Εκείνη που φωνάζει δεν είναι η Σοφία;
Δεν είν’ η φρόνηση που υψώνει τη φωνή;
Στέκεται στα υψώματα, πάνω απ’ το δρόμο,
καταμεσίς στο σταυροδρόμι.
Στις πύλες πλάι, στην είσοδο της πόλης,
και στων πυλών το πέρασμα φωνάζει δυνατά:
«Σ’ εσάς φωνάζω άνθρωποι,
στο γένος όλο των ανθρώπων απευθύνομαι.
Εσείς οι ανώριμοι, μάθετε να διακρίνετε
κι εσείς οι ανόητοι λογικευτείτε.
Ακούστε, και θα πω σπουδαία πράγματα,
από τα χείλη μου θα βγούνε λόγια συνετά.
Το στόμα μου κηρύττει την αλήθεια
κι είναι το ψέμα μισητό στα χείλη μου.
Τα λόγια όλα που βγαίνουν απ’ το στόμα μου
είναι λόγια σωστά·
δεν είναι τίποτε σ’ αυτά πονηρό ή διεστραμμένο·
όλα είναι καθαρά για κείνον που έχει νου
κι όλα σωστά για κείνους που έχουν γνώση.
Τη διδαχή μου προτιμήστε την από τ’ ασήμι,
τη γνώση απ’ το χρυσάφι το εκλεκτό.
Γιατί η Σοφία είναι καλύτερη απ’ τα πολύτιμα πετράδια,
κι απ’ όλα αξίζει πιότερο τα πράγματα, τα πιο ακριβά.
»Εγώ, η Σοφία, κατοικώ με τη φρόνηση,
του στοχασμού τη γνώση την κατέχω.
Όποιος τον Κύριο σέβεται, το κακό το απεχθάνεται·
μισώ την έπαρση και την υπεροψία,
το δρόμο τον κακό, το στόμα που διαστρέφει.
Κάνω σχέδια και τα ολοκληρώνω·
σ’ εμένα υπάρχει και η σύνεση και η δύναμη.
Με τη βοήθεια μου οι βασιλιάδες βασιλεύουν
κι οι άρχοντες νομοθετούν αυτό που ’ναι σωστό.
Με τη βοήθεια μου οι ηγεμόνες κυβερνάνε,
οι μεγιστάνες,
κι όλοι όσοι κρίνουνε στη γη.
Εγώ, η Σοφία, αγαπώ αυτούς που μ’ αγαπάνε
κι όλοι με βρίσκουν, όσοι με αναζητούν.
Μαζί μου κουβαλώ πλούτη και δόξα,
πολύτιμα αγαθά και ευτυχία.
Καλύτερος είν’ ο καρπός μου απ’ το χρυσάφι το καθαρό
κι ό,τι από μένα βγαίνει είναι καλύτερο κι από τ’ ασήμι το εκλεκτό.
Στο δρόμο περπατώ της δικαιοσύνης,
μέσα απ’ τα σταυροδρόμια της,
για να προσφέρω πλούτη σ’ αυτούς που μ’ αγαπούν,
και τα ταμεία τους να γεμίσω.
»Ο Κύριος με δημιούργησε
πριν απ’ τα έργα του όλα,
το πρώτο από τα έργα του από πολύ παλιά.
Δημιουργήθηκα πριν από τους αιώνες,
αρχή αρχή,
προτού να υπάρξει η γη.
Γεννήθηκα όταν ακόμα δεν υπήρχαν οι άβυσσοι,
προτού να γίνουν οι πηγές, οι νερομάνες.
Πριν να θεμελιωθούνε τα βουνά
και πριν υπάρξουν λόφοι, εγώ γεννήθηκα.
Δεν είχε ακόμα κάνει ούτε τη γη
ούτε τους κάμπους
ούτε τον πρώτο κόκκο
από το σύνολο του σύμπαντος.
Ήμουν εκεί όταν στέριωνε τους ουρανούς,
όταν χάραζε κύκλο τον ορίζοντα
στο πρόσωπο του ωκεανού·
όταν ψηλά τα νέφη στέριωνε
κι ορμητικά αναβρύζαν της αβύσσου οι πηγές·
όταν έβαζε όριο στη θάλασσα,
ώστε να μην το ξεπερνάνε τα νερά·
όταν της γης έβαζε τα θεμέλια.
Τότε ήμουν κοντά του σαν μικρό παιδί
κι ήμουν η καθημερινή του ευχαρίστηση,
ενώ στην παρουσία του χαιρόμουν ακατάπαυστα·
χαιρόμουν στης δικής του γης την οικουμένη
κι ήμουν ευτυχισμένη στους ανθρώπους ανάμεσα.
»Και τώρα ακούστε με, παιδιά:
Ευτυχισμένοι είν’ εκείνοι
που τηρούν τις εντολές μου.
Τη διδαχή μου ακούστε
και θα γίνετε σοφοί· μην την εγκαταλείπετε.
Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που με ακούει,
που ξαγρυπνάει καθημερινά μπροστά στην πόρτα μου
και που στης θύρας μου προσμένει το κατώφλι.
Πράγματι, εκείνος που με βρίσκει,
βρίσκει τη ζωή
και του Κυρίου έχει την εύνοια.
Μα εκείνος που με ξαστοχάει
τον εαυτό του βλάπτει·
αυτός που με μισεί, αγαπά το θάνατο».