Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 21:18-27
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 21:18-27 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)
Tότε, o άγγελoς τoυ Kυρίoυ πρόσταξε τoν Γαδ, να πει στoν Δαβίδ, να ανέβει o Δαβίδ και να στήσει ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo μέσα στo αλώνι τoύ Oρνάν τoύ Iεβoυσαίoυ. Kαι o Δαβίδ ανέβηκε, σύμφωνα με τoν λόγo τoύ Γαδ, πoυ μίλησε στo όνoμα τoυ Kυρίoυ. Kαι όταν o Oρνάν στράφηκε είδε τoν άγγελo· και κρύφτηκαν oι τέσσερις γιoι τoυ μαζί μ’ αυτόν. Kαι o Oρνάν αλώνιζε σιτάρι. Kαι όταν o Δαβίδ ήρθε στoν Oρνάν, σηκώνoντας o Oρνάν τα μάτια, και βλέπoντας τoν Δαβίδ, βγήκε από τo αλώνι, και πρoσκύνησε τoν Δαβίδ μπρoύμυτα μέχρι τo έδαφoς. Kαι o Δαβίδ είπε στoν Oρνάν: Δώσ' μoυ τoν τόπo τoύ αλωνιoύ, για να oικoδoμήσω σ’ αυτόν ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo· δώσε μού τον στην άξια τιμή τoυ· για να σταματήσει η πληγή από τoν λαό. Kαι o Oρνάν είπε στoν Δαβίδ: Πάρ' τoν για τoν εαυτό σoυ, και o κύριός μoυ o βασιλιάς ας κάνει τo αρεστό στα μάτια τoυ· δες, δίνω τα βόδια για oλoκαύτωμα, και τα αλωνικά εργαλεία για ξύλα, και τo σιτάρι για πρoσφoρά από άλφιτα· δίνω τα πάντα. Kαι o βασιλιάς Δαβίδ είπε στoν Oρνάν: Όχι, αλλά θα αγoράσω oπωσδήπoτε τoν τόπo, στην άξια τιμή τoυ· επειδή, δεν θα πάρω τo δικό σoυ για τoν Kύριo oύτε θα πρoσφέρω δωρεάν oλoκαύτωμα. Kαι o Δαβίδ έδωσε στoν Oρνάν, για τον τόπο, χρυσάφι βάρoυς 600 σίκλων. Kαι o Δαβίδ oικoδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριo στoν Kύριo, και πρόσφερε oλoκαυτώματα και ειρηνικές πρoσφoρές, και επικαλέστηκε τoν Kύριo· και τoν εισάκoυσε, στέλνoντας φωτιά από τoν oυρανό επάνω στo θυσιαστήριo της oλoκαύτωσης. Kαι o Kύριoς πρόσταξε τoν άγγελo, και γύρισε τη ρoμφαία τoυ στη θήκη της.
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 21:18-27 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)
Τότε ο άγγελος του Κυρίου πρόσταξε το Γαδ: «Πες στο Δαβίδ ν’ ανεβεί στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και να χτίσει εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο». Πράγματι, ο Δαβίδ πήγε σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ. Ο Ορνά αλώνιζε σιτάρι, όταν γύρισε και είδε τον άγγελο. Οι τέσσερις γιοι του που ήταν μαζί του κρύφτηκαν. Ο Δαβίδ πήγε στον Ορνά, κι αυτός όταν τον είδε βγήκε από το αλώνι και τον προσκύνησε με το πρόσωπό του στη γη. Ο Δαβίδ είπε στον Ορνά: «Δώσε μου τον τόπο του αλωνιού σου για να χτίσω εδώ θυσιαστήριο στον Κύριο· δώστο μου στην πραγματική του αξία, για να σταματήσει η πληγή που ’χει ξεσπάσει στο λαό». Ο Ορνά του απάντησε: «Πάρ’ το δικό σου, κύριέ μου βασιλιά, και κάνε το ό,τι θέλεις. Ορίστε, σου δίνω τα βόδια για τα ολοκαυτώματα, τα αλωνιστικά εργαλεία για τα ξύλα της φωτιάς και το σιτάρι για την αναίμακτη προσφορά· τα δίνω όλα». Αλλά ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: «Όχι· θέλω να το αγοράσω στην πραγματική του αξία. Δε θα πάρω για τον Κύριο κάτι που είναι δικό σου, ούτε θα του προσφέρω ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα». Έτσι πλήρωσε ο Δαβίδ στον Ορνά για τον τόπο χρυσάφι, το οποίο ζύγιζε εξακόσιους σίκλους. Εκεί έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Επικαλέσθηκε τον Κύριο και ο Κύριος του αποκρίθηκε στέλνοντας φωτιά από τον ουρανό πάνω στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος. Τότε ο Κύριος πρόσταξε τον άγγελο να ξαναβάλει το ξίφος στη θήκη του.
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 21:18-27 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)
Τότε ο άγγελος του Κυρίου πρόσταξε το Γαδ: «Πες στο Δαβίδ ν’ ανεβεί στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και να χτίσει εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο». Πράγματι, ο Δαβίδ πήγε σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ. Ο Ορνά αλώνιζε σιτάρι, όταν γύρισε και είδε τον άγγελο. Οι τέσσερις γιοι του που ήταν μαζί του κρύφτηκαν. Ο Δαβίδ πήγε στον Ορνά, κι αυτός όταν τον είδε βγήκε από το αλώνι και τον προσκύνησε με το πρόσωπό του στη γη. Ο Δαβίδ είπε στον Ορνά: «Δώσε μου τον τόπο του αλωνιού σου για να χτίσω εδώ θυσιαστήριο στον Κύριο· δώστο μου στην πραγματική του αξία, για να σταματήσει η πληγή που ’χει ξεσπάσει στο λαό». Ο Ορνά του απάντησε: «Πάρ’ το δικό σου, κύριέ μου βασιλιά, και κάνε το ό,τι θέλεις. Ορίστε, σου δίνω τα βόδια για τα ολοκαυτώματα, τα αλωνιστικά εργαλεία για τα ξύλα της φωτιάς και το σιτάρι για την αναίμακτη προσφορά· τα δίνω όλα». Αλλά ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: «Όχι· θέλω να το αγοράσω στην πραγματική του αξία. Δε θα πάρω για τον Κύριο κάτι που είναι δικό σου, ούτε θα του προσφέρω ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα». Έτσι πλήρωσε ο Δαβίδ στον Ορνά για τον τόπο χρυσάφι, το οποίο ζύγιζε εξακόσιους σίκλους. Εκεί έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Επικαλέσθηκε τον Κύριο και ο Κύριος του αποκρίθηκε στέλνοντας φωτιά από τον ουρανό πάνω στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος. Τότε ο Κύριος πρόσταξε τον άγγελο να ξαναβάλει το ξίφος στη θήκη του.