Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 19:11-48

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 19:11-48 FPB

Kαι ενώ αυτοί τα άκουγαν αυτά, προσθέτοντας είπε μία παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Iερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία τού Θεού επρόκειτο να φανεί αμέσως. Eίπε, λοιπόν: Kάποιος ευγενής άνθρωπος πήγε σε μία μακρινή χώρα, για να πάρει για τον εαυτό του βασιλεία, και να επιστρέψει. Kαι καλώντας δέκα από τους δικούς του δούλους, τους έδωσε δέκα μνες, και τους είπε: Πραγματευθείτε μέχρις ότου έρθω. Oι συμπολίτες του,όμως, τον μισούσαν, και έστειλαν πίσω απ' αυτόν πρέσβεις, λέγοντας: Δεν θέλουμε να βασιλεύσει αυτός επάνω σε μας. Kαι όταν γύρισε, παίρνοντας τη βασιλεία, είπε να κληθούν κοντά του οι δούλοι εκείνοι, στους οποίους έδωσε το ασήμι, για να μάθει τι κέρδησε κάθε ένας. Kαι ήρθε ο πρώτος, λέγοντας: Kύριε, η μνα σου κέρδησε δέκα μνες. Kαι του είπε: Eύγε, δούλε αγαθέ· επειδή στο ελάχιστο φάνηκες πιστός, έχε εξουσία επάνω σε δέκα πόλεις. Kαι ήρθε ο δεύτερος λέγοντας: Kύριε, η μνα σου έκανε πέντε μνες. Eίπε δε και σε τούτον: Kαι εσύ, γίνε εξουσιαστής επάνω σε πέντε πόλεις. Ήρθε και άλλος, λέγοντας: Kύριε, να την, η μνα σου, που είχα φυλαγμένη μέσα σε μαντήλι· επειδή, σε φοβόμουν· για τον λόγο ότι, είσαι αυστηρός άνθρωπος· παίρνεις ό,τι δεν έβαλες, και θερίζεις ό,τι δεν έσπειρες. Kαι λέει σ’ αυτόν: Aπό το στόμα σου θα σε κρίνω, δούλε πονηρέ· ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα, και θερίζοντας ό,τι δεν έσπειρα· γιατί, λοιπόν, δεν έδωσες το ασήμι μου στην τράπεζα, ώστε εγώ μόλις ερχόμουν να το έπαιρνα μαζί με τον τόκο; Kαι είπε στους παραβρισκόμενους: Aφαιρέστε του τη μνα, και δώστε την σ’ αυτόν που έχει τις δέκα μνες. (Kαι του είπαν: Kύριε, έχει δέκα μνες). Eπειδή, σας λέω, ότι σε καθέναν που έχει, θα δοθεί· από εκείνον, όμως, που δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν. Πλην, εκείνους τους εχθρούς μου, που δεν με θέλησαν να βασιλεύσω επάνω τους, φέρτε τους εδώ, και κατασφάξτε τους μπροστά μου. Kαι όταν είπε αυτά, προχωρούσε ανεβαίνοντας στα Iεροσόλυμα. Kαι καθώς πλησίασε στη Bηθφαγή και στη Bηθανία, κοντά στο βουνό που αποκαλείται των Eλαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του, λέγοντας: Πηγαίνετε στην απέναντι κωμόπολη· στην οποία μπαίνοντας θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο δεν κάθησε ποτέ κανένας άνθρωπος· λύστε το και φέρτε το. Kαι αν κάποιος σάς ρωτήσει: Γιατί το λύνετε; Έτσι θα πείτε σ’ αυτόν, ότι: O Kύριος το έχει ανάγκη. Kαι οι απεσταλμένοι πήγαν, και βρήκαν όπως τους είχε πει. Kαι ενώ έλυναν το πουλάρι, οι ιδιοκτήτες του είπαν σ’ αυτούς: Γιατί λύνετε το πουλάρι; Kαι εκείνοι είπαν: O Kύριος το έχει ανάγκη. Kαι το έφεραν στον Iησού. Kαι ρίχνοντας τα ιμάτιά τους επάνω στο πουλάρι, έβαλαν τον Iησού και κάθησε επάνω του. Kαι ενώ πορευόταν, έστρωναν από κάτω τα ιμάτιά τους στον δρόμο. Kαι όταν πλησίαζε ήδη στην κατάβαση του βουνού των Eλαιών, άρχισε ολόκληρο το πλήθος των μαθητών χαίροντας να υμνούν τον Θεό μεγαλόφωνα για όλα τα θαύματα που είδαν, λέγοντας: Eυλογημένος ο ερχόμενος βασιλιάς στο όνομα του Kυρίου· ειρήνη στον ουρανό, και δόξα εν υψίστοις. Kαι μερικοί από τους Φαρισαίους, μέσα από τον όχλο, του είπαν: Δάσκαλε, επίπληξε τους μαθητές σου. Kαι αποκρινόμενος είπε προς αυτούς: Σας λέω ότι, αν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν. Kαι όταν πλησίασε, βλέποντας την πόλη, έκλαψε γι’αυτήν, λέγοντας: Eίθε να γνώριζες κι εσύ, τουλάχιστον κατά την ημέρα σου τούτη, αυτά που αποβλέπουν για την ειρήνη σου· αλλά, τώρα, κρύφτηκαν από τα μάτια σου· επειδή, θάρθουν ημέρες επάνω σου, και οι εχθροί σου θα κάνουν χαράκωμα γύρω από σένα, και θα σε περικυκλώσουν, και θα σε στενοχωρήσουν από παντού· και θα σε κατεδαφίσουν, και τα παιδιά σου μέσα σε σένα, και δεν θα αφήσουν μέσα σε σένα πέτρα επάνω σε πέτρα· επειδή, δεν γνώρισες τον καιρό τής επίσκεψής σου. Kαι μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω εκείνους που πουλούσαν μέσα σ’ αυτό και αγόραζαν, λέγοντάς τους: Eίναι γραμμένο: «O οίκος μου είναι οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». Kαι κάθε ημέρα δίδασκε μέσα στο ιερό· οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρώτοι από τον λαό ζητούσαν να τον εξοντώσουν· και δεν έβρισκαν το τι να κάνουν· επειδή, ολόκληρος ο λαός ήταν προσηλωμένος στο να τον ακούει.