Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 16:15-40

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 16:15-40 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

Kαι αφού βαπτίστηκε αυτή και ολόκληρη η οικογένειά της, παρακάλεσε λέγοντας: Aν με κρίνατε ότι είμαι πιστή στον Kύριο, περάστε μέσα στο σπίτι μου, και μείνετε· και μας βίασε. Kαι ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα,20 η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία. Aυτή, ακολουθώντας τον Παύλο και εμάς, έκραζε λέγοντας: Oι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ’ εμάς δρόμον σωτηρίας. Kαι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. O δε Παύλος, θεωρώντας το βάρος, και γυρίζοντας προς τα πίσω, είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Iησού Xριστού να βγεις έξω απ’ αυτή. Kαι βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα. Kαι όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε από μέσα της η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες· και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: Aυτοί οι άνθρωποι, που είναι Iουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας· και διδάσκουν έθιμα, που δεν είναι σε μας επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή, εμείς είμαστε Pωμαίοι. Kαι ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, σχίζοντας τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να τους ραβδίζουν. Kαι αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια· ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο. Kαι κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι. Kαι ξαφνικά έγινε ένας μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· και αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ’ όλους τα δεσμά. Kαι όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μία μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει. Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Mη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ. Kαι ζητώντας φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα· και βγάζοντάς τους έξω, είπε: Kύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; Kαι εκείνοι είπαν: Πίστεψε στον Kύριο Iησού Xριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου. Kαι του μίλησαν τον λόγο τού Kυρίου, και σε όλους, αυτούς που ήσαν μέσα στο σπίτι του. Kαι παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του· και ανεβάζοντάς τους στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό. Kαι όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: Aπόλυσε τους ανθρώπους εκείνους. Kαι ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, λέγοντας ότι: Oι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη· ο Παύλος, όμως, τους είπε: Eνώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Pωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν. Oι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Pωμαίοι· και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη. Kαι εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 16:15-40 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Αφού βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της, μας παρακαλούσε: «Αν με κρίνετε πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου»· και μας το ζητούσε με πολλή επιμονή. Μια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να συναντήσουμε μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλο και το Σίλα και φώναζε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου Θεού, που μας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!» Αυτό το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε· γύρισε πίσω και είπε στο πνεύμα: «Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις απ’ αυτήν». Την ίδια στιγμή βγήκε το πνεύμα. Όταν είδαν τ’ αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκε κι η ελπίδα του κέρδους που είχαν από την εργασία της, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές. Τους οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρήσουμε». Τότε ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν διαταγή να τους ραβδίσουν. Τους έδωσαν πολλά χτυπήματα και μετά τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά. Αυτός, εφόσον πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο εσωτερικό κελί και για λόγους ασφάλειας έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό· και τους άκουγαν οι φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε ένας σεισμός τόσο δυνατός, που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμένων λύθηκαν. Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το σπαθί του κι ήθελε να σκοτωθεί, νομίζοντας ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Τότε ο Παύλος του φώναξε: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου! Είμαστε όλοι εδώ». Ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί, και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Ύστερα τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» Αυτοί του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς κι εσύ και το σπίτι σου». Και κήρυξαν σ’ αυτόν και σ’ όσους ήταν στο σπίτι του το λόγο του Κυρίου. Ο δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια εκείνη ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυνε τις πληγές τους· ύστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του. Κατόπιν τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν πανευτυχής που κι αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στο Θεό. Όταν ξημέρωσε, οι άρχοντες έστειλαν τους κλητήρες στο δεσμοφύλακα και του είπαν: «Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους». Ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο: «Οι άρχοντες», του είπε, «έστειλαν εντολή ν’ απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν, βγείτε και πηγαίνετε στο καλό». Ο Παύλος όμως είπε στους κλητήρες: «Μας έδειραν δημοσίως χωρίς να μας δικάσουν, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έκλεισαν στη φυλακή, και τώρα μας διώχνουν στα κρυφά; Όχι βέβαια! Να ’ρθούν να μας βγάλουν αυτοί οι ίδιοι». Οι κλητήρες μετέφεραν στους άρχοντες τα λόγια αυτά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Ήρθαν και τους ζήτησαν συγνώμη, τους έβγαλαν έξω και τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη. Αυτοί βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους αδερφούς, τους ενθάρρυναν και έφυγαν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 16:15-40 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Αφού βαφτίστηκε αυτή και όλη η οικογένειά της, μας παρακαλούσε: «Αν με κρίνετε πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου»· και μας το ζητούσε με πολλή επιμονή. Μια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να συναντήσουμε μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλο και το Σίλα και φώναζε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου Θεού, που μας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!» Αυτό το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε· γύρισε πίσω και είπε στο πνεύμα: «Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις απ’ αυτήν». Την ίδια στιγμή βγήκε το πνεύμα. Όταν είδαν τ’ αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκε κι η ελπίδα του κέρδους που είχαν από την εργασία της, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές. Τους οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρήσουμε». Τότε ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν διαταγή να τους ραβδίσουν. Τους έδωσαν πολλά χτυπήματα και μετά τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά. Αυτός, εφόσον πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο εσωτερικό κελί και για λόγους ασφάλειας έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό· και τους άκουγαν οι φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε ένας σεισμός τόσο δυνατός, που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμένων λύθηκαν. Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το σπαθί του κι ήθελε να σκοτωθεί, νομίζοντας ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Τότε ο Παύλος του φώναξε: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου! Είμαστε όλοι εδώ». Ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί, και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Ύστερα τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» Αυτοί του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς κι εσύ και το σπίτι σου». Και κήρυξαν σ’ αυτόν και σ’ όσους ήταν στο σπίτι του το λόγο του Κυρίου. Ο δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια εκείνη ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυνε τις πληγές τους· ύστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του. Κατόπιν τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν πανευτυχής που κι αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στο Θεό. Όταν ξημέρωσε, οι άρχοντες έστειλαν τους κλητήρες στο δεσμοφύλακα και του είπαν: «Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους». Ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο: «Οι άρχοντες», του είπε, «έστειλαν εντολή ν’ απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν, βγείτε και πηγαίνετε στο καλό». Ο Παύλος όμως είπε στους κλητήρες: «Μας έδειραν δημοσίως χωρίς να μας δικάσουν, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έκλεισαν στη φυλακή, και τώρα μας διώχνουν στα κρυφά; Όχι βέβαια! Να ’ρθούν να μας βγάλουν αυτοί οι ίδιοι». Οι κλητήρες μετέφεραν στους άρχοντες τα λόγια αυτά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Ήρθαν και τους ζήτησαν συγνώμη, τους έβγαλαν έξω και τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη. Αυτοί βγήκαν από τη φυλακή και πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί είδαν τους αδερφούς, τους ενθάρρυναν και έφυγαν.