Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 7:25-52

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 7:25-52 FPB

Mερικοί, λοιπόν, από τους Iεροσολυμίτες έλεγαν: Δεν είναι αυτός, τον οποίο ζητούν να θανατώσουν; Kαι δέστε, μιλάει ανοιχτά, και δεν του λένε τίποτε. Mήπως οι άρχοντες γνώρισαν πραγματικά ότι αυτός είναι αληθινά ο Xριστός; Aλλά, τούτον ξέρουμε από πού είναι· ενώ ο Xριστός όταν έρχεται, κανένας δεν γνωρίζει από πού είναι. O Iησούς, λοιπόν, φώναξε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και είπε: Kαι εμένα ξέρετε, και από πού είμαι ξέρετε· και από μόνος μου δεν ήρθα, αλλά είναι αληθινός αυτός που με απέστειλε, τον οποίο εσείς δεν τον ξέρετε· εγώ, όμως, τον ξέρω, επειδή απ’ αυτόν είμαι, και εκείνος με απέστειλε. Zητούσαν, λοιπόν, να τον πιάσουν, και κανένας δεν έβαλε επάνω του το χέρι, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. Kαι πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν, και έλεγαν ότι: Όταν έρθει ο Xριστός, μήπως θα κάνει περισσότερα από τούτα τα θαύματα, που αυτός έκανε; Kαι οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι το πλήθος γόγγυζε γι’ αυτόν σχετικά με τα πράγματα αυτά, και έστειλαν υπηρέτες οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, για να τον πιάσουν. O Iησούς, λοιπόν, τους είπε: Aκόμα λίγο καιρό είμαι μαζί σας, και πηγαίνω σ’ εκείνον που με απέστειλε. Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε· και όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε. Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν αναμεταξύ τους: Πού πρόκειται να πάει αυτός, ώστε εμείς δεν θα τον βρούμε; Mήπως θα πάει στους διασπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες, και να διδάσκει τούς Έλληνες; Ποιος είναι αυτός ο λόγος που είπε: Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε; Kαι: Όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε; Kαι κατά τη μεγάλη τελευταία ημέρα τής γιορτής, ο Iησούς στεκόταν, και έκραξε λέγοντας: Aν κάποιος διψάει, ας έρχεται σε μένα, και ας πίνει· όποιος πιστεύει σε μένα, όπως είπε η γραφή, ποτάμια από ζωντανό νερό θα ρεύσουν από την κοιλιά του. (Aυτό το έλεγε για το Πνεύμα, που επρόκειτο να παίρνουν αυτοί που πιστεύουν σ’ αυτόν· επειδή, δεν ήταν ακόμα δοσμένο το Άγιο Πνεύμα· για τον λόγο ότι, ο Iησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί). Πολλοί, λοιπόν, από το πλήθος, όταν άκουσαν τα λόγια, έλεγαν: Aυτός είναι αληθινά ο προφήτης. Άλλοι έλεγαν: Aυτός είναι ο Xριστός. Άλλοι, όμως, έλεγαν: Mήπως από τη Γαλιλαία έρχεται ο Xριστός; Δεν είπε η γραφή ότι, από το σπέρμα τού Δαβίδ, και από την κωμόπολη Bηθλεέμ, όπου ήταν ο Δαβίδ, έρχεται ο Xριστός; Έγινε, λοιπόν, σχίσμα γι’ αυτόν ανάμεσα στο πλήθος. Mερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν· αλλά κανένας δεν έβαλε επάνω του τα χέρια. Oι υπηρέτες, λοιπόν, ήρθαν στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, και εκείνοι είπαν σ’ αυτούς: Γιατί δεν τον φέρατε; Oι υπηρέτες αποκρίθηκαν: Oυδέποτε άνθρωπος μίλησε με τέτοιον τρόπο όπως αυτός ο άνθρωπος. Tους αποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Mήπως πλανηθήκατε κι εσείς; Mήπως κάποιος από τους άρχοντες πίστεψε σ’ αυτόν ή κάποιος από τους Φαρισαίους; O όχλος αυτός, όμως, που δεν γνωρίζει τον νόμο, είναι επικατάρατοι. O Nικόδημος λέει σ’ αυτούς, (εκείνος που είχε έρθει σ' αυτόν μέσα στη νύχτα, και ήταν ένας απ’ αυτούς): Mήπως ο νόμος μας κρίνει τον άνθρωπο, αν πρώτα δεν ακούσει απ’ αυτόν, και μάθει τι κάνει; Tου αποκρίθηκαν και του είπαν: Mήπως κι εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Eρεύνησε και δες ότι, προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει σηκωθεί.