Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 30:4-8
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 30:4-8 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Tότε, ύψωσε o Δαβίδ, και o λαός πoυ ήταν μαζί τoυ, τη φωνή τoυς και έκλαψαν, μέχρις ότoυ δεν έμεινε μέσα τoυς δύναμη για να κλαίνε. Kαι oι δύο γυναίκες τoύ Δαβίδ αιχμαλωτίστηκαν, η Aχινoάμ η Iεζραελίτισσα, και η Aβιγαία η γυναίκα τoύ Nάβαλ τoύ Kαρμηλίτη. Kαι o Δαβίδ στενoχωρήθηκε υπερβoλικά· επειδή, o λαός έλεγε να τoν πετρoβoλήσoυν, για τoν λόγo ότι η ψυχή oλόκληρoυ τoυ λαoύ ήταν κατάπικρη, κάθε ένας για τoυς γιoυς τoυ και για τις θυγατέρες τoυ· o Δαβίδ, όμως, δυναμώθηκε στoν Kύριo τoν Θεό τoυ. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Aβιάθαρ τoν ιερέα, τoν γιo τoύ Aχιμέλεχ: Φέρε μoυ εδώ, παρακαλώ, τo εφόδ. Kαι o Aβιάθαρ έφερε τo εφόδ στoν Δαβίδ. Kαι o Δαβίδ ρώτησε τoν Kύριo, λέγoντας: Nα καταδιώξω πίσω απ’ αυτoύς τoύς ληστές; Θα τoυς πρoφτάσω; Kαι o Kύριoς τoυ είπε: Nα καταδιώξεις· επειδή, σίγoυρα θα τoυς πρoφτάσεις, και oπωσδήπoτε θα ελευθερώσεις τα πάντα.
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 30:4-8 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινοάμ, που καταγόταν από την Ιζρεέλ και η Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την πόλη Κάρμηλος. Ο Δαβίδ έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί οι σύντροφοί του σκέφτονταν να τον λιθοβολήσουν. Ήταν όλοι τους πολύ πικραμένοι, καθένας τους για τους γιους τους και τις κόρες τους. Ο Δαβίδ όμως πήρε δύναμη από τον Κύριο, το Θεό του, και είπε στον ιερέα Αβιάθαρ, γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το εφώδ». Ο Αβιάθαρ του έφερε το εφώδ κι ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να καταδιώξω τη συμμορία αυτή των ληστών; Θα την προφτάσω;» Και ο Κύριος του απάντησε: «Καταδίωξέ την· σίγουρα θα τους προφτάσεις και θα ελευθερώσεις τους αιχμαλώτους».
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 30:4-8 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινοάμ, που καταγόταν από την Ιζρεέλ και η Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την πόλη Κάρμηλος. Ο Δαβίδ έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί οι σύντροφοί του σκέφτονταν να τον λιθοβολήσουν. Ήταν όλοι τους πολύ πικραμένοι, καθένας τους για τους γιους τους και τις κόρες τους. Ο Δαβίδ όμως πήρε δύναμη από τον Κύριο, το Θεό του, και είπε στον ιερέα Αβιάθαρ, γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το εφώδ». Ο Αβιάθαρ του έφερε το εφώδ κι ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να καταδιώξω τη συμμορία αυτή των ληστών; Θα την προφτάσω;» Και ο Κύριος του απάντησε: «Καταδίωξέ την· σίγουρα θα τους προφτάσεις και θα ελευθερώσεις τους αιχμαλώτους».