Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΗΣΑΪΑΣ 65:1-14

ΗΣΑΪΑΣ 65:1-14 TGVD

Ο Κύριος λέει: «Έτοιμος ήμουν ν’ απαντήσω, αλλά κανείς δε με ρωτούσε· πάντα μπορούσαν να με βρουν, αλλά κανείς δεν έψαχνε για μένα. Έλεγα, “εδώ είμαι, σας ακούω!” Μα σ’ ένα έθνος το ’λεγα που δε μ’ επικαλέστηκε ποτέ του. Τα χέρια μου όλη τη μέρα άπλωνα σ’ ένα λαό αποστάτη, που κακό δρόμο ακολουθεί και που τον σέρνουν οι επιθυμίες του· σ’ ένα λαό που συνεχώς αδιάντροπα με προκαλεί, στους κήπους μέσα τις θυσίες του προσφέρει, σε κεραμίδια πάνω καίει το θυμίαμα· σε ανθρώπους που στα μνήματα περνούν τη μέρα τους και διανυκτερεύουν στις σπηλιές, τρώνε το κρέας το χοιρινό και είναι μολυσμένα από τα φαγητά των θυσιών τα σκεύη τους· σ’ αυτούς που λένε, “φύγε από κοντά μου, μη μ’ αγγίζεις, γιατί είμαι άγιος!” »Αυτοί μου ανάβουν το θυμό και καίει όλη τη μέρα σαν φωτιά. Νάτο, το ’χω γραμμένο εδώ μπροστά μου: “δε θα σωπάσω πριν να τιμωρήσω τις ανομίες τις δικές τους και των πατέρων τους μαζί. Αυτούς που πάνω στα βουνά τα είδωλα θυμιάτιζαν και στις κορυφές των λόφων με βλαστημούσαν, όπως το αξίζουν θα τους τιμωρήσω, σύμφωνα με τα έργα τους”. Εγώ, ο Κύριος, το λέω». Και συνεχίζει ο Κύριος: «Όταν ένα σταφύλι έχει χυμό, λένε “μην το καταστρέφεις, γιατί έχει μέσα του ευλογία”. Αυτό κι εγώ θα κάνω για χάρη των δούλων μου: δε θα καταστρέψω το λαό στο σύνολό του. Θα κάνω να βγουν τέκνα από τον Ιακώβ, κι απ’ τον Ιούδα απόγονοι. Θα γίνουν τα βουνά μου κτήμα των εκλεκτών μου, των δούλων μου, κι εκεί θα κατοικήσουν. Τότε η Σαρών θα γίνει η μάντρα των προβάτων τους, και η κοιλάδα Αχώρ, των γελαδιών βοσκή, για χάρη του λαού μου, που με ζήτησε. »Εσάς όμως που με εγκαταλείψατε, που λησμονήσατε το άγιο μου βουνό, που για τον Γαδ προετοιμάζετε τραπέζι, και για να προσφέρετε σπονδές στον Μενί γεμίζετε τα κύπελα, εσάς θα σας παραδώσω στη σφαγή. Όλοι σας θα εξολοθρευθείτε, γιατί σας κάλεσα και δεν αποκριθήκατε. Μιλούσα, μα εσείς δεν ακούγατε. Κάνατε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσατε αυτό που με δυσαρεστεί. »Γι’ αυτό, ακούστε τι λέω εγώ ο Κύριος, ο Θεός: Οι δούλοι μου θα ’χουν να φάνε, μα εσείς θα πεινάσετε· αυτοί θα ’χουν να πιουν, μα εσείς θα υποφέρετε απ’ τη δίψα. Αυτοί θα χαίρονται, μα εσείς θα ζείτε ντροπιασμένοι. Οι δούλοι μου θα ψάλλουν απ’ τη μεγάλη τους χαρά, μα εσείς απ’ τη βαθιά σας θλίψη θα φωνάζετε, και θα ουρλιάζετε απ’ την απελπισία.