Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 28:1-15

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 28:1-15 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Μετά τη διάσωσή τους έμαθαν ότι το νησί ονομάζεται Μελίτη. Οι ιθαγενείς μάς δέχτηκαν πολύ φιλικά. Άναψαν φωτιά και μας προσκάλεσαν όλους, γιατί είχε αρχίσει να βρέχει κι έκανε κρύο. Ο Παύλος έκανε ένα δέμα από πολλά φρύγανα και τα έριξε πάνω στη φωτιά. Τότε μια οχιά πετάχτηκε απ’ τη φωτιά εξαιτίας της θερμότητας και τον δάγκωσε στο χέρι. Οι ιθαγενείς, όταν είδαν το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Το δίχως άλλο φονιάς είναι αυτός ο άνθρωπος που, αν και σώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήσει». Ο Παύλος όμως τίναξε το ερπετό στη φωτιά κι ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε. Αυτοί περίμεναν ότι θα πρηζόταν ή ότι θα ’πεφτε ξαφνικά κάτω νεκρός. Περίμεναν πολλή ώρα και, βλέποντας ότι τίποτε κακό δεν του συνέβαινε, άλλαξαν στάση και έλεγαν ότι είναι θεός. Κοντά σ’ εκείνον τον τόπο ήταν τα κτήματα του πρώτου τού νησιού, που λεγόταν Πόπλιος. Αυτός μας δέχτηκε και μας φιλοξένησε με καλοσύνη τρεις μέρες. Τότε συνέβαινε να είναι στο κρεβάτι ο πατέρας του Πόπλιου, που υπέφερε από πυρετούς και δυσεντερία. Ο Παύλος μπήκε στο δωμάτιό του, προσευχήθηκε, ακούμπησε πάνω του τα χέρια και τον γιάτρεψε. Ύστερα απ’ αυτό έρχονταν όλοι οι άλλοι ασθενείς του νησιού και θεραπεύονταν. Μας τίμησαν με πολλές εκδηλώσεις σεβασμού κι όταν φεύγαμε, μας εφοδίασαν με ό,τι χρειαζόμασταν για το ταξίδι. Ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε με ένα πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί και είχε έμβλημά του τους Διόσκουρους. Καταπλεύσαμε στις Συρακούσες, όπου μείναμε τρεις μέρες. Από ’κει περιπλεύσαμε τη Σικελία και φτάσαμε στο Ρήγιο, κι όταν ύστερα από μία μέρα φύσηξε νοτιάς, ήρθαμε σε δύο μέρες στους Ποτιόλους. Εκεί βρήκαμε χριστιανούς, οι οποίοι μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους εφτά μέρες. Κατόπιν ήρθαμε στη Ρώμη. Οι χριστιανοί εκεί άκουσαν για μας και βγήκαν να μας προϋπαντήσουν ως την Αγορά του Αππίου και τις «Τρεις Ταβέρνες». Όταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και αναθάρρησε.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 28:1-15 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

KAI όταν διασώθηκαν, τότε γνώρισαν ότι το νησί ονομάζεται Mελίτη.37 Oι δε βάρβαροι έδειξαν σε μας όχι την τυχαία φιλανθρωπία· επειδή, αφού άναψαν φωτιά, μας υποδέχθηκαν όλους εμάς, εξαιτίας τής επικείμενης βροχής, και του ψύχους. O δε Παύλος, μαζεύοντας έναν σωρό από φρύγανα, τα έβαλε επάνω στη φωτιά, μία οχιά, βγαίνοντας λόγω τής θερμότητας, κόλλησε επάνω στο χέρι του. Kαι καθώς οι βάρβαροι είδαν το θηρίο να είναι κρεμασμένο από το χέρι του, έλεγαν αναμεταξύ τους: Σίγουρα, ο άνθρωπος αυτός είναι φονιάς, ο οποίος, παρόλο ότι διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει. Kαι αυτός μεν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά, και δεν έπαθε κανένα κακό. Kαι εκείνοι περίμεναν ότι επρόκειτο να πρηστεί ή να πέσει ξαφνικά κάτω νεκρός· αφού, όμως, περίμεναν πολλή ώρα, και έβλεπαν ότι δεν γινόταν σ’ αυτόν κανένα κακό, αλλάζοντας γνώμη, έλεγαν ότι είναι θεός. Στα γύρω μέρη δε εκείνου τού τόπου ήσαν κτήματα του πρώτου ανθρώπου τού νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος, αφού μας υποδέχθηκε, μας φιλοξένησε φιλόφρονα τρεις ημέρες. Συνέβηκε, μάλιστα, ο πατέρας τού Ποπλίου να είναι κατάκοιτος, πάσχοντας από πυρετό και δυσεντερία· στον οποίο, όταν ο Παύλος μπήκε μέσα, και προσευχήθηκε, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον γιάτρεψε. Όταν έγινε, λοιπόν, αυτό, και οι υπόλοιποι, όσοι είχαν ασθένειες στο νησί, προσέρχονταν και θεραπεύονταν· οι οποίοι μάς τίμησαν με πολλές τιμές, και όταν επρόκειτο να αναχωρήσουμε, μας εφοδίασαν με τα αναγκαία. Kαι ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε, επάνω σε ένα Aλεξανδρινό πλοίο, με σημαία των Διοσκούρων, που είχε παραχειμάσει στο νησί· και όταν φτάσαμε στις Συρακούσες, μείναμε τρεις ημέρες. Kαι από εκεί, αφού κάναμε τον περίπλου, φτάσαμε στο Pήγιο· και ύστερα από μία ημέρα, όταν έπνευσε νότιος άνεμος, ήρθαμε τη δεύτερη ημέρα στους Ποτίολους· όπου, βρίσκοντας αδελφούς, μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους επτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Pώμη. Kαι από εκεί, ακούγοντας οι αδελφοί τα νέα για μας, βγήκαν έξω σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Tρεις Tαβέρνες· τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε τον Θεό, και πήρε θάρρος.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 28:1-15 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Μετά τη διάσωσή τους έμαθαν ότι το νησί ονομάζεται Μελίτη. Οι ιθαγενείς μάς δέχτηκαν πολύ φιλικά. Άναψαν φωτιά και μας προσκάλεσαν όλους, γιατί είχε αρχίσει να βρέχει κι έκανε κρύο. Ο Παύλος έκανε ένα δέμα από πολλά φρύγανα και τα έριξε πάνω στη φωτιά. Τότε μια οχιά πετάχτηκε απ’ τη φωτιά εξαιτίας της θερμότητας και τον δάγκωσε στο χέρι. Οι ιθαγενείς, όταν είδαν το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Το δίχως άλλο φονιάς είναι αυτός ο άνθρωπος που, αν και σώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήσει». Ο Παύλος όμως τίναξε το ερπετό στη φωτιά κι ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε. Αυτοί περίμεναν ότι θα πρηζόταν ή ότι θα ’πεφτε ξαφνικά κάτω νεκρός. Περίμεναν πολλή ώρα και, βλέποντας ότι τίποτε κακό δεν του συνέβαινε, άλλαξαν στάση και έλεγαν ότι είναι θεός. Κοντά σ’ εκείνον τον τόπο ήταν τα κτήματα του πρώτου τού νησιού, που λεγόταν Πόπλιος. Αυτός μας δέχτηκε και μας φιλοξένησε με καλοσύνη τρεις μέρες. Τότε συνέβαινε να είναι στο κρεβάτι ο πατέρας του Πόπλιου, που υπέφερε από πυρετούς και δυσεντερία. Ο Παύλος μπήκε στο δωμάτιό του, προσευχήθηκε, ακούμπησε πάνω του τα χέρια και τον γιάτρεψε. Ύστερα απ’ αυτό έρχονταν όλοι οι άλλοι ασθενείς του νησιού και θεραπεύονταν. Μας τίμησαν με πολλές εκδηλώσεις σεβασμού κι όταν φεύγαμε, μας εφοδίασαν με ό,τι χρειαζόμασταν για το ταξίδι. Ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε με ένα πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί και είχε έμβλημά του τους Διόσκουρους. Καταπλεύσαμε στις Συρακούσες, όπου μείναμε τρεις μέρες. Από ’κει περιπλεύσαμε τη Σικελία και φτάσαμε στο Ρήγιο, κι όταν ύστερα από μία μέρα φύσηξε νοτιάς, ήρθαμε σε δύο μέρες στους Ποτιόλους. Εκεί βρήκαμε χριστιανούς, οι οποίοι μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους εφτά μέρες. Κατόπιν ήρθαμε στη Ρώμη. Οι χριστιανοί εκεί άκουσαν για μας και βγήκαν να μας προϋπαντήσουν ως την Αγορά του Αππίου και τις «Τρεις Ταβέρνες». Όταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και αναθάρρησε.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 28:1-15 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Μετά τη διάσωσή τους έμαθαν ότι το νησί ονομάζεται Μελίτη. Οι ιθαγενείς μάς δέχτηκαν πολύ φιλικά. Άναψαν φωτιά και μας προσκάλεσαν όλους, γιατί είχε αρχίσει να βρέχει κι έκανε κρύο. Ο Παύλος έκανε ένα δέμα από πολλά φρύγανα και τα έριξε πάνω στη φωτιά. Τότε μια οχιά πετάχτηκε απ’ τη φωτιά εξαιτίας της θερμότητας και τον δάγκωσε στο χέρι. Οι ιθαγενείς, όταν είδαν το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Το δίχως άλλο φονιάς είναι αυτός ο άνθρωπος που, αν και σώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήσει». Ο Παύλος όμως τίναξε το ερπετό στη φωτιά κι ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε. Αυτοί περίμεναν ότι θα πρηζόταν ή ότι θα ’πεφτε ξαφνικά κάτω νεκρός. Περίμεναν πολλή ώρα και, βλέποντας ότι τίποτε κακό δεν του συνέβαινε, άλλαξαν στάση και έλεγαν ότι είναι θεός. Κοντά σ’ εκείνον τον τόπο ήταν τα κτήματα του πρώτου τού νησιού, που λεγόταν Πόπλιος. Αυτός μας δέχτηκε και μας φιλοξένησε με καλοσύνη τρεις μέρες. Τότε συνέβαινε να είναι στο κρεβάτι ο πατέρας του Πόπλιου, που υπέφερε από πυρετούς και δυσεντερία. Ο Παύλος μπήκε στο δωμάτιό του, προσευχήθηκε, ακούμπησε πάνω του τα χέρια και τον γιάτρεψε. Ύστερα απ’ αυτό έρχονταν όλοι οι άλλοι ασθενείς του νησιού και θεραπεύονταν. Μας τίμησαν με πολλές εκδηλώσεις σεβασμού κι όταν φεύγαμε, μας εφοδίασαν με ό,τι χρειαζόμασταν για το ταξίδι. Ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε με ένα πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί και είχε έμβλημά του τους Διόσκουρους. Καταπλεύσαμε στις Συρακούσες, όπου μείναμε τρεις μέρες. Από ’κει περιπλεύσαμε τη Σικελία και φτάσαμε στο Ρήγιο, κι όταν ύστερα από μία μέρα φύσηξε νοτιάς, ήρθαμε σε δύο μέρες στους Ποτιόλους. Εκεί βρήκαμε χριστιανούς, οι οποίοι μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους εφτά μέρες. Κατόπιν ήρθαμε στη Ρώμη. Οι χριστιανοί εκεί άκουσαν για μας και βγήκαν να μας προϋπαντήσουν ως την Αγορά του Αππίου και τις «Τρεις Ταβέρνες». Όταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και αναθάρρησε.