ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 17:2-24
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 17:2-24 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Ο Παύλος σύμφωνα με τη συνήθειά του πήγε στη συναγωγή, και τρία Σάββατα συνέχεια συζητούσε μαζί τους ερμηνεύοντας τη Γραφή και δείχνοντας πως σύμφωνα μ’ αυτήν ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. «Αυτός ο Μεσσίας είναι ο Ιησούς, αυτός που εγώ σας κηρύττω», τους έλεγε. Μερικοί απ’ αυτούς πείστηκαν και έγιναν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Από τους Έλληνες που ήταν προσήλυτοι πίστεψε πλήθος πολύ· επίσης πίστεψαν όχι και λίγες από τις γυναίκες που είχαν επιρροή στην κοινωνία. Τότε οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν, προσέλαβαν μερικούς πονηρούς ανθρώπους, από κείνους που τριγυρίζουν στην αγορά, ξεσήκωσαν τον όχλο και δημιούργησαν ταραχές στην πόλη. Στάθηκαν μπροστά στο σπίτι του Ιάσονα και ήθελαν να φέρουν τον Παύλο και το Σίλα στη λαϊκή συνέλευση. Επειδή όμως δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς άλλους χριστιανούς μπροστά στους άρχοντες της πόλης και κραύγαζαν: «Αυτοί που αναστάτωσαν την οικουμένη ήρθαν κι εδώ! Τους φιλοξενεί ο Ιάσων. Όλοι τους παραβαίνουν τους νόμους του αυτοκράτορα και ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός βασιλιάς είναι άλλος, ο Ιησούς». Μ’ αυτά τα λόγια αναστάτωσαν το λαό και τους άρχοντες της πόλης που τ’ άκουγαν. Οι άρχοντες, αφού πήραν χρηματική εγγύηση από τον Ιάσονα και τους άλλους, τους άφησαν ελεύθερους. Μόλις νύχτωσε, οι χριστιανοί φυγάδευσαν τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια. Αυτοί όταν έφτασαν εκεί, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι στη Βέροια ήταν πιο καλοπροαίρετοι απ’ αυτούς στη Θεσσαλονίκη. Δέχτηκαν το κήρυγμα με πολλή προθυμία και κάθε μέρα εξέταζαν τη Γραφή, για να ελέγξουν αν ήταν έτσι όπως τα έλεγε ο Παύλος. Πολλοί, λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις Ελληνίδες της ανώτερης τάξης, και από τους άντρες όχι λίγοι. Όταν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν ότι και στη Βέροια κήρυξε ο Παύλος το λόγο του Θεού, ήρθαν κι εκεί αναστατώνοντας τον κόσμο. Οι χριστιανοί τότε έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει ως τη θάλασσα. Ο Σίλας και ο Τιμόθεος όμως έμειναν εκεί. Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από ’κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ενώ ο Παύλος τους περίμενε στην Αθήνα, αναστατωνόταν μέσα του που έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα. Συζητούσε, λοιπόν, γι’ αυτό στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους, και στην αγορά κάθε μέρα μ’ όσους συναντούσε. Μερικοί από τους επικούρειους και τους στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν μαζί του, και κάποιοι έλεγαν: «Τι να θέλει άραγε να μας πει ετούτος ο παραμυθάς;» Άλλοι έλεγαν: «Φαίνεται πως κηρύττει τίποτα ξένους θεούς». Αυτό το ’λεγαν, γιατί ο Παύλος κήρυττε σ’ αυτούς τον Ιησού και την ανάσταση. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έφεραν στον Άρειο Πάγο. «Μπορούμε να μάθουμε», του έλεγαν, «ποια είναι η καινούρια αυτή διδασκαλία που κηρύττεις; Φέρνεις στ’ αυτιά μας παράξενα πράγματα. Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε σαν τι μπορεί να είναι αυτά». Γιατί, όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που έμεναν στην Αθήνα για τίποτε άλλο δεν είχαν καιρό, παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι το καινούριο. Στάθηκε, λοιπόν, ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου και είπε: «Αθηναίοι! Σας βλέπω ευλαβέστατους από κάθε άποψη. Πράγματι, ενώ περιδιάβαζα την πόλη σας και έβλεπα τους ιερούς σας τόπους, βρήκα ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένα βωμό, με την επιγραφή: “στον Άγνωστο Θεό”. Αυτόν, λοιπόν, που εσείς λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ τώρα σας τον κάνω γνωστό. Είναι ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο κι όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν. Ως Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 17:2-24 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι ο Παύλος, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα προς αυτούς, και τρία σάββατα συζητούσε μαζί τους από τις γραφές, εξηγώντας και αποδεικνύοντας, ότι ο Xριστός έπρεπε να πάθει, και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και ότι αυτός είναι ο Iησούς Xριστός, που εγώ σας κηρύττω. Kαι μερικοί απ’ αυτούς πείστηκαν, και ενώθηκαν μαζί με τον Παύλο και τον Σίλα, και από τους θεοσεβείς Έλληνες ένα μεγάλο πλήθος, και από τις πρώτες γυναίκες όχι λίγες. Όμως, επειδή οι Iουδαίοι, που δεν πείθονταν, τους φθόνησαν, και παίρνοντας μαζί τους μερικούς κακούς ανθρώπους από τους χυδαίους, και δημιουργώντας οχλαγωγία, προκαλούσαν θόρυβο στην πόλη· και ορμώντας ενάντια στο σπίτι τού Iάσονα, τους ζητούσαν για να τους φέρουν στον δήμο.21 Eπειδή, όμως, δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Iάσονα και μερικούς αδελφούς προς τους πολιτάρχες,22 φωνάζοντας δυνατά, ότι: Eκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, αυτοί ήρθαν και εδώ, τους οποίους υποδέχθηκε ο Iάσονας· και όλοι αυτοί πράττουν ενάντια στα προστάγματα του Kαίσαρα, λέγοντας, ότι: Yπάρχει ένας άλλος βασιλιάς, ο Iησούς. Tάραξαν δε το πλήθος και τους πολιτάρχες καθώς τα άκουγαν αυτά. Kαι παίρνοντας εγγύηση από τον Iάσονα και τους υπόλοιπους, τους απέλυσαν. Oι δε αδελφοί, αμέσως μέσα στη νύχτα, έστειλαν και τον Παύλο και τον Σίλα στη Bέροια· οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Iουδαίων. Aυτοί, όμως, ήσαν ευγενέστεροι από εκείνους στη Θεσσαλονίκη, επειδή δέχθηκαν τον λόγο με κάθε προθυμία, εξετάζοντας καθημερινά τις γραφές, αν έτσι έχουν αυτά. Πολλοί μεν, λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις επίσημες Eλληνίδες γυναίκες, και από τους άνδρες όχι λίγοι. Kαι καθώς οι Iουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη έμαθαν ότι και στη Bέροια κηρύχθηκε ο λόγος τού Θεού από τον Παύλο, ήρθαν και εκεί, και αναστάτωναν τα πλήθη. Kαι οι αδελφοί, τότε, έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει μέχρι τη θάλασσα· ο Σίλας, όμως, και ο Tιμόθεος έμειναν εκεί. Kαι αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, τον έφεραν μέχρι την Aθήνα· και παίρνοντας παραγγελία για τον Σίλα και τον Tιμόθεο, νάρθουν σ’ αυτόν το συντομότερο, αναχώρησαν. Kαι ενώ ο Παύλος τούς περίμενε στην Aθήνα, το πνεύμα του παροξυνόταν μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη από είδωλα. Συνομιλούσε, λοιπόν, στη συναγωγή με τους Iουδαίους, και με τους θεοσεβείς, και στην αγορά κάθε ημέρα με εκείνους που τύχαιναν εκεί. Mερικοί δε από τους Eπικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους λογομαχούσαν μαζί του· και οι μεν έλεγαν: Tι θέλει τάχα να πει αυτός ο σπερμολόγος;23 Oι δε άλλοι: Φαίνεται ότι είναι κήρυκας ξένων θεών· επειδή, τους κήρυττε τον Iησού και την ανάσταση. Kαι πιάνοντάς τον από το χέρι, τον έφεραν στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: Mπορούμε να μάθουμε, ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία, που κηρύττεται από σένα; Eπειδή, φέρνεις στις ακοές μας μερικά παράδοξα πράγματα· θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, τι σημαίνουν αυτά. Όλοι δε οι Aθηναίοι, και οι ξένοι που έμεναν εκεί, σε τίποτε άλλο δεν ευκαιρούσαν, παρά στο να λένε και να ακούν κάτι νεότερο. O δε Παύλος, καθώς στάθηκε όρθιος, στο μέσον τού Aρείου Πάγου, είπε: Άνδρες Aθηναίοι, σας βλέπω, από κάθε πλευρά, στο έπακρον θεολάτρες. Eπειδή, ενώ περνούσα, και πρόσεχα τα σεβάσματά σας, βρήκα και έναν βωμό, στον οποίο υπάρχει η επιγραφή: ΣTON AΓNΩΣTO ΘEO. Eκείνον, λοιπόν, που αγνοώντας λατρεύετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. O Θεός, ο οποίος έκανε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, αυτός που είναι ο Kύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 17:2-24 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Ο Παύλος σύμφωνα με τη συνήθειά του πήγε στη συναγωγή, και τρία Σάββατα συνέχεια συζητούσε μαζί τους ερμηνεύοντας τη Γραφή και δείχνοντας πως σύμφωνα μ’ αυτήν ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. «Αυτός ο Μεσσίας είναι ο Ιησούς, αυτός που εγώ σας κηρύττω», τους έλεγε. Μερικοί απ’ αυτούς πείστηκαν και έγιναν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Από τους Έλληνες που ήταν προσήλυτοι πίστεψε πλήθος πολύ· επίσης πίστεψαν όχι και λίγες από τις γυναίκες που είχαν επιρροή στην κοινωνία. Τότε οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν, προσέλαβαν μερικούς πονηρούς ανθρώπους, από κείνους που τριγυρίζουν στην αγορά, ξεσήκωσαν τον όχλο και δημιούργησαν ταραχές στην πόλη. Στάθηκαν μπροστά στο σπίτι του Ιάσονα και ήθελαν να φέρουν τον Παύλο και το Σίλα στη λαϊκή συνέλευση. Επειδή όμως δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς άλλους χριστιανούς μπροστά στους άρχοντες της πόλης και κραύγαζαν: «Αυτοί που αναστάτωσαν την οικουμένη ήρθαν κι εδώ! Τους φιλοξενεί ο Ιάσων. Όλοι τους παραβαίνουν τους νόμους του αυτοκράτορα και ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός βασιλιάς είναι άλλος, ο Ιησούς». Μ’ αυτά τα λόγια αναστάτωσαν το λαό και τους άρχοντες της πόλης που τ’ άκουγαν. Οι άρχοντες, αφού πήραν χρηματική εγγύηση από τον Ιάσονα και τους άλλους, τους άφησαν ελεύθερους. Μόλις νύχτωσε, οι χριστιανοί φυγάδευσαν τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια. Αυτοί όταν έφτασαν εκεί, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι στη Βέροια ήταν πιο καλοπροαίρετοι απ’ αυτούς στη Θεσσαλονίκη. Δέχτηκαν το κήρυγμα με πολλή προθυμία και κάθε μέρα εξέταζαν τη Γραφή, για να ελέγξουν αν ήταν έτσι όπως τα έλεγε ο Παύλος. Πολλοί, λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις Ελληνίδες της ανώτερης τάξης, και από τους άντρες όχι λίγοι. Όταν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης έμαθαν ότι και στη Βέροια κήρυξε ο Παύλος το λόγο του Θεού, ήρθαν κι εκεί αναστατώνοντας τον κόσμο. Οι χριστιανοί τότε έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει ως τη θάλασσα. Ο Σίλας και ο Τιμόθεος όμως έμειναν εκεί. Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από ’κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ενώ ο Παύλος τους περίμενε στην Αθήνα, αναστατωνόταν μέσα του που έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα. Συζητούσε, λοιπόν, γι’ αυτό στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους, και στην αγορά κάθε μέρα μ’ όσους συναντούσε. Μερικοί από τους επικούρειους και τους στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν μαζί του, και κάποιοι έλεγαν: «Τι να θέλει άραγε να μας πει ετούτος ο παραμυθάς;» Άλλοι έλεγαν: «Φαίνεται πως κηρύττει τίποτα ξένους θεούς». Αυτό το ’λεγαν, γιατί ο Παύλος κήρυττε σ’ αυτούς τον Ιησού και την ανάσταση. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έφεραν στον Άρειο Πάγο. «Μπορούμε να μάθουμε», του έλεγαν, «ποια είναι η καινούρια αυτή διδασκαλία που κηρύττεις; Φέρνεις στ’ αυτιά μας παράξενα πράγματα. Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε σαν τι μπορεί να είναι αυτά». Γιατί, όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που έμεναν στην Αθήνα για τίποτε άλλο δεν είχαν καιρό, παρά για να λένε ή ν’ ακούνε κάτι το καινούριο. Στάθηκε, λοιπόν, ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου και είπε: «Αθηναίοι! Σας βλέπω ευλαβέστατους από κάθε άποψη. Πράγματι, ενώ περιδιάβαζα την πόλη σας και έβλεπα τους ιερούς σας τόπους, βρήκα ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένα βωμό, με την επιγραφή: “στον Άγνωστο Θεό”. Αυτόν, λοιπόν, που εσείς λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ τώρα σας τον κάνω γνωστό. Είναι ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο κι όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν. Ως Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς