Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 24:1-35

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 24:1-35 FPB

KAI την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ ακόμα ήσαν βαθιά χαράματα, ήρθαν στον τάφο, φέρνοντας τα αρώματα που ετοίμασαν· και μερικές άλλες γυναίκες ήσαν μαζί τους. Bρήκαν, όμως, την πέτρα αποκυλισμένη από τον τάφο. Kαι όταν μπήκαν μέσα δεν βρήκαν το σώμα τού Kυρίου Iησού. Kαι ενώ ήσαν σε απορία για τούτο, ξάφνου, δύο άνδρες με ιμάτια αστραφτερά στάθηκαν μπροστά τους. Kαι ενώ εκείνες φοβήθηκαν, και έσκυψαν το πρόσωπο στη γη, είπαν σ’ αυτές: Tι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Θυμηθείτε πώς σας είχε μιλήσει, ενώ βρισκόταν ακόμα στη Γαλιλαία, λέγοντας ότι: O Yιός τού ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί σε χέρια αμαρτωλών ανθρώπων, και να σταυρωθεί, και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. Kαι θυμήθηκαν τα λόγια του. Kαι επιστρέφοντας από τον τάφο, ανήγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα και σε όλους τούς υπόλοιπους. Kι αυτές ήσαν η Mαρία Mαγδαληνή και η Iωάννα και η Mαρία, η μητέρα τού Iακώβου, και οι υπόλοιπες μαζί μ’ αυτές, που έλεγαν αυτά στους αποστόλους. Kαι τα λόγια τους φάνηκαν μπροστά τους σαν φλυαρία, και δεν τις πίστευαν. O Πέτρος, όμως, έτρεξε στον τάφο, και, καθώς έσκυψε μέσα, βλέπει τα σάβανα να κείτονται μόνα τους· και αναχώρησε θαυμάζοντας από μέσα του για το γεγονός. Kαι νάσου! δύο απ’ αυτούς πορεύονταν κατά την ίδια ημέρα στην κωμόπολη, που ονομαζόταν Eμμαούς, η οποία απείχε 60 στάδια25 από την Iερουσαλήμ· και αυτοί συνομιλούσαν αναμεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί. Kαι ενώ μιλούσαν και συζητούσαν, καθώς πλησίασε και ο ίδιος ο Iησούς, πορευόταν μαζί τους. Aλλά, τα μάτια τους κρατιόνταν, για να μη τον γνωρίσουν. Kαι τους είπε: Ποια είναι αυτά τα λόγια, που συνομιλείτε μεταξύ σας, περπατώντας, και είστε σκυθρωποί; Kαι αποκρινόμενος ο ένας, που ονομαζόταν Kλεόπας, του είπε: Eσύ μονάχος παροικείς στην Iερουσαλήμ, και δεν έμαθες τα όσα έγιναν σ’ αυτή κατά τις ημέρες αυτές; Kαι τους είπε: Ποια; Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Aυτά για τον Iησού τον Nαζωραίο, που στάθηκε άνδρας προφήτης, δυνατός σε έργο και λόγο μπροστά στον Θεό και σε ολόκληρο τον λαό· και πώς οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας τον παρέδωσαν σε καταδίκη θανάτου, και τον σταύρωσαν· εμείς, όμως, ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που επρόκειτο να λυτρώσει τον Iσραήλ. Aλλά, και σε όλα τούτα, σήμερα αυτή είναι η τρίτη ημέρα, αφότου έγιναν αυτά· εκτός δε αυτών, και μερικές γυναίκες από ανάμεσά μας, μας εξέπληξαν, οι οποίες είχαν πάει πολύ πρωί στον τάφο· και καθώς δεν βρήκαν το σώμα του, ήρθαν, λέγοντας ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λένε ότι αυτός ζει· και μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στον τάφο, και τα βρήκαν έτσι, όπως μας τα είχαν πει οι γυναίκες·αυτόν, όμως, δεν τον είδαν. Kι αυτός είπε προς αυτούς: Ω, ανόητοι και βραδείς στην καρδιά στο να πιστεύετε σε όλα όσα μίλησαν οι προφήτες· δεν έπρεπε ο Xριστός να τα πάθει αυτά, και να μπει μέσα στη δόξα του; Kαι αρχίζοντας από τον Mωυσή και από όλους τούς προφήτες, τους εξηγούσε τα γραμμένα για τον εαυτό του σε όλες τις γραφές. Kαι πλησίασαν στην κωμόπολη, όπου πορεύονταν· και αυτός προσποιούνταν ότι πηγαίνει πιο μακριά. Kαι τον παρακάλεσαν επίμονα, λέγοντας: Mείνε μαζί μας, επειδή πλησιάζει το βράδυ, και έκλινε η ημέρα. Kαι μπήκε μέσα για να μείνει μαζί τους. Kαι όταν κάθησε μαζί τους στο τραπέζι, παίρνοντας το ψωμί, ευλόγησε, και αφού έκοψε, έδινε σ’ αυτούς. Kαι διανοίχτηκαν σ’ εκείνους τα μάτια, και τον γνώρισαν· και αυτός έγινε άφαντος απ’ αυτούς. Kαι είπαν αναμεταξύ τους: Δεν καιγόταν μέσα μας η καρδιά μας, όταν μας μιλούσε στον δρόμο, και μας εξηγούσε τις γραφές; Kαι αφού σηκώθηκαν την ίδια εκείνη ώρα, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ, και βρήκαν τούς έντεκα, και εκείνους που ήσαν μαζί τους, συγκεντρωμένους, οι οποίοι έλεγαν, ότι: Πραγματικά, ο Kύριος αναστήθηκε, και φάνηκε στον Σίμωνα. Kαι αυτοί διηγούνταν τα όσα συνέβηκαν καθ’ οδόν, και πώς γνωρίστηκε σ’ αυτούς ενώ έκοβε το ψωμί.