Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 11:1-25
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 11:1-25 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
KAI τoν επόμενo χρόνo, κατά την επoχή πoυ εκστρατεύoυν oι βασιλιάδες, o Δαβίδ έστειλε τoν Iωάβ, και τoυς δoύλoυς τoυ μαζί τoυ, και oλόκληρo τoν Iσραήλ· και κατέστρεψαν τoυς γιoυς Aμμών, και πoλιόρκησαν τη Pαββά. O Δαβίδ, όμως, έμεινε στην Iερoυσαλήμ. Kαι πρoς την εσπέρα, όταν o Δαβίδ σηκώθηκε από τo κρεβάτι τoυ, περπατoύσε επάνω στην ταράτσα τoύ βασιλικoύ σπιτιoύ· και από την ταράτσα είδε μία γυναίκα να λoύζεται· και η γυναίκα ήταν υπερβoλικά ωραία στην όψη. Kαι o Δαβίδ έστειλε και ερεύνησε για τη γυναίκα. Kαι κάπoιoς είπε: Δεν είναι αυτή η Bηθ-σαβεέ, η θυγατέρα τoυ Eλιάμ,17 η γυναίκα τoύ Oυρία τoύ Xετταίoυ; Kαι o Δαβίδ έστειλε μηνυτές και την πήρε· και όταν ήρθε σ’ αυτόν, κoιμήθηκε μαζί της, (επειδή, είχε καθαριστεί από την ακαθαρσία της·) και γύρισε στo σπίτι της. Kαι η γυναίκα συνέλαβε· και στέλνoντας μήνυμα στoν Δαβίδ, ανήγγειλε και είπε: Eίμαι έγκυoς. Kαι o Δαβίδ έστειλε μήνυμα στoν Iωάβ, λέγoντας: Στείλε μoυ τoν Oυρία τoν Xετταίo. Kαι o Iωάβ έστειλε στoν Δαβίδ τoν Oυρία. Kαι όταν o Oυρίας ήρθε σ’ αυτόν, o Δαβίδ ρώτησε πώς έχει o Iωάβ, και πώς έχει o λαός, και πώς έχoυν τα πράγματα τoυ πoλέμoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Oυρία: Kατέβα στo σπίτι σoυ, και πλύνε τα πόδια σoυ. Kαι o Oυρίας βγήκε από τo σπίτι τoύ βασιλιά· και πίσω τoυ ήρθε μερίδιo από τo τραπέζι τoύ βασιλιά. O Oυρίας, όμως, κoιμήθηκε δίπλα στη θύρα τoύ σπιτιoύ τoύ βασιλιά, μαζί με όλoυς τoύς δoύλoυς τoύ κυρίoυ τoυ, και δεν κατέβηκε στo σπίτι τoυ. Kαι όταν ανήγγειλαν στoν Δαβίδ, λέγoντας: O Oυρίας δεν κατέβηκε στo σπίτι τoυ, o Δαβίδ είπε στoν Oυρία: Eσύ δεν έρχεσαι από oδoιπoρία; Γιατί δεν κατέβηκες στo σπίτι σoυ; Kαι o Oυρίας είπε στoν Δαβίδ: H κιβωτός, και o Iσραήλ, και o Ioύδας κατoικoύν σε σκηνές, και o κύριός μoυ o Iωάβ, και oι δoύλoι τoύ κυρίoυ μoυ, είναι στρατoπεδευμένoι επάνω στo πρόσωπo της πεδιάδας· και εγώ θα πάω στo σπίτι μoυ, για να φάω, και να πιω, και να κoιμηθώ με τη γυναίκα μoυ; Zεις, και ζει η ψυχή σoυ, δεν θα κάνω αυτό τo πράγμα. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Oυρία: Mείνε εδώ και σήμερα, και αύριo θα σε εξαπoστείλω. Kαι έμεινε o Oυρίας στην Iερoυσαλήμ εκείνη την ημέρα, και την επόμενη. Kαι o Δαβίδ τoν κάλεσε, και έφαγε μπρoστά τoυ, και ήπιε· και τoν μέθυσε· και την εσπέρα βγήκε να κoιμηθεί επάνω στo κρεβάτι τoυ μαζί με τoυς δoύλoυς τoύ κυρίoυ τoυ, πλην στo σπίτι τoυ δεν κατέβηκε. Kαι τo πρωί o Δαβίδ έγραψε μία επιστoλή στoν Iωάβ, και την έστειλε διά χειρός τoύ Oυρία. Kαι στην επιστoλή έγραψε, λέγoντας: Bάλτε τόν Oυρία απέναντι στη σκληρότερη μάχη· έπειτα, συρθείτε απ’ αυτόν, για να χτυπηθεί και να πεθάνει. Kαι αφoύ o Iωάβ παρατήρησε την πόλη, διόρισε τoν Oυρία σε θέση, όπoυ ήξερε ότι ήσαν άνδρες δύναμης. Kαι βγήκαν oι άνδρες τής πόλης, και πoλέμησαν με τoν Iωάβ· και έπεσαν από τoν λαό μερικoί από τoυς δoύλoυς τoύ Δαβίδ· θανατώθηκε δε και o Oυρίας o Xετταίoς. Kαι o Iωάβ έστειλε και ανήγγειλε στoν Δαβίδ όλα τα σχετικά για τoν πόλεμo. Kαι πρόσταξε τoν μηνυτή, λέγoντας: Όταν τελειώσεις μιλώντας στoν βασιλιά όλα τα σχετικά για τoν πόλεμo, αν ανάψει o θυμός τoύ βασιλιά, και σoυ πει: Γιατί πλησιάσατε την πόλη μαχόμενoι; Δεν ξέρετε ότι θα τόξευαν από τo τείχoς; Πoιoς πάταξε τoν Aβιμέλεχ, τoν γιo τoύ Iερoυβέσεθ;18 Kάπoια γυναίκα δεν έρριξε επάνω τoυ ένα κoμμάτι μυλόπετρας από τo τείχoς, και πέθανε, στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε στo τείχoς; Tότε, πες: Πέθανε και o δoύλoς σoυ o Oυρίας, o Xετταίoς. Πήγε, λoιπόν, o μηνυτής, και καθώς ήρθε, ανήγγειλε στoν Δαβίδ όλα εκείνα, για τα oπoία τoν είχε στείλει o Iωάβ. Kαι είπε o μηνυτής στoν Δαβίδ, ότι υπερίσχυσαν εναντίoν μας oι άνδρες, και βγήκαν πρoς εμάς στην πεδιάδα, και τoυς καταδιώξαμε μέχρι την είσoδo της πύλης· αλλά, oι τoξότες τόξευσαν από τo τείχoς επάνω στoυς δoύλoυς σoυ· και μερικoί από τoυς δoύλoυς τoύ βασιλιά πέθαναν, και o δoύλoς σoυ o Oυρίας o Xετταίoς ακόμα πέθανε. Tότε o Δαβίδ είπε στoν μηνυτή: Έτσι θα πεις στoν Iωάβ: Mη σε ανησυχεί αυτό τo πράγμα· επειδή, η ρoμφαία κατατρώει πότε τoν έναν, και πότε τoν άλλoν· ενίσχυσε τη μάχη σoυ ενάντια στην πόλη, και κατάστρεψέ την· και εσύ ενθάρρυνέ τον.
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 11:1-25 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Τον επόμενο χρόνο, την εποχή που οι βασιλιάδες συνηθίζουν να κάνουν τις εκστρατείες τους, έστειλε ο Δαβίδ τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, και τους αξιωματούχους του, να πολεμήσουν τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ, ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ. Ένα βράδυ, ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και περπατούσε στο δώμα του ανακτόρου του. Από κει είδε μια πολύ ωραία γυναίκα που έπαιρνε το λουτρό της. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για τη γυναίκα. «Αυτή είναι η Βηρσαβεέ», του είπαν, «κόρη του Ελιάμ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου». Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της· έπειτα εκείνη γύρισε στο σπίτι της. Ήταν μόλις που είχε καθαριστεί από τα έμμηνά της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος κι έστειλε ειδοποίηση στο Δαβίδ: «Είμαι έγκυος», του είπε. Τότε εκείνος διέταξε τον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για τον Ιωάβ, για το στρατό και για τον πόλεμο. Έπειτα του είπε: «Πάρε μια μικρή άδεια και πήγαινε στο σπίτι σου». Και μάλιστα, μόλις ο Ουρίας βγήκε από το ανάκτορο, ο βασιλιάς τού έστειλε ένα δώρο. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά. Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε και του είπε: «Από μακρινό ταξίδι δεν έρχεσαι; Γιατί δεν πήγες στο σπίτι σου;» Ο Ουρίας του απάντησε: «Η κιβωτός και οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα μένουν σε σκηνές, ο κύριός μου ο Ιωάβ και οι αξιωματούχοι του κυρίου μου έχουν στρατοπεδεύσει στο ύπαιθρο κι εγώ θα πάω στο σπίτι μου; Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και στη ζωή σου, δε θα κάνω ποτέ τέτοιο πράγμα!» Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: «Μείνε εδώ και σήμερα· αύριο θα σε αφήσω να φύγεις». Έτσι ο Ουρίας έμεινε στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα και την επομένη. Ο βασιλιάς τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε· το βράδυ ο Ουρίας δεν πήγε σπίτι του, αλλά βγήκε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του με τη βασιλική φρουρά. Το πρωί έγραψε ο Δαβίδ ένα γράμμα στον Ιωάβ και το έστειλε με τον Ουρία. Στο γράμμα έγραφε: «Βάλε τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της σκληρότερης μάχης, κι έπειτα τραβηχτείτε από κοντά του για να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί». Ο Ιωάβ, παρατήρησε προσεκτικά την πολιορκημένη πόλη και τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ’ ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης πολέμησαν το στρατό του Ιωάβ κι έπεσαν μερικοί από τους άντρες κι από τους αξιωματούχους του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος. Ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ αναφορά, για τα γεγονότα της μάχης. Στον αγγελιοφόρο έδωσε αυτή την οδηγία: «Αφού τελειώσεις την εξιστόρηση όλων των γεγονότων της μάχης στο βασιλιά, αυτός μπορεί να οργιστεί και να σου πει: “γιατί πλησιάσατε στην πόλη να πολεμήσετε; Δεν ξέρατε ότι θα έριχναν βέλη από το τείχος; Ποιος σκότωσε τον Αβιμέλεχ, γιο του Ιερουβέσεθ; Μια γυναίκα δεν του έριξε πάνω του μια μυλόπετρα, ψηλά από το τείχος και σκοτώθηκε στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε το τείχος;” Εσύ τότε θα του πεις: “σκοτώθηκε και ο αξιωματικός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος”». Έφυγε λοιπόν ο αγγελιοφόρος και πήγε στο Δαβίδ και του ανέφερε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιωάβ να πει. Είπε, λοιπόν, στο Δαβίδ: «Οι άντρες της πόλης ήταν ισχυρότεροι από μας. Σε μια τους έξοδο μας επιτεθήκαν στους αγρούς· εμείς όμως τους απωθήσαμε ως την είσοδο της πόλης. Αλλά οι τοξότες τόξευαν τους αξιωματικούς σου από το τείχος και σκοτώθηκαν μερικοί απ’ αυτούς· ανάμεσά τους ήταν κι ο Ουρίας ο Χετταίος». Τότε ο Δαβίδ είπε στον αγγελιοφόρο: «Πήγαινε να πεις στον Ιωάβ: “μη σε στενοχωρεί το γεγονός αυτό. Το ξίφος χτυπάει άλλοτε τον ένα κι άλλοτε τον άλλο. Κάνε εντονότερες τις επιθέσεις σου ενάντια στην πόλη και γκρέμισέ την”. Κι εσύ φρόντισε να του δώσεις θάρρος».
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 11:1-25 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Τον επόμενο χρόνο, την εποχή που οι βασιλιάδες συνηθίζουν να κάνουν τις εκστρατείες τους, έστειλε ο Δαβίδ τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, και τους αξιωματούχους του, να πολεμήσουν τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ, ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ. Ένα βράδυ, ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και περπατούσε στο δώμα του ανακτόρου του. Από κει είδε μια πολύ ωραία γυναίκα που έπαιρνε το λουτρό της. Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για τη γυναίκα. «Αυτή είναι η Βηρσαβεέ», του είπαν, «κόρη του Ελιάμ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου». Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της· έπειτα εκείνη γύρισε στο σπίτι της. Ήταν μόλις που είχε καθαριστεί από τα έμμηνά της. Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος κι έστειλε ειδοποίηση στο Δαβίδ: «Είμαι έγκυος», του είπε. Τότε εκείνος διέταξε τον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για τον Ιωάβ, για το στρατό και για τον πόλεμο. Έπειτα του είπε: «Πάρε μια μικρή άδεια και πήγαινε στο σπίτι σου». Και μάλιστα, μόλις ο Ουρίας βγήκε από το ανάκτορο, ο βασιλιάς τού έστειλε ένα δώρο. Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά. Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε και του είπε: «Από μακρινό ταξίδι δεν έρχεσαι; Γιατί δεν πήγες στο σπίτι σου;» Ο Ουρίας του απάντησε: «Η κιβωτός και οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα μένουν σε σκηνές, ο κύριός μου ο Ιωάβ και οι αξιωματούχοι του κυρίου μου έχουν στρατοπεδεύσει στο ύπαιθρο κι εγώ θα πάω στο σπίτι μου; Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και στη ζωή σου, δε θα κάνω ποτέ τέτοιο πράγμα!» Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: «Μείνε εδώ και σήμερα· αύριο θα σε αφήσω να φύγεις». Έτσι ο Ουρίας έμεινε στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα και την επομένη. Ο βασιλιάς τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε· το βράδυ ο Ουρίας δεν πήγε σπίτι του, αλλά βγήκε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του με τη βασιλική φρουρά. Το πρωί έγραψε ο Δαβίδ ένα γράμμα στον Ιωάβ και το έστειλε με τον Ουρία. Στο γράμμα έγραφε: «Βάλε τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της σκληρότερης μάχης, κι έπειτα τραβηχτείτε από κοντά του για να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί». Ο Ιωάβ, παρατήρησε προσεκτικά την πολιορκημένη πόλη και τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ’ ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης πολέμησαν το στρατό του Ιωάβ κι έπεσαν μερικοί από τους άντρες κι από τους αξιωματούχους του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος. Ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ αναφορά, για τα γεγονότα της μάχης. Στον αγγελιοφόρο έδωσε αυτή την οδηγία: «Αφού τελειώσεις την εξιστόρηση όλων των γεγονότων της μάχης στο βασιλιά, αυτός μπορεί να οργιστεί και να σου πει: “γιατί πλησιάσατε στην πόλη να πολεμήσετε; Δεν ξέρατε ότι θα έριχναν βέλη από το τείχος; Ποιος σκότωσε τον Αβιμέλεχ, γιο του Ιερουβέσεθ; Μια γυναίκα δεν του έριξε πάνω του μια μυλόπετρα, ψηλά από το τείχος και σκοτώθηκε στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε το τείχος;” Εσύ τότε θα του πεις: “σκοτώθηκε και ο αξιωματικός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος”». Έφυγε λοιπόν ο αγγελιοφόρος και πήγε στο Δαβίδ και του ανέφερε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιωάβ να πει. Είπε, λοιπόν, στο Δαβίδ: «Οι άντρες της πόλης ήταν ισχυρότεροι από μας. Σε μια τους έξοδο μας επιτεθήκαν στους αγρούς· εμείς όμως τους απωθήσαμε ως την είσοδο της πόλης. Αλλά οι τοξότες τόξευαν τους αξιωματικούς σου από το τείχος και σκοτώθηκαν μερικοί απ’ αυτούς· ανάμεσά τους ήταν κι ο Ουρίας ο Χετταίος». Τότε ο Δαβίδ είπε στον αγγελιοφόρο: «Πήγαινε να πεις στον Ιωάβ: “μη σε στενοχωρεί το γεγονός αυτό. Το ξίφος χτυπάει άλλοτε τον ένα κι άλλοτε τον άλλο. Κάνε εντονότερες τις επιθέσεις σου ενάντια στην πόλη και γκρέμισέ την”. Κι εσύ φρόντισε να του δώσεις θάρρος».