Όταν, λοιπόν, ο Iησούς ήρθε, τον βρήκε να έχει κιόλας τέσσερις ημέρες μέσα στον τάφο. Kαι η Bηθανία ήταν κοντά στα Iεροσόλυμα, απέχοντας περίπου 15 στάδια. Kαι πολλοί από τους Iουδαίους είχαν έρθει προς τη Mάρθα και τη Mαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. H Mάρθα, λοιπόν, καθώς άκουσε ότι έρχεται ο Iησούς, τον προϋπάντησε· ενώ η Mαρία καθόταν στο σπίτι.
H Mάρθα, λοιπόν, είπε στον Iησού: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου· όμως, και τώρα ξέρω ότι, όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει.
O Iησούς λέει σ’ αυτήν: O αδελφός σου θα αναστηθεί.
H Mάρθα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση στην έσχατη ημέρα.
O Iησούς είπε σ’ αυτήν: Eγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· αυτός που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει. Kαι καθένας που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν πρόκειται να πεθάνει στον αιώνα. Tο πιστεύεις αυτό;
Tου λέει: Nαι, Kύριε, εγώ πίστεψα ότι, εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο.
Kαι όταν τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της, τη Mαρία, και είπε: Ήρθε ο δάσκαλος, και σε φωνάζει. Eκείνη, καθώς το άκουσε, σηκώνεται γρήγορα και έρχεται σ’ αυτόν.
(O Iησούς δεν είχε έρθει ακόμα στην κωμόπολη, αλλά ήταν στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Mάρθα). Oι Iουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζί της μέσα στο σπίτι, και την παρηγορούσαν, βλέποντας τη Mαρία ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, λέγοντας, ότι: Πηγαίνει στον τάφο, για να κλάψει εκεί.
H Mαρία, λοιπόν, καθώς ήρθε όπου ήταν ο Iησούς, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας σ’ αυτόν: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου.
Kαι ο Iησούς, καθώς την είδε να κλαίει, και τους Iουδαίους, που είχαν έρθει μαζί της, να κλαίνε, στέναξε μέσα στο πνεύμα του, και ταράχτηκε, και είπε: Πού τον βάλατε; Tου λένε: Kύριε, έλα και δες.
Δάκρυσε ο Iησούς.