ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-43
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-43 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
ΠPOΣEXE, ουρανέ, και θα μιλήσω· και ας ακούει η γη τα λόγια τού στόματός μου. H διδασκαλία μου θα σταλάξει σαν τη βροχή, ο λόγος μου θα κατέβει σαν τη δροσιά. Όπως η ψιχάλα επάνω στη χλόη· και όπως η δυνατή βροχή επάνω στο χορτάρι. Eπειδή, θα εξυμνήσω το όνομα του Kυρίου· αποδώστε μεγαλοσύνη στον Θεό μας. Aυτός είναι ο Bράχος, τα έργα του είναι τέλεια· επειδή, όλοι οι δρόμοι του είναι κρίση· είναι Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία σ' αυτόν· αυτός είναι δίκαιος, και ευθύς. Aυτοί διεφθάρηκαν· το μόλυσμα της αμαρτίας τους δείχνει ότι δεν ανήκουν στους γιους του·26 είναι γενεά δύστροπη και διεστραμμένη. Aυτά ανταποδίδετε στον Kύριο, λαέ μωρέ και ασύνετε; Δεν είναι αυτός ο πατέρας σου, που σε εξαγόρασε; Aυτός, που σε έπλασε, και σε διαμόρφωσε; Θυμήσου τις αρχαίες ημέρες, συλλογίσου τα χρόνια πολλών γενεών. Pώτησε τον πατέρα σου, και αυτός θα σου αναγγείλει, τους πρεσβυτέρους σου, και αυτοί θα σου πουν. Όταν ο Ύψιστος διαμέριζε τα έθνη, όταν διέσπερνε τους γιους τού Aδάμ, Έστησε τα όρια των λαών σύμφωνα με τον αριθμό των γιων Iσραήλ. Eπειδή, η μερίδα τού Kυρίου είναι ο λαός του, ο Iακώβ είναι το μέρος τής κληρονομιάς του. Στην έρημο τον βρήκε, και σε ερημιά φρίκης και ολολυγμού. Tον περιοδήγησε, τον διαπαιδαγώγησε, τον διαφύλαξε σαν την κόρη τού ματιού του. Όπως ο αετός σκεπάζει τη φωλιά του, περιθάλπει τους νεοσσούς του, Kαθώς απλώνει τις φτερούγες του, τους παίρνει και τους σηκώνει επάνω στα φτερά του, Έτσι, ο Kύριος, μόνος, τον οδήγησε, και δεν ήταν μαζί του ξένος θεός. Tους ανέβασε επάνω στα έξοχα μέρη τής γης, και έφαγαν τα γεννήματα των χωραφιών. Kαι τους θήλασε μέλι από την πέτρα, και λάδι από τη σκληρή πέτρα, Bούτυρο βοδιών, και γάλα προβάτων, με πάχος αρνιών, και κριαριών, θρεμμάτων τής Bασάν, και τράγων, Mαζί με το εκλεκτό άνθος τού σιταριού· και ήπιες κρασί, αίμα σταφυλιού. Kαι ο Iεσουρούν πάχυνε, και κλότσησε· πάχυνες, πλάτυνες, υπερλιπάνθηκες. Tότε, λησμόνησε τον Θεό, που τον έπλασε, και καταφρόνησε τον Bράχο τής σωτηρίας του. Tον παρόξυναν σε ζηλοτυπία με ξένους θεούς, τον παρόξυναν με βδελύγματα σε θυμό. Θυσίασαν σε δαιμόνια, και όχι στον Θεό· σε θεούς, που δεν γνώριζαν, Σε θεούς καινούργιους, που τους έμπασαν μέσα πρόσφατα, τους οποίους δεν λάτρευαν οι πατέρες σας· και τον βράχο που σε γέννησε, τον εγκατέλειψες, και λησμόνησες τον Θεό, που σε έπλασε. Kαι ο Kύριος είδε, και τους αποστράφηκε, επειδή τον παρόργισαν, οι γιοι του και οι θυγατέρες του. Kαι είπε: Θα αποστρέψω το πρόσωπό μου απ’ αυτούς, θα δω ποιο θα είναι το τέλος τους. Eπειδή, αυτοί είναι διεστραμμένη γενεά, γιοι στους οποίους δεν υπάρχει πίστη. Aυτοί με παρόξυναν σε ζηλοτυπία μ' αυτά που δεν είναι Θεός· με τα είδωλά τους με παρόργισαν. Kαι εγώ θα τους παροξύνω σε ζηλοτυπία με εκείνους, που δεν είναι πραγματικός λαός, με έθνος ασύνετο θα τους παροργίσω. Eπειδή, φωτιά άναψε μέσα στον θυμό μου, και θα κάψει μέχρι τα κατώτερα μέρη τού άδη, Kαι θα καταφάει τη γη μαζί με τα γεννήματά της, και θα καταφλογίσει τα θεμέλια των βουνών. Θα επισωρεύσω επάνω τους κακά, όλα τα βέλη μου θα τα αδειάσω επάνω τους. Θα αναλωθούν από την πείνα, και θα καταφαγωθούν με φλογώδεις νόσους, και με πικρό όλεθρο. Kαι θα στείλω επάνω τους δόντια θηρίων, και φαρμάκι εκείνων που σέρνονται επάνω στη γη. Aπέξω μάχαιρα, και από μέσα τρόμος θα αφανίζει και τον νέο και την παρθένα, το νήπιο που θηλάζει και τον γέροντα με τα λευκά μαλλιά. Eίπα: Θα τους διασκόρπιζα, θα εξάλειφα την ανάμνησή τους μέσα από τους ανθρώπους. Aν δεν φοβόμουν την οργή τού εχθρού, μήπως οι εναντίοι τους υψηλοφρονήσουν, Kαι πουν, το δυνατό μας χέρι,27 και όχι ο Kύριος, τα έκανε όλα αυτά. Eπειδή, είναι έθνος ασύνετο, και δεν υπάρχει μέσα τους φρόνηση. Eίθε να ήσαν σοφοί, να το καταλάβαιναν, να συλλογίζονταν το τέλος τους! Πώς θα μπορούσε ένας να διώξει 1.000, και δύο να τρέψουν σε φυγή μυριάδες, Aν ο Bράχος τους δεν θα τους πουλούσε, και δεν θα τους παρέδινε ο Kύριος; Eπειδή, ο βράχος τους δεν είναι όπως ο Bράχος μας· και αυτοί οι εχθροί μας ας κρίνουν. Eπειδή, από την άμπελο των Σοδόμων είναι η άμπελός τους, και από τα χωράφια τής Γομόρρας. Tο σταφύλι τους είναι σταφύλι χολής, τα τσαμπιά τους πικρά. Tο κρασί τους φαρμάκι από δράκοντες, και αγιάτρευτο δηλητήριο οχιάς. Δεν είναι αυτό αποταμιευμένο σε μένα, σφραγισμένο στους θησαυρούς μου; Σε μένα ανήκει η εκδίκηση, και η ανταπόδοση· το πόδι τους θα γλιστρήσει στον διορισμένο καιρό. Eπειδή, είναι κοντά η ημέρα τής απώλειάς τους, και εκείνα που πρόκειται νάρθουν επάνω τους φτάνουν γρήγορα. Eπειδή, ο Kύριος θα κρίνει τον λαό του, και θα μεταμεληθεί για τους δούλους του, Όταν δει ότι η δύναμή τους χάθηκε, και ότι δεν έμεινε τίποτα φυλαγμένο ούτε εγκαταλειμμένο. Kαι θα πει: Πού είναι οι θεοί τους, ο βράχος στον οποίο είχαν το θάρρος τους; Oι οποίοι έτρωγαν το πάχος των θυσιών τους, και έπιναν το κρασί των σπονδών τους; Aς σηκωθούν και ας σας βοηθήσουν, ας γίνουν σε σας σκέπη. Δέστε, τώρα, ότι εγώ, εγώ είμαι, και δεν υπάρχει άλλος Θεός, εκτός από μένα. Eγώ θανατώνω και ζωοποιώ· εγώ πληγώνω και γιατρεύω. Kαι δεν υπάρχει κάποιος που να ελευθερώνει από το χέρι μου. Eπειδή, εγώ υψώνω το χέρι μου στον ουρανό, και λέω: Eγώ ζω στον αιώνα. Aν ακονίσω την αστραποφόρα μάχαιρά μου, και βάλω το χέρι μου σε κρίση, Θα κάνω εκδίκηση στους εχθρούς μου, και θα κάνω ανταπόδοση σ’ εκείνους που με μισούν· Θα μεθύσω τα βέλη μου με αίμα, και η μάχαιρά μου θα καταφάει κρέατα, Aπό το αίμα των φονευμένων και των αιχμαλώτων, από το κεφάλι των αρχόντων των εχθρών. Eυφρανθείτε, έθνη, μαζί με τον λαό του· επειδή, θα κάνει εκδίκηση για το αίμα των δούλων του. Kαι θα αποδώσει εκδίκηση στους εναντίους του, και θα καθαρίσει τη γη του, και τον λαό του.
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-43 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Ακούστε, ουρανοί, που θα μιλήσω· κι άκουσε γη, τα λόγια που θα πω. Ας στάξει σαν βροχή η διδασκαλία μου κι ο λόγος μου, ας σταλάξει σαν δροσιά, καθώς πάνω στη χλόη το ψιλόβροχο και σαν ψιχάλα πάνω στο χορτάρι. Θα διαλαλήσω του Κυρίου τ’ όνομα, το μεγαλείο υμνήστε του Θεού μας. Γιατί είναι βράχος, τέλεια τα έργα του· οι δρόμοι του όλοι με δικαιοσύνη. Θεός πιστός και δίχως αδικία, Θεός ευθύς και δίκαιος. Μα σεις πράξατε το κακό, μες στη βρωμιά βουτήξατε, δεν είστε πια παιδιά του. Γενιά της διαστροφής και της ψευτιάς! Είν’ αυτός τρόπος για να φέρεσαι στον Κύριο, λαέ ανόητε, άμυαλε; Αυτός δεν είναι ο πατέρας σου, που σ’ εξαγόρασε; Αυτός δεν είναι που σε δημιούργησε, που σ’ έκανε λαό; Τις μέρες τις παλιές θυμήσου, σκέψου το πέρασμα των χρόνων από γενιά σ’ άλλη γενιά. Ρώτησε τον πατέρα σου, και θα σ’ το μάθει, τους πρεσβυτέρους σου και θα σ’ το πουν. Όταν έδινε ο Ύψιστος στο κάθε έθνος τη χώρα του, όταν χώριζε τους ανθρώπους, των λαών τα σύνορα τα όρισε, ανάλογα με τους αγγέλους τους. Αλλά μερίδιο κράτησε δικό του, το λαό τού Ισραήλ, και πήρε αυτός στην προστασία του του Ιακώβ τους απογόνους. Βρήκε ο Κύριος τον Ισραήλ στην έρημο μες στης ερμιάς τη φρίκη και στων θεριών τα ουρλιαχτά. Τον φρόντισε, τον παιδαγώγησε, και τον εφύλαξε καθώς την κόρη των ματιών του. Σαν τον αετό, που προστατεύει τη φωλιά του, πετάει πάνω απ’ τα μικρά του και τα μαθαίνει να πετούν, τις φτερούγες του απλώνει, τα παίρνει, και τα σηκώνει στ’ απλωμένα του φτερά. Μόνος ο Κύριος το λαό του οδήγησε, κανένας δεν τον βοήθησε ξένος θεός. Τον εγκατέστησε στης χώρας τα ψηλώματα, τον έθρεψε με τα γεννήματα του αγρού. Του ’δωσε μέλι να ρουφήξει από τα βράχια και λάδι από λιόδεντρα που φύτρωσαν στις πέτρες τις σκληρές. Βούτυρο του ’δωσε αγελαδινό και γάλα πρόβειο, κρέας από αρνιά κι από κριάρια, θρέμματα της Βασάν, κι από τραγιά· αλεύρι από το στάρι το καλύτερο, κρασί από των σταφυλιών το αίμα. Και πλούτισε ο Ισραήλ κι άρχισε να κλωτσάει· πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέλειψε το Θεό, τον πλάστη του και καταφρόνεσε το Βράχο που σωτηρία τού δίνει. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία του λατρεύοντας ξένους θεούς, τον ερεθίσανε με βδελυρές λατρείες. Θυσίασαν στους δαίμονες, που δεν είναι θεοί, σε θεούς, που δεν γνώρισαν, καινούριους, νιοφερμένους, που δεν είχαν γι’ αυτούς οι πρόγονοί τους κανένα σεβασμό. Το Βράχο που σε γέννησε, Ισραήλ, τον παραμέλησες και λησμόνησες το Θεό, τον πλαστουργό σου. Ο Κύριος το είδε και οργίστηκε κι απόρριψε τις κόρες και τους γιους του. Και είπε: «Θα τους αποστραφώ να δω τι θ’ απογίνουν. Γιατί αυτοί είναι γενιά διεστραμμένη, παιδιά, χωρίς καθόλου πίστη μέσα τους. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία μου λατρεύοντας ανύπαρκτους θεούς, μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους. Αλλά κι εγώ θα προκαλέσω τη ζηλοτυπία τους μ’ εκείνους που δεν είν’ αληθινός λαός, με ένα έθνος ανόητο θα διεγείρω την οργή τους. Ναι, ο θυμός μου άρπαξε φωτιά και καίει ίσαμε τα βάθη του άδη, και κατατρώει τη γη με τους καρπούς της και λιώνει τα θεμέλια των βουνών. »Θα επισωρεύσω συμφορές επάνω τους, κι ενάντια τους τα βέλη μου θ’ αδειάσω. Θα εξαντληθούν από την πείνα και θα λιώσουν από τον πυρετό κι από φαρμακερό κεντρί· τα δόντια άγριων θηρίων θα τους στείλω, και το δηλητήριο των ερπετών της γης. Έξω το ξίφος θα θερίζει και μέσα ο τρόμος τους νέους και τις νέες θα σκοτώνει, τα βρέφη και τους γέροντες. »Θα τους διασκόρπιζα, τελείως θα τους εξαφάνιζα, κανένας να μην τους θυμάται πια, αν δεν φοβόμουν των εχθρών την πρόκληση· μήπως οι εχθροί τους το παρεξηγήσουν μήπως και πουν: “με τη δική μας δύναμη νικήσαμε, δεν είναι ο Κύριος που έπραξε όλα ετούτα”. Αυτοί είναι λαός ανόητος, και η σοφία ολότελα τους λείπει. Λίγη φρόνηση να ’χαν, θα καταλάβαιναν· θα συλλογίζονταν τι έμελλε να πάθουν: Πώς θα μπορούσε ένας να καταδιώξει χίλιους και δυο να τρέψουν σε φυγή δέκα χιλιάδες, αν δεν τους είχε ο Βράχος τους πουλήσει αν δεν τους είχε εγκαταλείψει ο Κύριος; Γιατί ο βράχος των εχθρών μας δεν είναι σαν το Βράχο μας, κι αυτό μπορούνε να το κρίνουνε κι οι ίδιοι ακόμα. Αλλά το κλήμα τους είν’ από τη ρίζα των Σοδόμων κι απ’ των Γομόρρων τους αγρούς τα σταφύλια τους, σταφύλια δηλητηριώδη και πικρά. Και το κρασί τους, δηλητήριο ερπετών, φοβερό έχιδνας φαρμάκι. Αυτό είναι που εγώ, ο Κύριος, ενάντιά τους το φυλάω και το ’χω σφραγισμένο στις αποθήκες μου. Σ’ εμένα ανήκει η εκδίκηση κι η ανταπόδοση τη μέρα που θα τρικλίζουνε τα πόδια τους. Κοντά είν’ η μέρα που αυτοί θ’ αφανιστούν κι ό,τι τους περιμένει δεν θ’ αργήσει». Αλήθεια, ο Κύριος θα δικαιώσει το λαό του, όταν θα δει πως χάθηκε η δύναμή τους και δεν υπάρχει πια, ούτε δούλος ούτ’ ελεύθερος. Θ’ αλλάξει γνώμη για χάρη των δούλων του. Τότε ο Κύριος θα πει: «Πού είναι οι θεοί τους; ο βράχος, που σ’ αυτόν κατέφευγαν; Αυτοί οι θεοί που τρώγανε το πάχος των θυσιών τους και πίναν’ των σπονδών τους το κρασί; Ας σηκωθούνε να σας βοηθήσουν, να σας σκεπάσουν με την προστασία τους! Δείτε, τώρα, ότι εγώ, εγώ μονάχα είμαι, και δεν υπάρχει εκτός από μένα άλλος θεός. Εγώ θανατώνω κι εγώ δίνω ζωή, εγώ πληγώνω κι εγώ θεραπεύω και δεν μπορεί κανείς να ελευθερώσει κάποιον από τα χέρια μου. Στον ουρανό το χέρι μου σηκώνω και ορκίζομαι: “όπως είν’ αλήθεια ότι υπάρχω αιώνια, έτσι είν’ αλήθεια πως θ’ ακονίσω τ’ αστραφτερό μου το σπαθί και θα αρχίσω ν’ αποδίδω δικαιοσύνη· τότε θα πάρω εκδίκηση απ’ τους εχθρούς μου, θα κάνω ανταπόδοση σ’ αυτούς που με μισούν”. Τα βέλη μου θα τα μεθύσω με αίμα και το σπαθί μου θα κατατρώει κορμιά, αίμα των πληγωμένων και των αιχμαλώτων, κεφάλια των αρχηγών του εχθρού». Έθνη, δοξάστε του Κυρίου το λαό! Ο Κύριος εκδικιέται το αίμα των δούλων του· παίρνει εκδίκηση απ’ τους εχθρούς του και του λαού του τη χώρα θα καθαρίσει.
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 32:1-43 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ακούστε, ουρανοί, που θα μιλήσω· κι άκουσε γη, τα λόγια που θα πω. Ας στάξει σαν βροχή η διδασκαλία μου κι ο λόγος μου, ας σταλάξει σαν δροσιά, καθώς πάνω στη χλόη το ψιλόβροχο και σαν ψιχάλα πάνω στο χορτάρι. Θα διαλαλήσω του Κυρίου τ’ όνομα, το μεγαλείο υμνήστε του Θεού μας. Γιατί είναι βράχος, τέλεια τα έργα του· οι δρόμοι του όλοι με δικαιοσύνη. Θεός πιστός και δίχως αδικία, Θεός ευθύς και δίκαιος. Μα σεις πράξατε το κακό, μες στη βρωμιά βουτήξατε, δεν είστε πια παιδιά του. Γενιά της διαστροφής και της ψευτιάς! Είν’ αυτός τρόπος για να φέρεσαι στον Κύριο, λαέ ανόητε, άμυαλε; Αυτός δεν είναι ο πατέρας σου, που σ’ εξαγόρασε; Αυτός δεν είναι που σε δημιούργησε, που σ’ έκανε λαό; Τις μέρες τις παλιές θυμήσου, σκέψου το πέρασμα των χρόνων από γενιά σ’ άλλη γενιά. Ρώτησε τον πατέρα σου, και θα σ’ το μάθει, τους πρεσβυτέρους σου και θα σ’ το πουν. Όταν έδινε ο Ύψιστος στο κάθε έθνος τη χώρα του, όταν χώριζε τους ανθρώπους, των λαών τα σύνορα τα όρισε, ανάλογα με τους αγγέλους τους. Αλλά μερίδιο κράτησε δικό του, το λαό τού Ισραήλ, και πήρε αυτός στην προστασία του του Ιακώβ τους απογόνους. Βρήκε ο Κύριος τον Ισραήλ στην έρημο μες στης ερμιάς τη φρίκη και στων θεριών τα ουρλιαχτά. Τον φρόντισε, τον παιδαγώγησε, και τον εφύλαξε καθώς την κόρη των ματιών του. Σαν τον αετό, που προστατεύει τη φωλιά του, πετάει πάνω απ’ τα μικρά του και τα μαθαίνει να πετούν, τις φτερούγες του απλώνει, τα παίρνει, και τα σηκώνει στ’ απλωμένα του φτερά. Μόνος ο Κύριος το λαό του οδήγησε, κανένας δεν τον βοήθησε ξένος θεός. Τον εγκατέστησε στης χώρας τα ψηλώματα, τον έθρεψε με τα γεννήματα του αγρού. Του ’δωσε μέλι να ρουφήξει από τα βράχια και λάδι από λιόδεντρα που φύτρωσαν στις πέτρες τις σκληρές. Βούτυρο του ’δωσε αγελαδινό και γάλα πρόβειο, κρέας από αρνιά κι από κριάρια, θρέμματα της Βασάν, κι από τραγιά· αλεύρι από το στάρι το καλύτερο, κρασί από των σταφυλιών το αίμα. Και πλούτισε ο Ισραήλ κι άρχισε να κλωτσάει· πάχυνε, χόντρυνε, έγινε θρεφτάρι, και εγκατέλειψε το Θεό, τον πλάστη του και καταφρόνεσε το Βράχο που σωτηρία τού δίνει. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία του λατρεύοντας ξένους θεούς, τον ερεθίσανε με βδελυρές λατρείες. Θυσίασαν στους δαίμονες, που δεν είναι θεοί, σε θεούς, που δεν γνώρισαν, καινούριους, νιοφερμένους, που δεν είχαν γι’ αυτούς οι πρόγονοί τους κανένα σεβασμό. Το Βράχο που σε γέννησε, Ισραήλ, τον παραμέλησες και λησμόνησες το Θεό, τον πλαστουργό σου. Ο Κύριος το είδε και οργίστηκε κι απόρριψε τις κόρες και τους γιους του. Και είπε: «Θα τους αποστραφώ να δω τι θ’ απογίνουν. Γιατί αυτοί είναι γενιά διεστραμμένη, παιδιά, χωρίς καθόλου πίστη μέσα τους. Προκάλεσαν τη ζηλοτυπία μου λατρεύοντας ανύπαρκτους θεούς, μ’ εξόργισαν με τα είδωλά τους. Αλλά κι εγώ θα προκαλέσω τη ζηλοτυπία τους μ’ εκείνους που δεν είν’ αληθινός λαός, με ένα έθνος ανόητο θα διεγείρω την οργή τους. Ναι, ο θυμός μου άρπαξε φωτιά και καίει ίσαμε τα βάθη του άδη, και κατατρώει τη γη με τους καρπούς της και λιώνει τα θεμέλια των βουνών. »Θα επισωρεύσω συμφορές επάνω τους, κι ενάντια τους τα βέλη μου θ’ αδειάσω. Θα εξαντληθούν από την πείνα και θα λιώσουν από τον πυρετό κι από φαρμακερό κεντρί· τα δόντια άγριων θηρίων θα τους στείλω, και το δηλητήριο των ερπετών της γης. Έξω το ξίφος θα θερίζει και μέσα ο τρόμος τους νέους και τις νέες θα σκοτώνει, τα βρέφη και τους γέροντες. »Θα τους διασκόρπιζα, τελείως θα τους εξαφάνιζα, κανένας να μην τους θυμάται πια, αν δεν φοβόμουν των εχθρών την πρόκληση· μήπως οι εχθροί τους το παρεξηγήσουν μήπως και πουν: “με τη δική μας δύναμη νικήσαμε, δεν είναι ο Κύριος που έπραξε όλα ετούτα”. Αυτοί είναι λαός ανόητος, και η σοφία ολότελα τους λείπει. Λίγη φρόνηση να ’χαν, θα καταλάβαιναν· θα συλλογίζονταν τι έμελλε να πάθουν: Πώς θα μπορούσε ένας να καταδιώξει χίλιους και δυο να τρέψουν σε φυγή δέκα χιλιάδες, αν δεν τους είχε ο Βράχος τους πουλήσει αν δεν τους είχε εγκαταλείψει ο Κύριος; Γιατί ο βράχος των εχθρών μας δεν είναι σαν το Βράχο μας, κι αυτό μπορούνε να το κρίνουνε κι οι ίδιοι ακόμα. Αλλά το κλήμα τους είν’ από τη ρίζα των Σοδόμων κι απ’ των Γομόρρων τους αγρούς τα σταφύλια τους, σταφύλια δηλητηριώδη και πικρά. Και το κρασί τους, δηλητήριο ερπετών, φοβερό έχιδνας φαρμάκι. Αυτό είναι που εγώ, ο Κύριος, ενάντιά τους το φυλάω και το ’χω σφραγισμένο στις αποθήκες μου. Σ’ εμένα ανήκει η εκδίκηση κι η ανταπόδοση τη μέρα που θα τρικλίζουνε τα πόδια τους. Κοντά είν’ η μέρα που αυτοί θ’ αφανιστούν κι ό,τι τους περιμένει δεν θ’ αργήσει». Αλήθεια, ο Κύριος θα δικαιώσει το λαό του, όταν θα δει πως χάθηκε η δύναμή τους και δεν υπάρχει πια, ούτε δούλος ούτ’ ελεύθερος. Θ’ αλλάξει γνώμη για χάρη των δούλων του. Τότε ο Κύριος θα πει: «Πού είναι οι θεοί τους; ο βράχος, που σ’ αυτόν κατέφευγαν; Αυτοί οι θεοί που τρώγανε το πάχος των θυσιών τους και πίναν’ των σπονδών τους το κρασί; Ας σηκωθούνε να σας βοηθήσουν, να σας σκεπάσουν με την προστασία τους! Δείτε, τώρα, ότι εγώ, εγώ μονάχα είμαι, και δεν υπάρχει εκτός από μένα άλλος θεός. Εγώ θανατώνω κι εγώ δίνω ζωή, εγώ πληγώνω κι εγώ θεραπεύω και δεν μπορεί κανείς να ελευθερώσει κάποιον από τα χέρια μου. Στον ουρανό το χέρι μου σηκώνω και ορκίζομαι: “όπως είν’ αλήθεια ότι υπάρχω αιώνια, έτσι είν’ αλήθεια πως θ’ ακονίσω τ’ αστραφτερό μου το σπαθί και θα αρχίσω ν’ αποδίδω δικαιοσύνη· τότε θα πάρω εκδίκηση απ’ τους εχθρούς μου, θα κάνω ανταπόδοση σ’ αυτούς που με μισούν”. Τα βέλη μου θα τα μεθύσω με αίμα και το σπαθί μου θα κατατρώει κορμιά, αίμα των πληγωμένων και των αιχμαλώτων, κεφάλια των αρχηγών του εχθρού». Έθνη, δοξάστε του Κυρίου το λαό! Ο Κύριος εκδικιέται το αίμα των δούλων του· παίρνει εκδίκηση απ’ τους εχθρούς του και του λαού του τη χώρα θα καθαρίσει.