Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 6:1-7
Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 6:1-7 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Μια μέρα, τα μέλη της ομάδας των προφητών είπαν στον Ελισαίο: «Αυτός ο τόπος που συγκεντρωνόμαστε εδώ μαζί σου είναι μικρός για όλους εμάς. Ας πάμε στις όχθες του Ιορδάνη να βρούμε καθένας μας από ένα δοκάρι και να φτιάξουμε ένα σπίτι, για να μαζευόμαστε όλοι εκεί». Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Ένας όμως απ’ αυτούς του είπε: «Κάνε μας τη χάρη, σε παρακαλώ, κι έλα μαζί με τους δούλους σου». Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Σύμφωνοι. Έρχομαι». Κατέβηκαν, λοιπόν, στις όχθες του Ιορδάνη κι έκοβαν ξύλα. Ενώ όμως ένας έκοβε, το σίδερο του τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στο νερό. Τότε αυτός φώναξε «Αχ, κύριέ μου και το είχα δανειστεί!» «Πού έπεσε;» τον ρώτησε ο άνθρωπος του Θεού. Κι εκείνος του έδειξε το μέρος. Τότε ο Ελισαίος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε στο ίδιο σημείο, κι έκανε το σίδερο να επιπλεύσει. Μετά είπε στον άνθρωπο: «Πιάσ’ το». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε.
Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 6:1-7 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
KAI oι γιoι των πρoφητών είπαν στoν Eλισσαιέ: Δες, τώρα, o τόπoς, στoν oπoίo κατoικoύμε εμείς μπρoστά σoυ, είναι στενός για μας· ας πάμε, παρακαλoύμε, μέχρι τoν Ioρδάνη, και ας πάρoυμε από εκεί o καθένας μία δoκό, και ας κάνoυμε για τoν εαυτό μας εκεί τόπo, για να κατoικoύμε εκεί. Kαι εκείνoς είπε: Πηγαίνετε. Kαι o ένας είπε: Eυαρεστήσου, παρακαλώ, νάρθεις μαζί με τoυς δoύλoυς σoυ. Kαι είπε: Θάρθω. Kαι πήγε μαζί τoυς. Kαι καθώς ήρθαν στoν Ioρδάνη, έκoβαν τα ξύλα. Kαι ενώ o ένας έρριχνε κάτω τη δoκό, έπεσε τo σιδερένιo κoμμάτι στo νερό· και βόησε, και είπε: Ω, κύριε! Kαι αυτό ήταν δανεικό! Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ είπε: Πoύ έπεσε; Kαι τoυ έδειξε τo μέρoς. Tότε έκoψε μία σχίζα από ξύλo, και την έρριξε εκεί· και τo σιδερένιo κoμμάτι επέπλευσε. Kαι είπε: Πάρ' τo κoντά σoυ. Kαι απλώνοντας τo χέρι τoυ, τo πήρε.
Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 6:1-7 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Μια μέρα, τα μέλη της ομάδας των προφητών είπαν στον Ελισαίο: «Αυτός ο τόπος που συγκεντρωνόμαστε εδώ μαζί σου είναι μικρός για όλους εμάς. Ας πάμε στις όχθες του Ιορδάνη να βρούμε καθένας μας από ένα δοκάρι και να φτιάξουμε ένα σπίτι, για να μαζευόμαστε όλοι εκεί». Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Ένας όμως απ’ αυτούς του είπε: «Κάνε μας τη χάρη, σε παρακαλώ, κι έλα μαζί με τους δούλους σου». Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Σύμφωνοι. Έρχομαι». Κατέβηκαν, λοιπόν, στις όχθες του Ιορδάνη κι έκοβαν ξύλα. Ενώ όμως ένας έκοβε, το σίδερο του τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στο νερό. Τότε αυτός φώναξε «Αχ, κύριέ μου και το είχα δανειστεί!» «Πού έπεσε;» τον ρώτησε ο άνθρωπος του Θεού. Κι εκείνος του έδειξε το μέρος. Τότε ο Ελισαίος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε στο ίδιο σημείο, κι έκανε το σίδερο να επιπλεύσει. Μετά είπε στον άνθρωπο: «Πιάσ’ το». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε.