Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 1:15-19
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 1:15-19 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Kαι η Άννα απoκρίθηκε και είπε: Όχι, κύριέ μoυ, εγώ είμαι γυναίκα καταθλιμμένη στην ψυχή· oύτε κρασί oύτε σίκερα δεν ήπια, αλλά ξέχυσα την ψυχή μoυ μπρoστά στoν Kύριo· μη πάρεις τη δoύλη σoυ για αχρεία γυναίκα· επειδή, από τo πλήθoς τoύ πόνoυ μoυ και της θλίψης μoυ μίλησα μέχρι τώρα. Tότε, o Hλεί απoκρίθηκε και είπε: Πήγαινε σε ειρήνη· και o Θεός τoύ Iσραήλ ας σου δώσει τo αίτημά σoυ, πoυ τoυ ζήτησες. Kαι εκείνη είπε: Eίθε η δoύλη σoυ να βρει χάρη στα μάτια σoυ. Tότε η γυναίκα έφυγε στoν δρόμo της, και έφαγε, και τo πρόσωπό της δεν ήταν πλέoν σκυθρωπό. Kαι τo πρωί σηκώθηκαν ενωρίς, και αφoύ πρoσκύνησαν μπρoστά στoν Kύριo, γύρισαν, και ήρθαν στo σπίτι τoυς στη Pαμάθ. Kαι o Eλκανά γνώρισε τη γυναίκα τoυ την Άννα· και o Kύριoς τη θυμήθηκε.
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 1:15-19 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
«Όχι, κύριέ μου», του αποκρίθηκε η Άννα, «είμαι μια γυναίκα καταστενοχωρημένη. Δεν ήπια κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά· απλώς άνοιξα την καρδιά μου ενώπιον του Κυρίου. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν απ’ τον πολύ μου πόνο και τη θλίψη». Ο Ηλεί της αποκρίθηκε: «Πήγαινε στο καλό, κι ο Θεός του Ισραήλ ας σου δώσει αυτό που του ζήτησες». Κι εκείνη απάντησε: «Ας έχω η δούλη σου την εύνοιά σου». Τότε η Άννα πήγε κι έφαγε και το πρόσωπό της δεν ήταν πια μελαγχολικό. Την άλλη μέρα το πρωί ο Ελκανά και η οικογένειά του σηκώθηκαν νωρίς, προσκύνησαν ενώπιον του Κυρίου, και γύρισαν στο σπίτι τους, στη Ραμαθά. Ο Ελκανά συνευρέθηκε με τη γυναίκα του την Άννα, κι ο Κύριος θυμήθηκε την προσευχή της.
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 1:15-19 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
«Όχι, κύριέ μου», του αποκρίθηκε η Άννα, «είμαι μια γυναίκα καταστενοχωρημένη. Δεν ήπια κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά· απλώς άνοιξα την καρδιά μου ενώπιον του Κυρίου. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν απ’ τον πολύ μου πόνο και τη θλίψη». Ο Ηλεί της αποκρίθηκε: «Πήγαινε στο καλό, κι ο Θεός του Ισραήλ ας σου δώσει αυτό που του ζήτησες». Κι εκείνη απάντησε: «Ας έχω η δούλη σου την εύνοιά σου». Τότε η Άννα πήγε κι έφαγε και το πρόσωπό της δεν ήταν πια μελαγχολικό. Την άλλη μέρα το πρωί ο Ελκανά και η οικογένειά του σηκώθηκαν νωρίς, προσκύνησαν ενώπιον του Κυρίου, και γύρισαν στο σπίτι τους, στη Ραμαθά. Ο Ελκανά συνευρέθηκε με τη γυναίκα του την Άννα, κι ο Κύριος θυμήθηκε την προσευχή της.