είναι αυτοί που τους ελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου».
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 9:1-29 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ακούτε, Ισραηλίτες! Σήμερα εσείς θα περάσετε τον Ιορδάνη, για να πάτε να κυριεύσετε έθνη μεγαλύτερα και ισχυρότερα από σας, πόλεις μεγάλες κι οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό, κι έναν λαό μεγάλο και γιγαντόσωμο, τους Ανακίμ, που τους έχετε γνωρίσει κι ακούσατε να λένε γι’ αυτούς ότι κανείς δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι στους απογόνους του Ανάκ. Σήμερα λοιπόν θα μάθετε ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, προπορεύεται μπροστά σας και είναι φωτιά καταλυτική. Αυτός θα τους συντρίψει και θα τους υποτάξει σ’ εσάς· κι εσείς θα τους διώξετε και θα τους εξοντώσετε στη στιγμή, όπως σας το υποσχέθηκε. Όταν όμως ο Κύριος, ο Θεός σας, θα τους έχει πια διώξει από μπροστά σας, μη σκεφτείτε ότι επειδή είστε δίκαιοι και ακέραιοι σας έφερε στη χώρα εκείνη να την κατακτήσετε και να εγκατασταθείτε εκεί. Στην πραγματικότητα, επειδή τα άλλα έθνη είναι ασεβή, γι’ αυτό ο Κύριος θα τα διώξει από μπροστά σας. Επιπλέον, θέλει να πραγματοποιήσει την υπόσχεση, που με όρκο έδωσε στους προγόνους σας τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Να ξέρετε, λοιπόν, ότι ο Κύριος, ο Θεός σας, θα σας δώσει εκείνη την εύφορη χώρα να την πάρετε ιδιοκτησία σας, αλλά όχι εξαιτίας της δικαιοσύνης σας· γιατί εσείς στην πραγματικότητα είστε λαός ισχυρογνώμων. Θυμηθείτε πόσο έχετε εξοργίσει τον Κύριο, το Θεό σας, στην έρημο. Μην ξεχνάτε ότι από τη μέρα που βγήκατε από την Αίγυπτο ως τότε που φτάσατε στον τόπο αυτό, συνεχώς επαναστατούσατε εναντίον του. Στο όρος Χωρήβ εξοργίσατε τον Κύριο, κι εκείνος θύμωσε εναντίον σας τόσο πολύ, που ήθελε να σας εξοντώσει. Εγώ είχα τότε ανέβει στο βουνό για να πάρω τις πέτρινες πλάκες της διαθήκης, την οποία ο Κύριος έκανε μαζί σας, κι έμεινα στο βουνό σαράντα μερόνυχτα, χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω. Μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες που πάνω τους ήταν γραμμένα από τον ίδιο το Θεό, όλα τα λόγια, που σας είχε πει μέσα από τη φωτιά τη μέρα που είχατε συγκεντρωθεί στο βουνό. Αφού, λοιπόν, πέρασαν τα σαράντα εκείνα μερόνυχτα, ο Κύριος μου έδωσε τις δυο πέτρινες πλάκες της διαθήκης, και μου είπε: «Σήκω, κατέβα γρήγορα, γιατί ο λαός σου, αυτός που τον έβγαλες από την Αίγυπτο, διαφθάρηκε κιόλας. Ξεστράτισαν από το δρόμο που τους έχω καθορίσει κι έφτιαξαν ένα είδωλο από χυτό μέταλλο». Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Βλέπω πως αυτός ο λαός είναι λαός πεισματάρης. Άφησέ με να τους εξοντώσω και να τους εξαφανίσω από την οικουμένη. Κι εσένα θα σε κάνω έθνος δυνατότερο και πολυαριθμότερο απ’ αυτούς». Τότε πήρα το δρόμο και κατέβηκα από το βουνό, ενώ αυτό ήταν τυλιγμένο στις φλόγες· κρατούσα και τις δυο πλάκες της διαθήκης στα χέρια μου. Τότε είδα ότι, πράγματι, είχατε αμαρτήσει στον Κύριο, το Θεό σας. Είχατε κατασκευάσει ένα χυτό μοσχάρι· βιαστήκατε να ξεστρατίσετε από το δρόμο που σας είχε ορίσει ο Κύριος. Τότε έπιασα τις δυο πλάκες και τις πέταξα κάτω με τα χέρια μου και τις έσπασα μπροστά στα μάτια σας. Έπειτα έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου κι έμεινα όπως την πρώτη φορά, σαράντα μερόνυχτα χωρίς τίποτε να φάω ή να πιω, εξαιτίας των αμαρτιών σας· είχατε διαπράξει το κακό ενώπιον του Κυρίου και τον εξοργίσατε. Κι εγώ φοβήθηκα αυτή την οργή και το θυμό του Κυρίου εναντίον σας, ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να θέλει να σας εξοντώσει. Αλλά και τη φορά αυτή με άκουσε. Ήταν πάρα πολύ οργισμένος ο Κύριος και εναντίον του Ααρών, τόσο που ήθελε να τον εξοντώσει. Τότε προσευχήθηκα και για τον Ααρών. Πήρα λοιπόν το έργο της αμαρτίας σας, το μοσχάρι που είχατε κατασκευάσει, και το έριξα στη φωτιά. Το κοπάνισα τόσο που έγινε λεπτή σκόνη, και τη σκόνη του αυτή την έριξα στο χείμαρρο που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Αλλά και στην Ταβερά και στη Μασσά και στην Κιβρώθ-Αττααβά εξοργίσατε τον Κύριο. Επίσης στην Κάδης-Βαρνή, όταν ο Κύριος ο Θεός σας σάς έστειλε με την εντολή να επιτεθείτε και να κατακτήστε τη χώρα που σας έδωσε, εσείς αντισταθήκατε στη διαταγή του· δεν του δείξατε εμπιστοσύνη και δε δώσατε σημασία στα λόγια του. Ανέκαθεν στασιάζατε εναντίον του Κυρίου, από τη μέρα που σας γνώρισα. Εκείνα τα σαράντα μερόνυχτα, λοιπόν, έπεσα στη γη ενώπιον του Κυρίου, γιατί είχε πει ότι σκόπευε να σας εξοντώσει, και τον παρακαλούσα: «Κύριε Θεέ, μην καταστρέψεις το λαό σου, που σου ανήκει, που τον λύτρωσες με τη μεγαλοσύνη σου και τον έβγαλες από την Αίγυπτο με τη μεγάλη σου δύναμη. Θυμήσου τους δούλους σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Μη λάβεις υπόψη σου το πείσμα του λαού αυτού, την ασέβειά του και την αμαρτία του. Οι κάτοικοι της χώρας από την οποία μας έβγαλες θα πουν ότι δεν μπορούσες να φέρεις το λαό σου στη χώρα που του υποσχέθηκες και τον ελευθέρωσες μόνο και μόνο για να τον θανατώσεις στην έρημο, επειδή τον μισούσες. Αυτοί, όμως είναι λαός σου και σου ανήκουν, είναι αυτοί που τους ελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου».