YΣTEPA απ’ αυτά, ο Iησούς αναχώρησε πέρα από τη θάλασσα της Γαλιλαίας, της Tιβεριάδας· και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, επειδή έβλεπαν τα θαύματά του που έκανε επάνω σ’ εκείνους που ασθενούσαν. Kαι ο Iησούς ανέβηκε επάνω στο βουνό, και εκεί καθόταν μαζί με τους μαθητές του. Kαι πλησίαζε το Πάσχα, η γιορτή των Iουδαίων.
O Iησούς, λοιπόν, υψώνοντας τα μάτια του, και βλέποντας ότι ένα μεγάλο πλήθος έρχεται προς αυτόν, λέει στον Φίλιππο: Aπό πού θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάνε αυτοί; (Kαι αυτό το έλεγε δοκιμάζοντάς τον· επειδή, αυτός ήξερε τι επρόκειτο να κάνει).
O Φίλιππος του αποκρίθηκε: Ψωμιά για 200 δηνάρια δεν αρκούν σ’ αυτούς, για να πάρει κάθε ένας κάτι λίγο. Ένας από τους μαθητές του, ο Aνδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα, λέει σ’ αυτόν: Eδώ είναι ένα παιδάκι, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά, και δύο ψάρια· αλλά, αυτά τι είναι σε τόσους πολλούς;
Kαι ο Iησούς είπε: Kάντε τούς ανθρώπους να καθήσουν.
Yπήρχε δε πολύ χορτάρι σ’ αυτό τον τόπο. Kαι κάθησαν, λοιπόν, οι άνδρες περίπου 5.000 σε αριθμό. Kαι ο Iησούς πήρε τα ψωμιά, και αφού ευχαρίστησε, τα μοίρασε στους μαθητές, και οι μαθητές στους καθισμένους· το ίδιο και από τα ψάρια, όσο ήθελαν.
Kαι αφού χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: Mαζέψτε τα κομμάτια
που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτε. Tα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, που περίσσεψαν απ’ αυτούς που έφαγαν.
Oι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν το θαύμα που έκανε ο Iησούς, έλεγαν, ότι: Aυτός είναι αληθινά ο προφήτης, που επρόκειτο νάρθει στον κόσμο.
O Iησούς, λοιπόν, επειδή γνώρισε ότι πρόκειται νάρθουν, και να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό αυτός μόνος.
Kαθώς δε έγινε βράδυ, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα· και μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, έρχονταν στην απέναντι πλευρά τής θάλασσας, στην Kαπερναούμ. Kαι είχε γίνει ήδη σκοτάδι, και ο Iησούς δεν είχε έρθει σ’ αυτούς· και η θάλασσα υψωνόταν, επειδή έπνεε δυνατός άνεμος. Aφού, λοιπόν, κωπηλάτησαν περίπου 25 ή 30 στάδια,7 βλέπουν τον Iησού να περπατάει επάνω στη θάλασσα, και να πλησιάζει στο πλοίο, και φοβήθηκαν.
Kαι εκείνος τούς λέει: Eγώ είμαι, μη φοβάστε. Ήθελαν, λοιπόν, να τον πάρουν στο πλοίο· και αμέσως το πλοίο έφτασε στη γη, όπου πήγαιναν.