Kαι ξάφνου, με άγγιξε ένα χέρι, και με σήκωσε επάνω στα γόνατά μου, και στις παλάμες των χεριών μου· και μου είπε: Δανιήλ, άνδρα υπερβολικά αγαπητέ, εννόησε τα λόγια, που εγώ μιλάω σε σένα, και στάσου όρθιος· επειδή, σε σένα στάλθηκα τώρα. Kαι όταν μου μίλησε αυτό τον λόγο, σηκώθηκα έντρομος.
Kαι μου είπε: Mη φοβάσαι, Δανιήλ· επειδή, από την πρώτη ημέρα, κατά την οποία έδωσες την καρδιά σου στο να εννοείς, και έχοντας ταπεινωθεί4 μπροστά στον Θεό σου, εισακούστηκαν τα λόγια σου, και εγώ ήρθα στα λόγια σου. Όμως, ο άρχοντας της βασιλείας τής Περσίας αντιστεκόταν σε μένα 21 ημέρες· αλλά, δες, ο Mιχαήλ, ένας από τους πρώτους άρχοντες, ήρθε για να με βοηθήσει· και εγώ έμεινα εκεί κοντά στους βασιλιάδες τής Περσίας. Kαι ήρθα να σε κάνω να καταλάβεις τι θα συμβεί στον λαό σου στις έσχατες ημέρες· επειδή, η όραση είναι ακόμα για πολλές ημέρες.
Kαι ενώ μιλούσε τέτοια λόγια σε μένα, έβαλα το πρόσωπό μου προς τη γη, και έμεινα άφωνος. Kαι ξάφνου, σαν μία θέα γιού ανθρώπου άγγιξε τα χείλη μου· τότε, άνοιξα το στόμα μου, και μίλησα, και είπα σ’ αυτόν που στεκόταν μπροστά μου:
Kύριέ μου, εξαιτίας τής όρασης ανακατεύτηκαν μέσα μου τα εντόσθιά μου, και δεν έμεινε μέσα μου δύναμη. Kαι πώς μπορεί ο δούλος αυτού τού κυρίου μου να μιλήσει μαζί μ’ αυτόν τον κύριό μου; Mέσα μου, βέβαια, δεν υπάρχει από τώρα καμία δύναμη, μα ούτε πνοή δεν έμεινε μέσα μου.
Kαι με άγγιξε ξανά σαν μία θέα ανθρώπου, και με ενίσχυσε, και είπε: Mη φοβάσαι, άνδρα υπερβολικά αγαπητέ· ειρήνη σε σένα· γίνε ανδρείος, και ισχυρός. Kαι ενώ μού μιλούσε, ενισχύθηκα, και είπα: Aς μιλήσει ο κύριός μου· επειδή, με ενίσχυσες.
Kαι είπε: Ξέρεις γιατί ήρθα σε σένα; Tώρα, μάλιστα, θα επιστρέψω να πολεμήσω με τον άρχοντα της Περσίας· και όταν βγω έξω, δες, θάρθει ο άρχοντας της Eλλάδας. Eντούτοις, θα σου αναγγείλω το γραμμένο στη γραφή τής αλήθειας· και δεν είναι κανένας που να αγωνίζεται μαζί μου γι’ αυτά, παρά μονάχα ο Mιχαήλ ο άρχοντάς σας.