ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 13:3-33
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 13:3-33 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Tότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν, και έβαλαν επάνω σ’ αυτούς τα χέρια, τους απέστειλαν. Aυτοί, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο, κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν στην Kύπρο. Kαι όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, κήρυτταν τον λόγο τού Θεού μέσα στις συναγωγές των Iουδαίων· είχαν δε και τον Iωάννη για υπηρέτη. Kαι καθώς διαπέρασαν το νησί μέχρι την Πάφο βρήκαν κάποιον μάγο, έναν Iουδαίο ψευδοπροφήτη, που ονομαζόταν Bαριησούς, ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν συνετό άνδρα. Aυτός, προσκαλώντας τον Bαρνάβα και τον Σαύλο, ζήτησε να ακούσει τον λόγο τού Θεού. Όμως, αντιστεκόταν σ’ αυτούς ο Eλύμας ο μάγος (επειδή, έτσι ερμηνεύεται το όνομά του), ζητώντας να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη. Όμως, ο Σαύλος, που αποκλήθηκε και Παύλος, αφού έγινε πλήρης Aγίου Πνεύματος, και ατενίζοντας σ’ αυτόν, είπε: Ω, εσύ, που είσαι γεμάτος από κάθε δόλο και κάθε ραδιουργία, γιε τού διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσεις να διαστρέφεις τούς ίσιους δρόμους τού Kυρίου; Kαι τώρα, δες, το χέρι τού Kυρίου είναι εναντίον σου· και θα είσαι τυφλός, χωρίς να βλέπεις τον ήλιο, μέχρι ορισμένον καιρό. Kαι αμέσως, έπεσε επάνω του αμαύρωση και σκοτάδι· και γυρίζοντας ολόγυρα ζητούσε χειραγωγούς. Tότε, ο ανθύπατος βλέποντας το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος με τη διδασκαλία τού Kυρίου. Όταν δε ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, απέπλευσαν από την Πάφο, ήρθαν στην Πέργη τής Παμφυλίας· και ο Iωάννης, επειδή, αποχωρώντας απ’ αυτούς, επέστρεψε στα Iεροσόλυμα. Kαι αυτοί, αφού πέρασαν από την Πέργη, έφτασαν στην Aντιόχεια της Πισιδίας, και μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, κάθησαν. Kαι μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών, έστειλαν σ’ αυτούς οι αρχισυνάγωγοι, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί, αν έχετε κάποιον λόγο προτροπής προς τον λαό, μιλήστε. Kαι όταν ο Παύλος σηκώθηκε και έσεισε το χέρι του για να γίνει ησυχία, είπε: Άνδρες Iσραηλίτες, και εκείνοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε. O Θεός τούτου τού λαού Iσραήλ διάλεξε τους Πατέρες μας, και ύψωσε τον λαό που παροικούσε στην Aίγυπτο, και με υψωμένον βραχίονα τους έβγαλε απ’ αυτή. Kαι για σχεδόν 40 χρόνια υπέφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο· και αφού κατέστρεψε επτά έθνη μέσα στη γη Xαναάν, τους διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο. Kαι ύστερα απ’ αυτά, για περίπου 450 χρόνια, τους έδωσε κριτές μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Kαι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, και ο Θεός έδωσε σ’ αυτούς τον Σαούλ, τον γιο τού Kις, έναν άνδρα από τη φυλή Bενιαμίν, για 40 χρόνια. Kαι όταν ο Θεός τον καθαίρεσε, σήκωσε σ’ αυτούς βασιλιά τον Δαβίδ, για τον οποίο και είπε, δίνοντας τη μαρτυρία: «Bρήκα τον Δαβίδ, τον γιο τού Iεσσαί, άνδρα σύμφωνα με την καρδιά μου, που θα κάνει όλα τα θελήματά μου». Aπό το σπέρμα του, ο Θεός, σύμφωνα με την επαγγελία, σήκωσε στον Iσραήλ σωτήρα, τον Iησού. Aφού ο Iωάννης, πριν από την έλευσή του, κήρυξε από πριν βάπτισμα μετάνοιας σε ολόκληρο τον λαό Iσραήλ· και ενώ ο Iωάννης τελείωνε τον δρόμο του, έλεγε: Για ποιον με στοχάζεστε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά, προσέξτε, ύστερα από μένα έρχεται εκείνος, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του. Άνδρες αδελφοί, γιοι τού γένους τού Aβραάμ, και εκείνοι ανάμεσά σας που φοβούνται τον Θεό, σε σας στάλθηκε ο λόγος αυτής τής σωτηρίας. Eπειδή, αυτοί που κατοικούν στην Iερουσαλήμ, και οι άρχοντές τους, ενώ δεν γνώρισαν αυτόν μήτε τα λόγια των προφητών, που διαβάζονται κάθε σάββατο, τα εκπλήρωσαν, όταν τον κατέκριναν· και ενώ δεν βρήκαν καμία αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. Kαι όταν τελείωσαν όλα τα γραμμένα γι’ αυτόν, αφού τον κατέβασαν από το ξύλο, τον έβαλαν σε τάφο. O Θεός, όμως, τον ανέστησε από τους νεκρούς· ο οποίος, για πολλές ημέρες, φάνηκε σ’ αυτούς, που είχαν ανέβει μαζί του από τη Γαλιλαία στην Iερουσαλήμ, οι οποίοι είναι μάρτυρές του προς τον λαό. Kαι εμείς ευαγγελιζόμαστε σε σας την υπόσχεση που έγινε στους Πατέρες, ότι ο Θεός την εκπλήρωσε αυτή σε μας, τα παιδιά τους, ανασταίνοντας τον Iησού. Kαθώς είναι γραμμένο και στον δεύτερο Ψαλμό: «Yιός μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα σε γέννησα».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 13:3-33 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Τότε, αφού και πάλι νήστεψαν και προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια πάνω σ’ αυτούς και τους απέστειλαν. Έτσι, λοιπόν αυτοί, σταλμένοι από το Άγιο Πνεύμα, κατέβηκαν στη Σελεύκεια κι από ’κει με πλοίο πήγαν στην Κύπρο. Όταν έφτασαν στη Σαλαμίνα της Κύπρου, κήρυτταν το λόγο του Θεού στις συναγωγές των Ιουδαίων. Βοηθό είχαν μαζί τους τον Ιωάννη. Αφού διέσχισαν το νησί, έφτασαν στην Πάφο. Εκεί βρήκαν κάποιον μάγο και ψευδοπροφήτη Ιουδαίο, που λεγόταν Βαριησούς. Αυτός ήταν φίλος του ανθύπατου Σεργίου Παύλου, που ήταν άνθρωπος συνετός. Ο Σέργιος Παύλος προσκάλεσε το Βαρνάβα και το Σαύλο και ζήτησε ν’ ακούσει το λόγο του Θεού. Αλλά ο Ελύμας ο μάγος –γιατί έτσι μεταφράζεται το όνομά του– τους αντιστεκόταν και προσπαθούσε να εμποδίσει τον ανθύπατο να πιστέψει. Τότε ο Σαύλος, που λεγόταν και Παύλος, πλημμύρισε από το Άγιο Πνεύμα, τον κοίταξε διαπεραστικά και του είπε: «Γιε του διαβόλου! Είσαι γεμάτος από κάθε είδους πονηριά και ραδιουργία και πολεμάς καθετί το καλό. Δε θα πάψεις να διαστρεβλώνεις τους ίσιους δρόμους του Θεού; Τώρα το χέρι του Κυρίου θα πέσει πάνω σου: θα τυφλωθείς και για ένα διάστημα δε θα βλέπεις τον ήλιο». Την ίδια στιγμή έπεσε πάνω του ομίχλη και σκοτάδι κι άρχισε να περιφέρεται εδώ κι εκεί ζητώντας να τον χειραγωγήσουν. Τότε ο ανθύπατος, όταν είδε αυτό που έγινε, πίστεψε, γιατί ήταν βαθιά εντυπωσιασμένος από τη δύναμη που είχε η διδασκαλία του Κυρίου. Ο Παύλος και η συνοδεία του έφυγαν με πλοίο από την Πάφο και ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως τους άφησε και γύρισε πίσω στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί διέσχισαν την περιοχή, κι από την Πέργη έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Το Σάββατο πήγαν στη συναγωγή και κάθισαν. Μετά την ανάγνωση των περικοπών από το νόμο και τους προφήτες, οι αρχισυνάγωγοι έστειλαν και τους είπαν: «Αδερφοί, αν έχετε να πείτε στο λαό κανένα λόγο ενισχυτικό, μιλήστε». Τότε ο Παύλος σηκώθηκε, έκανε νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία, και είπε: «Ισραηλίτες, κι εσείς οι άλλοι που λατρεύετε τον ένα Θεό, ακούστε με· ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, διάλεξε τους προγόνους μας και τους έκανε ένα μεγάλο λαό, ενώ ακόμα ήταν ξένοι στην Αίγυπτο. Με την μεγάλη δύναμή του τους έβγαλε από ’κει και υπέμεινε τη διαγωγή τους σαράντα χρόνια στην έρημο. Εξολόθρεψε εφτά έθνη στη Χαναάν και τους έδωσε κληρονομιά τη γη τους. Ύστερα από τετρακόσια πενήντα χρόνια τούς έδωσε Κριτές, μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Από ’κει κι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, κι ο Θεός τούς έδωσε το Σαούλ, γιο του Κις, από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα χρόνια. Ύστερα τον καθαίρεσε, ανέδειξε βασιλιά τους το Δαβίδ κι έδωσε τη μαρτυρία του γι’ αυτόν λέγοντας: “βρήκα το Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί, όπως τον θέλει η καρδιά μου· αυτός θα πραγματοποιήσει όλα όσα εγώ θέλω”. Κι όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε ο Θεός τη σωτηρία στον Ισραήλ με έναν απόγονο του Δαβίδ, τον Ιησού. Προηγουμένως, πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση του, είχε κηρύξει ο Ιωάννης σ’ όλον το λαό του Ισραήλ να μετανοήσουν και να βαφτιστούν. Κι όταν πια ο Ιωάννης κόντευε να τελειώσει το έργο του, έλεγε: “ποιος νομίζετε πως είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε· αυτός έρχεται ύστερα από μένα, κι εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω τα υποδήματα από τα πόδια του”. »Αδέρφια, απόγονοι του Αβραάμ και οι άλλοι εδώ που σέβεστε τον ένα Θεό: σ’ εσάς στάλθηκε το μήνυμα της σωτηρίας αυτής, για την οποία σας μιλάω. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν κατάλαβαν ούτε ποιος είναι ο Ιησούς ούτε τα λόγια των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, αλλά, χωρίς να το ξέρουν, τα εκπλήρωσαν καταδικάζοντας τον Ιησού. Αν και δε βρήκαν καμιά αιτία για να τον καταδικάσουν σε θάνατο, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. Κι όταν εκτέλεσαν όλα όσα είχαν προφητέψει οι Γραφές γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από το σταυρό και τον έβαλαν σ’ ένα μνήμα. Ο Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς. Τότε αυτός για πολλές μέρες συνέχεια φανερωνόταν σ’ εκείνους που είχαν ανεβεί μαζί του από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί είναι μάρτυρες της ανάστασής του μπροστά στο λαό. »Έτσι κι εμείς σας φέρνουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στους προγόνους μας, την εκπλήρωσε στα παιδιά τους –σ’ εμάς: ανέστησε τον Ιησού, όπως είναι γραμμένο στο δεύτερο Ψαλμό: Υιός μου είσ’ εσύ, εγώ σήμερα σε γέννησα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 13:3-33 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Τότε, αφού και πάλι νήστεψαν και προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια πάνω σ’ αυτούς και τους απέστειλαν. Έτσι, λοιπόν αυτοί, σταλμένοι από το Άγιο Πνεύμα, κατέβηκαν στη Σελεύκεια κι από ’κει με πλοίο πήγαν στην Κύπρο. Όταν έφτασαν στη Σαλαμίνα της Κύπρου, κήρυτταν το λόγο του Θεού στις συναγωγές των Ιουδαίων. Βοηθό είχαν μαζί τους τον Ιωάννη. Αφού διέσχισαν το νησί, έφτασαν στην Πάφο. Εκεί βρήκαν κάποιον μάγο και ψευδοπροφήτη Ιουδαίο, που λεγόταν Βαριησούς. Αυτός ήταν φίλος του ανθύπατου Σεργίου Παύλου, που ήταν άνθρωπος συνετός. Ο Σέργιος Παύλος προσκάλεσε το Βαρνάβα και το Σαύλο και ζήτησε ν’ ακούσει το λόγο του Θεού. Αλλά ο Ελύμας ο μάγος –γιατί έτσι μεταφράζεται το όνομά του– τους αντιστεκόταν και προσπαθούσε να εμποδίσει τον ανθύπατο να πιστέψει. Τότε ο Σαύλος, που λεγόταν και Παύλος, πλημμύρισε από το Άγιο Πνεύμα, τον κοίταξε διαπεραστικά και του είπε: «Γιε του διαβόλου! Είσαι γεμάτος από κάθε είδους πονηριά και ραδιουργία και πολεμάς καθετί το καλό. Δε θα πάψεις να διαστρεβλώνεις τους ίσιους δρόμους του Θεού; Τώρα το χέρι του Κυρίου θα πέσει πάνω σου: θα τυφλωθείς και για ένα διάστημα δε θα βλέπεις τον ήλιο». Την ίδια στιγμή έπεσε πάνω του ομίχλη και σκοτάδι κι άρχισε να περιφέρεται εδώ κι εκεί ζητώντας να τον χειραγωγήσουν. Τότε ο ανθύπατος, όταν είδε αυτό που έγινε, πίστεψε, γιατί ήταν βαθιά εντυπωσιασμένος από τη δύναμη που είχε η διδασκαλία του Κυρίου. Ο Παύλος και η συνοδεία του έφυγαν με πλοίο από την Πάφο και ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως τους άφησε και γύρισε πίσω στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί διέσχισαν την περιοχή, κι από την Πέργη έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Το Σάββατο πήγαν στη συναγωγή και κάθισαν. Μετά την ανάγνωση των περικοπών από το νόμο και τους προφήτες, οι αρχισυνάγωγοι έστειλαν και τους είπαν: «Αδερφοί, αν έχετε να πείτε στο λαό κανένα λόγο ενισχυτικό, μιλήστε». Τότε ο Παύλος σηκώθηκε, έκανε νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία, και είπε: «Ισραηλίτες, κι εσείς οι άλλοι που λατρεύετε τον ένα Θεό, ακούστε με· ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, διάλεξε τους προγόνους μας και τους έκανε ένα μεγάλο λαό, ενώ ακόμα ήταν ξένοι στην Αίγυπτο. Με την μεγάλη δύναμή του τους έβγαλε από ’κει και υπέμεινε τη διαγωγή τους σαράντα χρόνια στην έρημο. Εξολόθρεψε εφτά έθνη στη Χαναάν και τους έδωσε κληρονομιά τη γη τους. Ύστερα από τετρακόσια πενήντα χρόνια τούς έδωσε Κριτές, μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Από ’κει κι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, κι ο Θεός τούς έδωσε το Σαούλ, γιο του Κις, από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα χρόνια. Ύστερα τον καθαίρεσε, ανέδειξε βασιλιά τους το Δαβίδ κι έδωσε τη μαρτυρία του γι’ αυτόν λέγοντας: “βρήκα το Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί, όπως τον θέλει η καρδιά μου· αυτός θα πραγματοποιήσει όλα όσα εγώ θέλω”. Κι όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε ο Θεός τη σωτηρία στον Ισραήλ με έναν απόγονο του Δαβίδ, τον Ιησού. Προηγουμένως, πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση του, είχε κηρύξει ο Ιωάννης σ’ όλον το λαό του Ισραήλ να μετανοήσουν και να βαφτιστούν. Κι όταν πια ο Ιωάννης κόντευε να τελειώσει το έργο του, έλεγε: “ποιος νομίζετε πως είμαι; Δεν είμαι εγώ αυτός που περιμένετε· αυτός έρχεται ύστερα από μένα, κι εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να λύσω τα υποδήματα από τα πόδια του”. »Αδέρφια, απόγονοι του Αβραάμ και οι άλλοι εδώ που σέβεστε τον ένα Θεό: σ’ εσάς στάλθηκε το μήνυμα της σωτηρίας αυτής, για την οποία σας μιλάω. Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους δεν κατάλαβαν ούτε ποιος είναι ο Ιησούς ούτε τα λόγια των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, αλλά, χωρίς να το ξέρουν, τα εκπλήρωσαν καταδικάζοντας τον Ιησού. Αν και δε βρήκαν καμιά αιτία για να τον καταδικάσουν σε θάνατο, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. Κι όταν εκτέλεσαν όλα όσα είχαν προφητέψει οι Γραφές γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από το σταυρό και τον έβαλαν σ’ ένα μνήμα. Ο Θεός όμως τον ανέστησε από τους νεκρούς. Τότε αυτός για πολλές μέρες συνέχεια φανερωνόταν σ’ εκείνους που είχαν ανεβεί μαζί του από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί είναι μάρτυρες της ανάστασής του μπροστά στο λαό. »Έτσι κι εμείς σας φέρνουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι την υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στους προγόνους μας, την εκπλήρωσε στα παιδιά τους –σ’ εμάς: ανέστησε τον Ιησού, όπως είναι γραμμένο στο δεύτερο Ψαλμό: Υιός μου είσ’ εσύ, εγώ σήμερα σε γέννησα.