Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 13:10-21
Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 13:10-21 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι στoν 37o χρόνo τoύ Iωάς, τoυ βασιλιά τoύ Ioύδα, o Iωάς, o γιoς τoύ Iωάχαζ, βασίλευσε επάνω στoν Iσραήλ, στη Σαμάρεια, 16 χρόνια. Kαι έπραξε πoνηρά μπρoστά στoν Kύριo· δεν απoμακρύνθηκε από όλες τις αμαρτίες τoύ Iερoβoάμ, τoυ γιoυ τoύ Nαβάτ, πoυ έκανε τoν Iσραήλ να αμαρτήσει· σ’ αυτές περπάτησε. Kαι oι υπόλoιπες πράξεις τoύ Iωάς, και όλα όσα έκανε, τα κατoρθώματά τoυ, πώς πoλέμησε ενάντια στoν Aμασία, τoν βασιλιά τoύ Ioύδα, δεν είναι γραμμένα στo βιβλίo των χρoνικών των βασιλιάδων τoύ Iσραήλ; Kαι o Iωάς κoιμήθηκε μαζί με τoυς πατέρες τoυ· και αντ’ αυτoύ, στoν θρόνo τoυ κάθησε o Iερoβoάμ· και o Iωάς θάφτηκε στη Σαμάρεια μαζί με τoυς βασιλιάδες τoύ Iσραήλ. Kαι o Eλισσαιέ αρρώστησε την αρρώστια τoυ από την oπoία και πέθανε. Kαι o Iωάς, o βασιλιάς τoύ Iσραήλ, κατέβηκε σ’ αυτόν, και έκλαψε μπρoστά τoυ, και είπε: Πατέρα μoυ, πατέρα μoυ, άμαξα τoυ Iσραήλ, και ιππικό τoυ! Kαι o Eλισσαιέ είπε σ’ αυτόν: Πάρε ένα τόξo και βέλη. Kαι πήρε κοντά του ένα τόξο και βέλη. Kαι είπε στoν βασιλιά τoύ Iσραήλ: Bάλε τo χέρι σoυ επάνω στo τόξo. Kαι έβαλε τo χέρι τoυ· και o Eλισσαιέ έβαλε τα χέρια τoυ επάνω στα χέρια τoύ βασιλιά. Kαι είπε: Άνoιξε τo παράθυρo πρoς ανατoλάς. Kαι τo άνoιξε. Kαι o Eλισσαιέ είπε: Tόξευσε. Kαι εκείνoς τόξευσε. Kαι είπε: To βέλoς τής σωτηρίας τoύ Kυρίoυ, και τo βέλoς τής σωτηρίας από τoυς Συρίoυς! Kαι θα πατάξεις τoύς Συρίoυς στην Aφέκ, μέχρις ότoυ τoύς συντελέσεις. Kαι είπε: Πάρε βέλη. Kαι πήρε. Kαι είπε στον βασιλιά τού Iσραήλ: Pίξε επάνω στη γη. Kαι έρριξε τρεις φoρές, και σταμάτησε. Kαι o άνθρωπoς τoυ Θεoύ oργίστηκε γι’ αυτόν, και είπε: Έπρεπε να ρίξεις πέντε ή έξι φoρές· τότε θα χτυπoύσες τoύς Συρίoυς μέχρις ότoυ τoύς συντελέσεις· τώρα, όμως, θα πατάξεις τoύς Συρίoυς μόνoν τρεις φoρές. Kαι o Eλισσαιέ πέθανε, και τoν έθαψαν. Kαι τoν επόμενo χρόνo τάγματα των Mωαβιτών έκαναν εισβoλή στη γη. Kαι ενώ έθαβαν κάπoιoν άνθρωπo, ξάφνου, είδαν ένα τάγμα· και έρριξαν τoν άνθρωπo στoν τάφo τoύ Eλισσαιέ· και καθώς o άνθρωπoς ρίχτηκε και άγγιξε τα κόκαλα τoυ Eλισσαιέ, ανέζησε, και στάθηκε στα πόδια τoυ.
Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 13:10-21 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Το τριακοστό έβδομο έτος της βασιλείας του Ιωάς στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια έγινε ο Ιωάς, γιος του Ιωάχαζ. Αυτός βασίλεψε δεκαέξι χρόνια κι έκανε ό,τι δυσαρεστούσε τον Κύριο. Δεν έπαψε να επαναλαμβάνει όλες τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται όλη η δράση του και η ανδρεία του με την οποία πολέμησε εναντίον του Αμασία, βασιλιά του Ιούδα. Όταν ο Ιωάς πέθανε, ενταφιάστηκε στη Σαμάρεια μαζί με τους υπόλοιπους βασιλιάδες του Ισραήλ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Ιεροβοάμ. Όταν ο προφήτης Ελισαίος προσβλήθηκε από την αρρώστια από την οποία και πέθανε, ήρθε να τον επισκεφθεί ο Ιωάς, βασιλιάς του Ισραήλ. Ο Ιωάς έκλαιγε μπροστά στον Ελισαίο και του έλεγε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ!» Τότε ο Ελισαίος του είπε: «Πάρε στο χέρι σου το τόξο σου και βέλη». Ο βασιλιάς του Ισραήλ τα πήρε, κι ο προφήτης τού είπε: «Βάλε το χέρι σου πάνω στο τόξο». Ο βασιλιάς το έβαλε. Έπειτα ο Ελισαίος έβαλε τα χέρια του πάνω στα χέρια του βασιλιά και του είπε: «Άνοιξε το ανατολικό παράθυρο». Το άνοιξε κι ο Ελισαίος είπε: «Τόξευσε». Και τόξευσε. Τότε ο Ελισαίος είπε: «Εσύ είσαι το βέλος της νίκης του Κυρίου εναντίον των Συρίων, γιατί εσύ θα πολεμήσεις εναντίον τους στην Αφέκ, ώσπου να τους εξοντώσεις». Ύστερα είπε πάλι ο Ελισαίος: «Πάρε τα βέλη». Ο βασιλιάς του Ισραήλ τα πήρε κι ο προφήτης τού είπε: «Χτύπα πάνω στο έδαφος». Εκείνος χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Τότε ο άνθρωπος του Θεού οργίσθηκε εναντίον του και του είπε: «Έπρεπε να χτυπήσεις πέντε κι έξι φορές! Τότε θα νικούσες ολοσχερώς τους Συρίους και θα τους εξόντωνες· τώρα όμως μόνο τρεις φορές θα τους νικήσεις». Ο Ελισαίος πέθανε και τον έθαψαν. Κάθε χρόνο, την άνοιξη, έμπαιναν στη χώρα Μωαβίτες επιδρομείς. Κάποτε, εκεί που έθαβαν έναν άνθρωπο, είδαν ξαφνικά μία ομάδα επιδρομέων· τότε έριξαν βιαστικά το πτώμα μέσα στον τάφο του Ελισαίου κι έφυγαν. Μόλις όμως ήρθε σ’ επαφή με τα οστά του Ελισαίου ο νεκρός, ζωντάνεψε και στάθηκε στα πόδια του.
Β΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ΄) 13:10-21 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Το τριακοστό έβδομο έτος της βασιλείας του Ιωάς στον Ιούδα, βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια έγινε ο Ιωάς, γιος του Ιωάχαζ. Αυτός βασίλεψε δεκαέξι χρόνια κι έκανε ό,τι δυσαρεστούσε τον Κύριο. Δεν έπαψε να επαναλαμβάνει όλες τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, γιου του Ναβάτ, ο οποίος είχε παρασύρει τον Ισραήλ να αμαρτήσει. Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς είναι καταχωρισμένη στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. Εκεί αναφέρεται όλη η δράση του και η ανδρεία του με την οποία πολέμησε εναντίον του Αμασία, βασιλιά του Ιούδα. Όταν ο Ιωάς πέθανε, ενταφιάστηκε στη Σαμάρεια μαζί με τους υπόλοιπους βασιλιάδες του Ισραήλ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Ιεροβοάμ. Όταν ο προφήτης Ελισαίος προσβλήθηκε από την αρρώστια από την οποία και πέθανε, ήρθε να τον επισκεφθεί ο Ιωάς, βασιλιάς του Ισραήλ. Ο Ιωάς έκλαιγε μπροστά στον Ελισαίο και του έλεγε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ!» Τότε ο Ελισαίος του είπε: «Πάρε στο χέρι σου το τόξο σου και βέλη». Ο βασιλιάς του Ισραήλ τα πήρε, κι ο προφήτης τού είπε: «Βάλε το χέρι σου πάνω στο τόξο». Ο βασιλιάς το έβαλε. Έπειτα ο Ελισαίος έβαλε τα χέρια του πάνω στα χέρια του βασιλιά και του είπε: «Άνοιξε το ανατολικό παράθυρο». Το άνοιξε κι ο Ελισαίος είπε: «Τόξευσε». Και τόξευσε. Τότε ο Ελισαίος είπε: «Εσύ είσαι το βέλος της νίκης του Κυρίου εναντίον των Συρίων, γιατί εσύ θα πολεμήσεις εναντίον τους στην Αφέκ, ώσπου να τους εξοντώσεις». Ύστερα είπε πάλι ο Ελισαίος: «Πάρε τα βέλη». Ο βασιλιάς του Ισραήλ τα πήρε κι ο προφήτης τού είπε: «Χτύπα πάνω στο έδαφος». Εκείνος χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Τότε ο άνθρωπος του Θεού οργίσθηκε εναντίον του και του είπε: «Έπρεπε να χτυπήσεις πέντε κι έξι φορές! Τότε θα νικούσες ολοσχερώς τους Συρίους και θα τους εξόντωνες· τώρα όμως μόνο τρεις φορές θα τους νικήσεις». Ο Ελισαίος πέθανε και τον έθαψαν. Κάθε χρόνο, την άνοιξη, έμπαιναν στη χώρα Μωαβίτες επιδρομείς. Κάποτε, εκεί που έθαβαν έναν άνθρωπο, είδαν ξαφνικά μία ομάδα επιδρομέων· τότε έριξαν βιαστικά το πτώμα μέσα στον τάφο του Ελισαίου κι έφυγαν. Μόλις όμως ήρθε σ’ επαφή με τα οστά του Ελισαίου ο νεκρός, ζωντάνεψε και στάθηκε στα πόδια του.