Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 10:1-23

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 10:1-23 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Στην Καισάρεια ζούσε ένας εκατόνταρχος, που λεγόταν Κορνήλιος και υπηρετούσε στη στρατιωτική μονάδα, η οποία ονομαζόταν «Ιταλική». Ήταν ευσεβής και είχε προσχωρήσει στην ιουδαϊκή κοινότητα μαζί με όλη την οικογένειά του. Έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν συνεχώς στο Θεό. Μια μέρα, γύρω στις τρεις το απόγευμα, είδε καθαρά σε όραμα έναν άγγελο του Θεού να μπαίνει στο σπίτι του, να τον πλησιάζει και να του λέει: «Κορνήλιε!» Αυτός τον κοίταξε τρομαγμένος και είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Ο άγγελος του είπε: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν μπροστά στο Θεό, κι ο Θεός δε σε ξεχνάει. Τώρα λοιπόν στείλε στην Ιόππη ανθρώπους να καλέσουν εδώ κάποιον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα». Όταν έφυγε ο άγγελος που μιλούσε στον Κορνήλιο, αυτός φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή, απ’ αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του· τους τα διηγήθηκε όλα και τους έστειλε στην Ιόππη. Την άλλη μέρα, ενώ εκείνοι ακόμα οδοιπορούσαν και κόντευαν να φτάσουν στην πόλη, ο Πέτρος ανέβηκε στο υπερώο γύρω στο μεσημέρι για να προσευχηθεί. Εκεί πείνασε και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν το φαγητό, είδε σε έκσταση ένα όραμα: Είδε πως άνοιξε ο ουρανός και ένα πράγμα σαν μεγάλο σεντόνι, με δεμένες τις τέσσερις άκρες, κατέβαινε στη γη. Μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, τα θηρία, τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού. Μια φωνή τότε του είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε». Ο Πέτρος όμως απάντησε: «Ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο». Η φωνή τού μίλησε για δεύτερη φορά: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα, αυτό που έβλεπε εξαφανίστηκε στον ουρανό. Καθώς ο Πέτρος σκεφτόταν και απορούσε τι να σήμαινε το όραμα που είδε, οι απεσταλμένοι του Κορνήλιου είχαν ρωτήσει και είχαν βρει το σπίτι του Σίμωνα και τώρα στέκονταν μπροστά στην εξώπορτα. Φώναξαν δυνατά και ζητούσαν να μάθουν αν φιλοξενούσαν εκεί το Σίμωνα που λεγόταν και Πέτρος. Κι ενώ ο Πέτρος γύριζε ακόμη στο νου του το όραμα, του είπε το Άγιο Πνεύμα: «Τρεις άντρες σε ζητούν. Κατέβα αμέσως και πήγαινε μαζί τους χωρίς κανένα δισταγμό, γιατί τους έχω στείλει εγώ». Ο Πέτρος κατέβηκε, πλησίασε τους άντρες και τους είπε: «Εγώ είμαι αυτός που ζητάτε. Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;» Αυτοί απάντησαν: «Ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, ένας άνθρωπος ευλαβής, που λατρεύει το Θεό και εκτιμάται από όλον τον ιουδαϊκό λαό, πήρε εντολή από έναν άγγελο του Θεού να στείλει να σε καλέσει στο σπίτι του και ν’ ακούσει από σένα αυτά που έχεις να του πεις». Ο Πέτρος κάλεσε τους απεσταλμένους στο σπίτι και τους φιλοξένησε. Την άλλη μέρα πήρε το δρόμο μαζί τους. Τον συνόδευαν και μερικοί από τους αδερφούς που έμεναν στην Ιόππη.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 10:1-23 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

YΠHPXE δε κάποιος άνθρωπος στην Kαισάρεια, με το όνομα Kορνήλιος, εκατόνταρχος, από το τάγμα που λεγόταν Iταλικό, ευσεβής και φοβούμενος τον Θεό μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, ο οποίος έκανε πολλές ελεημοσύνες στον λαό, και δεόταν διαρκώς στον Θεό. Aυτός είδε φανερά διαμέσου οράματος, γύρω στην ένατη ώρα τής ημέρας, έναν άγγελο του Θεού, ότι μπήκε μέσα προς αυτόν και του είπε: Kορνήλιε. Kαι εκείνος, ατενίζοντας σ’ αυτόν, και καθώς έγινε έντρομος, είπε: Tι είναι, Kύριε; Kαι του είπε: Oι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό. Kαι τώρα, στείλε ανθρώπους στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα· αυτός θα σου μιλήσει τι πρέπει να κάνεις. Kαι καθώς ο άγγελος, που μιλούσε στον Kορνήλιο, αναχώρησε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του, και έναν ευσεβή στρατιώτη, απ’ αυτούς που διέμεναν κοντά του· και αφού τούς διηγήθηκε τα πάντα, τους έστειλε στην Iόππη. Kαι την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ο Πέτρος, γύρω στην έκτη ώρα, ανέβηκε στην ταράτσα για να προσευχηθεί. Kαι καθώς πείνασε, ήθελε να φάει, και ενώ ετοίμαζαν, ήρθε επάνω του έκσταση· και βλέπει ανοιγμένον τον ουρανό, και κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που ήταν δεμένο από τις τέσσερις άκρες, και το κατέβαζαν επάνω στη γη· μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. Kαι έγινε μία φωνή προς αυτόν: Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε. Kαι ο Πέτρος είπε: Mη γένοιτο, Kύριε· επειδή, ποτέ δεν έφαγα κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο. Kαι ξανά, για δεύτερη φορά, έγινε σ' αυτόν μια φωνή: Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ να μη τα λες βέβηλα. Kαι τούτο έγινε τρεις φορές· και το σκεύος αναλήφθηκε πάλι στον ουρανό. Kαι ενώ ο Πέτρος ήταν μέσα του σε απορία, τι τάχα σήμαινε το όραμα που είδε, ξάφνου, οι άνθρωποι που είχαν σταλεί από τον Kορνήλιο, αφού ρώτησαν και έμαθαν το σπίτι τού Σίμωνα, έφτασαν στην πύλη· και φωνάζοντας, ρωτούσαν, αν ο Σίμωνας, που επονομαζόταν Πέτρος, φιλοξενείται εδώ. Kαι ενώ ο Πέτρος συλλογιζόταν για το όραμα, το Πνεύμα είπε σ’ αυτόν: Δες, σε ζητούν τρεις άνθρωποι· καθώς, λοιπόν, θα σηκωθείς, κατέβα, και πήγαινε μαζί τους, χωρίς να διστάζεις καθόλου, επειδή εγώ τούς έστειλα. Kαι ο Πέτρος, κατεβαίνοντας προς τους ανθρώπους, που είχαν σταλεί σ’ αυτόν από τον Kορνήλιο, είπε: Oρίστε, εγώ είμαι εκείνος που ζητάτε· ποια είναι η αιτία για την οποία ήρθατε; Kαι εκείνοι είπαν: O εκατόνταρχος Kορνήλιος, άνδρας δίκαιος και φοβούμενος τον Θεό, και έχοντας μαρτυρία από ολόκληρο το έθνος των Iουδαίων, διατάχθηκε από τον Θεό διαμέσου ενός αγίου αγγέλου να σε προσκαλέσει στο σπίτι του, και να ακούσει λόγια από σένα. Aφού, λοιπόν, τους προσκάλεσε μέσα, τους φιλοξένησε. Kαι την επόμενη ημέρα ο Πέτρος βγήκε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς, από εκείνους τής Iόππης, πήγαν μαζί του·

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 10:1-23 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Στην Καισάρεια ζούσε ένας εκατόνταρχος, που λεγόταν Κορνήλιος και υπηρετούσε στη στρατιωτική μονάδα, η οποία ονομαζόταν «Ιταλική». Ήταν ευσεβής και είχε προσχωρήσει στην ιουδαϊκή κοινότητα μαζί με όλη την οικογένειά του. Έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν συνεχώς στο Θεό. Μια μέρα, γύρω στις τρεις το απόγευμα, είδε καθαρά σε όραμα έναν άγγελο του Θεού να μπαίνει στο σπίτι του, να τον πλησιάζει και να του λέει: «Κορνήλιε!» Αυτός τον κοίταξε τρομαγμένος και είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Ο άγγελος του είπε: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν μπροστά στο Θεό, κι ο Θεός δε σε ξεχνάει. Τώρα λοιπόν στείλε στην Ιόππη ανθρώπους να καλέσουν εδώ κάποιον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα». Όταν έφυγε ο άγγελος που μιλούσε στον Κορνήλιο, αυτός φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή, απ’ αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του· τους τα διηγήθηκε όλα και τους έστειλε στην Ιόππη. Την άλλη μέρα, ενώ εκείνοι ακόμα οδοιπορούσαν και κόντευαν να φτάσουν στην πόλη, ο Πέτρος ανέβηκε στο υπερώο γύρω στο μεσημέρι για να προσευχηθεί. Εκεί πείνασε και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν το φαγητό, είδε σε έκσταση ένα όραμα: Είδε πως άνοιξε ο ουρανός και ένα πράγμα σαν μεγάλο σεντόνι, με δεμένες τις τέσσερις άκρες, κατέβαινε στη γη. Μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, τα θηρία, τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού. Μια φωνή τότε του είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε». Ο Πέτρος όμως απάντησε: «Ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο». Η φωνή τού μίλησε για δεύτερη φορά: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα, αυτό που έβλεπε εξαφανίστηκε στον ουρανό. Καθώς ο Πέτρος σκεφτόταν και απορούσε τι να σήμαινε το όραμα που είδε, οι απεσταλμένοι του Κορνήλιου είχαν ρωτήσει και είχαν βρει το σπίτι του Σίμωνα και τώρα στέκονταν μπροστά στην εξώπορτα. Φώναξαν δυνατά και ζητούσαν να μάθουν αν φιλοξενούσαν εκεί το Σίμωνα που λεγόταν και Πέτρος. Κι ενώ ο Πέτρος γύριζε ακόμη στο νου του το όραμα, του είπε το Άγιο Πνεύμα: «Τρεις άντρες σε ζητούν. Κατέβα αμέσως και πήγαινε μαζί τους χωρίς κανένα δισταγμό, γιατί τους έχω στείλει εγώ». Ο Πέτρος κατέβηκε, πλησίασε τους άντρες και τους είπε: «Εγώ είμαι αυτός που ζητάτε. Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;» Αυτοί απάντησαν: «Ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, ένας άνθρωπος ευλαβής, που λατρεύει το Θεό και εκτιμάται από όλον τον ιουδαϊκό λαό, πήρε εντολή από έναν άγγελο του Θεού να στείλει να σε καλέσει στο σπίτι του και ν’ ακούσει από σένα αυτά που έχεις να του πεις». Ο Πέτρος κάλεσε τους απεσταλμένους στο σπίτι και τους φιλοξένησε. Την άλλη μέρα πήρε το δρόμο μαζί τους. Τον συνόδευαν και μερικοί από τους αδερφούς που έμεναν στην Ιόππη.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 10:1-23 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Στην Καισάρεια ζούσε ένας εκατόνταρχος, που λεγόταν Κορνήλιος και υπηρετούσε στη στρατιωτική μονάδα, η οποία ονομαζόταν «Ιταλική». Ήταν ευσεβής και είχε προσχωρήσει στην ιουδαϊκή κοινότητα μαζί με όλη την οικογένειά του. Έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν συνεχώς στο Θεό. Μια μέρα, γύρω στις τρεις το απόγευμα, είδε καθαρά σε όραμα έναν άγγελο του Θεού να μπαίνει στο σπίτι του, να τον πλησιάζει και να του λέει: «Κορνήλιε!» Αυτός τον κοίταξε τρομαγμένος και είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Ο άγγελος του είπε: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν μπροστά στο Θεό, κι ο Θεός δε σε ξεχνάει. Τώρα λοιπόν στείλε στην Ιόππη ανθρώπους να καλέσουν εδώ κάποιον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα». Όταν έφυγε ο άγγελος που μιλούσε στον Κορνήλιο, αυτός φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή, απ’ αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του· τους τα διηγήθηκε όλα και τους έστειλε στην Ιόππη. Την άλλη μέρα, ενώ εκείνοι ακόμα οδοιπορούσαν και κόντευαν να φτάσουν στην πόλη, ο Πέτρος ανέβηκε στο υπερώο γύρω στο μεσημέρι για να προσευχηθεί. Εκεί πείνασε και ήθελε να φάει. Ενώ ετοίμαζαν το φαγητό, είδε σε έκσταση ένα όραμα: Είδε πως άνοιξε ο ουρανός και ένα πράγμα σαν μεγάλο σεντόνι, με δεμένες τις τέσσερις άκρες, κατέβαινε στη γη. Μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, τα θηρία, τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού. Μια φωνή τότε του είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε». Ο Πέτρος όμως απάντησε: «Ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο». Η φωνή τού μίλησε για δεύτερη φορά: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα, αυτό που έβλεπε εξαφανίστηκε στον ουρανό. Καθώς ο Πέτρος σκεφτόταν και απορούσε τι να σήμαινε το όραμα που είδε, οι απεσταλμένοι του Κορνήλιου είχαν ρωτήσει και είχαν βρει το σπίτι του Σίμωνα και τώρα στέκονταν μπροστά στην εξώπορτα. Φώναξαν δυνατά και ζητούσαν να μάθουν αν φιλοξενούσαν εκεί το Σίμωνα που λεγόταν και Πέτρος. Κι ενώ ο Πέτρος γύριζε ακόμη στο νου του το όραμα, του είπε το Άγιο Πνεύμα: «Τρεις άντρες σε ζητούν. Κατέβα αμέσως και πήγαινε μαζί τους χωρίς κανένα δισταγμό, γιατί τους έχω στείλει εγώ». Ο Πέτρος κατέβηκε, πλησίασε τους άντρες και τους είπε: «Εγώ είμαι αυτός που ζητάτε. Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;» Αυτοί απάντησαν: «Ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, ένας άνθρωπος ευλαβής, που λατρεύει το Θεό και εκτιμάται από όλον τον ιουδαϊκό λαό, πήρε εντολή από έναν άγγελο του Θεού να στείλει να σε καλέσει στο σπίτι του και ν’ ακούσει από σένα αυτά που έχεις να του πεις». Ο Πέτρος κάλεσε τους απεσταλμένους στο σπίτι και τους φιλοξένησε. Την άλλη μέρα πήρε το δρόμο μαζί τους. Τον συνόδευαν και μερικοί από τους αδερφούς που έμεναν στην Ιόππη.